του Λεωνίδα Βατικιώτη
Την έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη,
αργά ή γρήγορα, έδειξαν με συντονισμένες κινήσεις τους οι ηγέτες της
Γαλλίας και της Γερμανίας, την προηγούμενη εβδομάδα, ως αντίδραση στην
πρωτοβουλία του Γιώργου Παπανδρέου να εξαγγείλει δημοψήφισμα. Η
ανακοίνωση του Παπανδρέου, που ξεχείλιζε ιδιοτελών σκοπιμοτήτων καθώς
στο βωμό της προσωπικής πολιτικής του επιβίωσης επέλεξε να θυσιάσει την
συμφωνία της 27ης Οκτωβρίου, εξόργισε την ντε φάκτο ηγεσία
της ΕΕ καθώς ούτε ενήμερη ήταν ούτε συμφωνούσε να τεθεί εκ νέου υπό
συζήτηση η «χρυσή τομή» που βρέθηκε με τους τραπεζίτες κατόπιν
μαραθώνιων πολυμερών και διμερών διαπραγματεύσεων. Η οργή των ηγετών της
ΕΕ απέναντι στα κουτοπόνηρα παιχνίδια του Παπανδρέου (δηλωτική της
αποστροφής τους σε οποιαδήποτε μορφή έκφρασης της λαϊκής βούλησης, πολλώ
δε μάλλον που η συγκεκριμένη συμφωνία απορρίπτεται από την πλειοψηφία
των Ελλήνων, όπως έδειξαν πορίσματα δημοσκοπήσεων) αποτέλεσε καθώς
φάνηκε την σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Έτσι η μια δήλωση υποδεχόταν
την άλλη με κοινό παρανομαστή πως ο χρόνος της Ελλάδας στην ευρωζώνη
πλησιάζει στην λήξη του.
Μέχρι στιγμής όλες οι προσπάθειες
αποτίμησης είναι καταστροφολογικές, στερούνται επιστημονικού υπόβαθρου ή
είναι μονομερείς κι ως εκ τούτου απέχουν σημαντικά από το να εκφράζουν
με αξιοπιστία το σύνολο των αλλαγών που θα επέλθουν.
Πιο πολύ εκφράζουν το άγχος των συντακτών τους να παραμείνει η Ελλάδα
στην ευρωζώνη, ανεξαρτήτως κόστους και χωρίς να βγαίνουν τα απαραίτητα
συμπεράσματα από το ναυάγιο, ή το άγχος να μην δεχτεί η ευρωζώνη το
κόστος της συρρίκνωσής της.
Έγραφε για παράδειγμα το Βήμα της Κυριακής «ότι
αυτή η εφιαλτική εξέλιξη θα καταδικάσει την οικονομία σε ύφεση διψήφιου
ποσοστού, θα εκτινάξει την ανεργία σε ποσοστό άνω του 30% και θα
οδηγήσει σε πλήρη κατάρρευση τα έσοδα του κράτους». Επικαλούμενος δε ο συντάκτης οικονομική πηγή, κάνει λόγο στη συνέχεια για «εξέλιξη
βιβλική, ανάλογη με τις συνθήκες που επικράτησαν στον πλανήτη μετά την
πτώση του αστεροειδούς που σκότωσε (μαζί με τους δεινόσαυρους) το 90%
των ειδών». Κι όλοι αυτοί οι ισχυρισμοί χωρίς να παρέχεται η παραμικρή τεκμηρίωση…
Στο ίδιο μήκος (ή καλύτερα …βάθος) κύματος κινήθηκε και πρόσφατο άρθρο του πρώην πρωθυπουργού, Κ. Σημίτη, στην Καθημερινή όπου υποστήριζε: «Η
ισοτιμία της νέας δραχμής προς το ευρώ θα είναι πολύ κατώτερη εκείνης
με την οποία πραγματοποιήθηκε η είσοδος στην Ευρωζώνη (1 ευρώ=340 δρχ.).
Ένα ευρώ θα αντιστοιχεί σε εξακόσιες δραχμές ή και πολύ παραπάνω. Η
οριστική τιμή της δραχμής θα καθορισθεί τελικά από τις αγορές ύστερα από
αλλεπάλληλες υποτιμήσεις. Οι Έλληνες θα χάσουμε ένα μεγάλο ποσοστό της
αξίας των χρημάτων μας, οι μισθωτοί ένα μεγάλο τμήμα της αγοραστικής
τους δύναμης. Οι τιμές των εισαγόμενων ειδών θα αυξηθούν κατά το ύψος
της υποτίμησης. Πολλά εγχώρια αγαθά θα ακολουθήσουν και αυτά την
αλματώδη άνοδο των τιμών μια που οι περισσότερες πρώτες ύλες προέρχονται
από το εξωτερικό».
Είσοδος στο ευρώ και ευθύνες
Η πραγματικότητα είναι πως ο Κ. Σημίτης συγκαταλέγεται σε αυτούς που πρέπει να απολογηθούν
σήμερα και όχι να καταγγέλλουν, μιας και ευθύνεται για την άκριτη
αποδοχή εκ μέρους της Ελλάδας τότε μιας ισοτιμίας ένταξης που δεν είχε
την παραμικρή σχέση με την ισοτιμία που είχε επιβληθεί στην πράξη. Ήταν
αντίθετα επιλογή της Γερμανίας στον βαθμό που ευνοούσε τις εξαγωγές της
προς την ευρωζώνη και τις χώρες της περιφέρειας με αποτέλεσμα η Ελλάδα
να έχει κατακλυσθεί από γερμανικά προϊόντα. Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και η
τότε ηγεσία της Τράπεζας της Ελλάδας, δηλαδή ο Λουκάς Παπαδήμος,
έχοντας συνηθίσει να συγκατανεύουν άκριτα σε ότι απαιτούσε το Βερολίνο,
ενδύοντας μάλιστα την υποτέλεια με τα απαστράπτοντα (εν είδει
αξιώματος) ρούχα του ευρωπαϊσμού, δέχτηκαν χωρίς την παραμικρή αντίρρηση
αυτή την καταστροφική – όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια – ισοτιμία! Κι
έκτοτε άπαντες θεωρούν ως το πιο φυσιολογικό πράγμα που θα μπορούσε να
τύχει στην Ελλάδα την κατακόρυφη άνοδο της ισοτιμίας του ευρώ. Μια
ανατίμηση που σε σχέση με τα προ δεκαετίας επίπεδα, όταν δηλαδή κλείδωσε
η ισοτιμία της δραχμής με το ευρώ, φτάνει και το 70%! Όσο για τις
επιπτώσεις, εξετάζονται μόνο αυτές που σχετίζονται με τις τιμές των
εισαγομένων. Καμία αναφορά στην εγχώρια παραγωγή, είτε
την υφιστάμενη είτε αυτήν που δυνητικά θα μπορούσε να δημιουργηθεί,
σηματοδοτώντας μια περίοδο δημιουργίας θέσεων εργασίας και διεύρυνσης
του παραγόμενου προϊόντος.
Εξ ίσου μονομερείς είναι και οι
εκτιμήσεις των τραπεζών, με πιο χαρακτηριστική αυτή του τμήματος μελετών
της Citibank με ημερομηνία 13 Σεπτεμβρίου 2011, στο πλαίσιο των οποίων
διερευνώνται οι συνέπειες αποκλειστικά και μόνο (ή σχεδόν) στον τομέα
των τραπεζών: χρεοκοπίες, απότομη μείωση των χορηγήσεων, κ.α. Εύκολα έτσι καταλήγουν πως η έξοδος ισούται με καταστροφή.
Στον αντίποδα των παραπάνω ελλιπώς ή
καθόλου τεκμηριωμένων ισχυρισμών δόθηκε τον Ιούνιο του 2011 στη
δημοσιότητα μια επιστημονική ανακοίνωση που διερευνά στη βάση του πιο
πρόσφατου πίνακα εισροών – εκροών της ελληνικής οικονομίας
(του 2005 όπου συναθροίζεται το σύνολο των παραγομένων εμπορευμάτων στη
χώρα) τις πιθανές επιπτώσεις από μια επιστροφή σε υποτιμημένη δραχμή.
Συντάκτες της επιστημονικής ανακοίνωσης είναι ο Θεόδωρος Μαριόλης
(αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας του τμήματος Δημόσιας
Διοίκησης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο) και ο Αποστόλης Κάτσινος
(τελειόφοιτος του προγράμματος μεταπτυχιακών οικονομικής Επιστήμης στο
τμήμα Δημόσιας Διοίκησης του Παντείου Πανεπιστημίου). Το συμπέρασμά τους
είναι διαμετρικά αντίθετο με τα παραπάνω: με βάση τις
επιπτώσεις στις τιμές, οι συνέπειες μιας υποτίμησης ακόμη και της τάξης
του 50%, και η εισαγωγή μιας νέας νομισματικής μονάδας όχι μόνο δεν θα
σημάνουν την καταστροφή, αλλά αντίθετα θα δώσουν μια αναπάντεχη ώθηση
στην διεθνή ανταγωνιστικότητα σε επίπεδα 37% έως 42%! Δεδομένου
δε ότι οι συγγραφείς αφετηριακά αναγνωρίζουν πως το πρόβλημα της
ελληνικής οικονομίας είναι η ανεπαρκής διεθνής ανταγωνιστικότητά της
(κάτι που αναγνωρίζει κι ο νεοφιλελευθερισμός επιλέγοντας όμως να
μειώσει τους μισθούς για να το επιλύσει) γίνεται εμφανές ότι η
υποτίμηση, που συνεπάγεται την άσκηση ανεξάρτητης νομισματικής πολιτικής
δηλαδή την έξοδο από το ευρώ, αναδεικνύεται στον πιο σύντομο δρόμο για
την επίλυση του βασικότερου προβλήματος της ελληνικής οικονομίας!
Επιπτώσεις στον πληθωρισμό
Στο επίκεντρο της άποψης των Μαριόλη και
Κάτσινου βρίσκεται ο υπολογισμός των επιπτώσεων στον πληθωρισμό που θα
έχει η αναμενόμενη υποτίμηση. Σε αντίθεση λοιπόν με τις σκηνές
αποκάλυψης που συχνά προβάλλονται ως φόβητρο, οι δύο συγγραφείς
καταλήγουν ότι ενδεχόμενη υποτίμηση της τάξης του 50% του νέου
νομίσματος θα προκαλέσει άνοδο του πληθωρισμού τον
πρώτο χρόνο της τάξης του 9,29%, στο χειρότερο σενάριο, και 5,31% στο
καλύτερο σενάριο και τον δεύτερο χρόνο 5,96% και 1,59! Σε κάθε
ενδεχόμενο η πληθωριστική δυναμική «αδυνατίζει» στο πέρασμα του χρόνου,
για να φτάσουμε στο πέμπτο έτος ο πληθωρισμός στο χειρότερο σενάριο να
είναι 2,58% και στο ευνοϊκότερο σενάριο 0,05%. Τα ακριβή αποτελέσματα
φαίνονται στον πίνακα που παραθέτουμε. Να σημειωθεί δε πως το ίδιο
πλαίσιο ανάλυσης χρησιμοποιήθηκε με επιτυχία για να προβλέψει τα
αποτελέσματα της τελευταίας υποτίμησης της δραχμής τον Μάιο του 1998,
κατά 14%.
Πρόκειται συνολικά για μια διερεύνηση που στη βάση υπολογισμών
και όχι αυθαίρετων κινδυνολογιών ρίχνει φως στην επόμενη μέρα και
αναδεικνύει τις ελπιδοφόρες δυνατότητες που συνοδεύουν την έξοδο από την
ευρωζώνη. Ωστόσο, αξίζει να τονιστεί πως καθοριστική σημασία για το τι
θα γίνει στην πράξη, μετά την εισαγωγή της υποτιμημένης δραχμής, έχει το
ευρύτερο οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον. Δηλαδή, η αυστηρή εφαρμογή
μιας μεγάλης και αλληλοσυμπληρούμενης σειράς μέτρων (όπως, μεταξύ
άλλων, ο έλεγχος του χρηματοπιστωτικού συστήματος, η επιβολή φραγμών
στις κινήσεις κεφαλαίων, ο έλεγχος των τιμών και η προώθηση μέτρων
αναδιανομής του εισοδήματος) έτσι ώστε η αναπόφευκτη έξοδος από την
ευρωζώνη να γίνει μια καλή αρχή…Λαμβάνοντας ταυτόχρονα υπ’ όψη πως η διεθνής ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας (σε όρους πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας) θα αυξηθεί,
στο πρώτο έτος μετά την υποτίμηση κατά 37,2% έως 42,4% γίνεται εμφανές
πως αυτά τα κέρδη δεν θα διαβρωθούν από έναν καλπάζοντα πληθωρισμό.
Αντίθετα, θα χρειασθούν 15-16 έτη όπως επισημαίνουν οι συγγραφείς αν
πάρουμε το πιο δυσάρεστο σενάριο για να αυξηθεί το επίπεδο των εγχώριων
τιμών κατά 45%-46% και να εξανεμισθούν στην πράξη τα κέρδη από την
υποτίμηση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου