από ilesxi.wordpress.com
των Νίκου Πατσόπουλου και Δημήτρη Πούλιου
Αφορμή αυτού του κειμένου είναι το άρθρο του Τάκη Μίχα, «Μαρξ και Δημόσιοι Υπάλληλοι», που δημοσιεύτηκε πριν λίγες μέρες. Ο Τ. Μίχας είναι ίσως από τους αγαπημένους μας στο protagon.gr. Τα έχει όλα: είναι σκληρός εκσυγχρονιστής, οπαδός των δυνάμεων του νεοφιλελεύθερου εξανδραποδισμού της ελληνικής κοινωνίας, τρέφει μίσος για την Αριστερά και όλους τους κοινωνικούς αγώνες, και το καλύτερο απ’ όλα αυτά προσπαθεί να τα παρουσιάσει με ένα μανδύα «εξυπνακίστικής επιστημονικότητας».
των Νίκου Πατσόπουλου και Δημήτρη Πούλιου
Μαζί με μια σειρά άλλων ιστοσελίδων, το protagon.gr
αποτελεί ένα από τα καθημερινά μας «κλικ» για ενημέρωση. Έχει κάτι
γοητευτικό αυτή η ιντερνετική πρωτοβουλία του εναλλακτικού
νέο-φιλελεύθερου κέντρου, όλων αυτών που προκρίνουν μια «Ελλάδα
κανονική, cool, μεταδογματική ευπρεπισμένη» όπως θα έλεγε και ο Νικόλας Σεβαστάκης
και σε πείσμα της γενικότερης κοινωνικό – πολίτικης κατάπτωσης που
προκλήθηκε κατα κύριο λόγο ακριβώς εξαιτίας αυτών των τακτικών για μια
μετά-δογματικη πραγματικότητα . Θεωρούσαμε ότι αυτός ο
συνδυασμός χαλαρού γραψίματος, lifestyle-ισμου σε συνάρτηση με το καλό
web design, ήταν ο βασικός λόγος που μας γοήτευε. Το τελευταίο διάστημα
καταλήξαμε μάλλον ότι το συναρπαστικό σε αυτή τη σελίδα είναι η
ακατάσχετη μπουρδολογία ορισμένων (δε τα μηδενίζουμε και όλα) συντακτών
που ξεπερνάει τα όρια και της πιο φτηνής καθεστωτικής προπαγάνδας.
Αφορμή αυτού του κειμένου είναι το άρθρο του Τάκη Μίχα, «Μαρξ και Δημόσιοι Υπάλληλοι», που δημοσιεύτηκε πριν λίγες μέρες. Ο Τ. Μίχας είναι ίσως από τους αγαπημένους μας στο protagon.gr. Τα έχει όλα: είναι σκληρός εκσυγχρονιστής, οπαδός των δυνάμεων του νεοφιλελεύθερου εξανδραποδισμού της ελληνικής κοινωνίας, τρέφει μίσος για την Αριστερά και όλους τους κοινωνικούς αγώνες, και το καλύτερο απ’ όλα αυτά προσπαθεί να τα παρουσιάσει με ένα μανδύα «εξυπνακίστικής επιστημονικότητας».
Σε αυτήν την τελευταία του δουλεία ο
συγγραφέας προσπαθεί να πάρει από την Αριστερά «και το Μαρξιστικό της
σώβρακο» παρουσιάζοντας το Μαρξ σαν φανατικό υποστηρικτή του
κυβερνητικού έργου. Παίρνοντας κάποια τσιτάτα από την «18η
Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη» ξεδιπλώνει το μεγάλο σχέδιο. Ο Τ.
Μίχας λοιπόν στο άρθρο του, αφού διαπιστώνει ότι η Αριστερά στηρίζει τις
διεκδικήσεις των δημοσιών υπαλλήλων, παρατηρεί ότι λοίπουν οι σχετικές
αναφορές του Μαρξ για αυτό το ζήτημα από τα έντυπά της. «Γιατί Άραγε;» ρωτάει ο διανοητής. «Διότι
απλούστατα ο Καρλ Μαρξ έτρεφε την ίδια αλλεργία τόσο προς τις
κεινσιανες ανοησίες της «τόνωσης της ζήτησης» όσο και για τον ρόλο των
κρατικών υπαλλήλων με αυτήν που τρέφουν οι νεοφιλελεύθεροι διανοητές», απαντάει. Δικαιολογεί αυτή του την άποψη μέσα από δέκα (ναι δέκα) μεμονωμένες γραμμές από την «18η Μπρυμαιρ» σχετικά με το ρόλο της διοικητικής γραφειοκρατίας και των φόρων στη Γαλλία του 19ου αιώνα.
«Για τον κ.Τσίπρα και
την κ.Παπαρήγα οι δημόσιοι υπάλληλοι αποτελούν τμήμα του «εργαζόμενου
λαού» που μάχεται για τα δικαιώματα του. Όχι όμως για τον Μαρξ. Σύμφωνα
με τον Γερμανό φιλόσοφο αποτελούν «ένα τρομερό παρασιτικό σώμα που
περικλείει την κοινωνία όπως ο εμβρυικός σάκος που καλύπτει το κεφάλι
του βρέφους και κλείνει τους πόρους του». Οι δημόσιοι υπάλληλοι σύμφωνα
με τον Μαρξ δεν έχουν κανένα οικονομικό λόγο ύπαρξης αλλά αποτελούν μια
«τεχνητή κάστα που συνυπάρχει με τις πραγματικές κοινωνικές τάξεις και για την οποία η διατήρηση του καθεστώτος είναι θέμα αυτοσυντήρησης»
Το κείμενο κλείνει με μια κλασική καταγγελία για τον οπισθοδρομικό ρόλο της Αριστεράς και των Δημοσίων Υπαλλήλων:
«Όπως ο
φιλελευθερισμός έτσι και ο Μαρξ έχουν εξορισθεί από την Βουλγάτα της
ελληνικής αριστεράς. Όπως αποσιωπούν την ανάλυση της θρησκείας που κάνει
ο Μαρξ («όπιο του λαού») προτιμώντας να προσκυνούν την «λαϊκότητα της
Ορθοδοξίας», έτσι ακριβώς οι ηγέτες του ΚΚΕ και του Συριζα αποσιωπούν
και την ανάλυση του Μαρξ για τους δημόσιους υπαλλήλους («παράσιτα»)
επιλέγοντας να προσκυνούν την ΓΕΝΟΠ την ΟΛΜΕ την ΑΔΕΔΥ και τις τόσες άλλες οβιδειακες μεταμορφώσεις της «καταστολισμένης και καλοσιτεμενης κάστας»
Ο μανδύας του «διαβασμένου» Τ. Μίχα είναι
στη πραγματικότητα απλά ένα κουρέλι. Στη προσπάθεια του να γράψει ένα
ακόμη παραλήρημα συντηρητισμού κάνει χοντρές πατάτες, αδικαιολόγητες για
ένα ιστορικό και δημοσιογράφο του επιπέδου του. Πάμε να τις δούμε μία
μία:
ΠΑΤΑΤΑ ΕΝΑ: Όπως ξέρει κάθε
πρωτοετής φοιτητής, συμπεράσματα για το έργο ενός συγγραφέα δε
βγάζουμε από ένα και μόνο βιβλίο. Επιπλέον συμπεράσματα από ένα βιβλίο
ενός συγγραφέα δε βγάζουμε μόνο από κάποιες μεμονωμένες προτάσεις του
βιβλίου, αυτό αποτελεί παραχάραξη ιδεών. Ο Τ. Μίχας εδώ κάνει και τα
δύο αυτά λάθη (ας δεχτούμε όχι εσκεμμένα). Το πρόβλημα όμως συνεχίζεται…
γεγονός που μας κάνει να συμπεράνουμε ότι μάλλον δε καταλάβαινε τι
διάβαζε και εδώ πάμε στη «πατάτα δύο»
ΠΑΤΑΤΑ ΔΥΟ: Ο Τ. Μίχας σαν βασικό δίδαγμα του βιβλίου αναγνωρίζει το εξής: «Στο
κείμενο αυτό ο Μαρξ ασκεί μια έντονη κριτική της «Ναπολεόντειας
Ιδέας» σύμφωνα με την οποία πρέπει να δημιουργείς δημοσιονομικά
ελλείμματα για να κάνεις δημόσιες επενδύσεις και διορισμούς στο δημόσιο»!!!. Ότι να ναι δηλαδή. Προφανώς δε διάβασε την εισαγωγή του Ένγκελς που λέει ότι το βιβλίο είναι «μια σύντομη, επιγραμματική έκθεση που περιέγραφε όλη τη πορεία της γαλλικής ιστορίας ύστερα από τις μέρες του Φλεβάρη» του 1848, μια «δοκιμασία» του «νόμου κίνησης της ιστορίας» που είχε ανακαλύψει ο Μαρξ. Σύμφωνα με τον οποίο:
«όλοι οι
ιστορικοί αγώνες, αδιάφορο αν γίνονται στον πολιτικό, θρησκευτικό,
φιλοσοφικό ή σε οποιονδήποτε άλλο ιδεολογικό τομέα, δεν είναι πραγματικά
παρά ή περισσότερο ή λιγότερο η έκφραση των αγώνων ανάμεσα στις
κοινωνικές τάξεις, και ότι η ύπαρξη των τάξεων αυτών και συνεπώς και οι
συγκρούσεις τους, εξάρτιονται με τη σειρά τους, από το βαθμό ανάπτυξης
της οικονομικής τους θέσης, από τον τρόπο της παραγωγής και από τον
τρόπο της ανταλλαγής τους που απορρέει απ’ αυτόν».
Βέβαια δε διάβασε ούτε τον επίλογο που
αναφέρεται ξεκάθαρα ποιες είναι ο «Ναπολεόντειες Ιδέες» (και όχι Ιδέα).
Στο όνομα της αποκατάστασης της αλήθειας παραθέτουμε όλα τα αποσπάσματα
«Η ναπολεόντεια μορφή ιδιοκτησίας (δηλαδή η μικρή αγροτική ιδιοκτησία), που στις αρχές του 19ου
αιώνα ήταν προϋπόθεση για την απελευθέρωση και τον πλουτισμό του
αγροτικού πληθυσμού, εξελίχθηκε στη διάρκεια αυτού του αγώνα σε νόμο της
υποδούλωσης και της εξαθλίωσής του. Και ακριβώς αυτό το νόμο είναι
υποχρεωμένος να διατηρεί ο Βοναπάρτης γιατί αποτελεί της πρώτη από τις
‘ναπολεόντειες ιδέες’.»
«Μα η ισχυρή και με
απεριόριστα δικαιώματα κυβέρνηση – και αυτή είναι η δεύτερη
‘ναπολεόντεια ιδέα’ – καλείται να υπερασπιστεί με τη βία την υλική τάξη»
«Μια άλλη ‘ναπολεόντεια ιδέα’ είναι η κυριαρχία των παπάδων»
«Τέλος το αποκορύφωμα των ‘ναπολεόντειων ιδεών’ είναι η υπεροχή του στρατού»
Και ο Μαρξ καταλήγει:
«Βλέπουμε ότι όλες οι
‘ναπολεόντειες ιδέες’ είναι ιδέες του μικρού κλήρου που δεν έχει ακόμη
αναπτυχθεί και που βρίσκεται στη φρεσκάδα της νεότητας του»
Ακόμα δε μπορούμε να καταλάβουμε πως έβγαλε τα συμπεράσματα του ο κ.Μίχας. Παραχάραξη και Προπαγάνδα, τίποτε άλλο.
Βέβαια πρέπει να επισημάνουμε ότι πράγματι
αυτά που αναφέρονται στο άρθρο βρίσκονται στο βιβλίο, αλλά είναι κενό
γράμμα χωρίς το σύνολο της λογικής του Μαρξ. Τις απόψεις του και τα
συμπεράσματα του για το ρόλο και τα εμπόδια της κρατικής διοίκησης θα τα
αναπτύξει ξανά δυο δεκαετίες μετά, σε μια άλλη καμπή της ταξικής πάλης
στη Γαλλία, την Κομμούνα (και το βιβλίο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία). Διότι όπως θα γράψει μισό αιώνα αργότερο ο Λενιν: «βασική
διδασκαλία του Μαρξ είναι η συνόψιση της πείρας που φωτίζεται με βαθιά
φιλοσοφική κοσμοθεωρία και πλούσια γνώση της ιστορίας» και αυτή είναι η πραγματική κληρονομία του Μαρξισμού ειδικά στα πλαίσια μελέτης της ιστορίας.
Αυτό ο κ.Μίχας το ξεχνάει και για να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα
προσπαθεί να συγκρίνει τη κρατική διοίκηση της Γαλλίας των μέσων του 19ου
με τη δημόσια διοίκηση της Ελλάδας του σήμερα. Κενό γράμμα,
αντι-επιστημονικότητα και κίτρινη δημοσιογραφία. Αυτοί είναι οι
υποστηρικτές «των Ευρωπαϊστών». Εδώ πάμε στη τρίτη πατάτα…
ΠΑΤΑΤΑ ΤΡΙΑ: Στην αγωνία
του να πείσει τον κόσμο ότι οι εργαζόμενοι του δημόσιου τομέα είναι
«παράσιτα» ο Τ. Μίχας κάνει αδικαιολόγητους αναχρονισμούς που τους
μπερδεύει με τη διαλεκτική. Για το Μαρξ και τον Ένγκελς, οι δημόσιοι
υπάλληλοι του 19ου αιώνα «κατέχοντας τη δημόσια εξουσία και
τα δικαιώματα είσπραξης φόρων… στέκουν σαν όργανα της κοινωνίας πάνω από
τη κοινωνία». Το ζήτημα αυτό τίθεται εδώ όχι από «απέχθεια για τους
δημοσίους υπαλλήλους» όπως υποστηρίζει ο Τ.Μίχας αλλά σε σύνδεση με της
γενικότερες αντιλήψεις του Μαρξ για το Κράτος, ζήτημα που σε μεγάλο
βαθμό θα λύσει η Κομμούνα το 1871. Τι έκανε όμως η Κομμούνα; Τίποτε άλλο
από το να εισάγει «απλά και αυτονόητα δημοκρατικά μέτρα» όπως παρατηρεί
ο Λένιν.
«Την πλήρη
αιρετότητα, την ανακλητότητα σε οποιαδήποτε στιγμή όλων χωρίς εξαίρεση
των δημοσίων λειτουργών, την ελάττωση του μισθούς τους στο συνηθισμένο
μισθό ενός εργάτη», αυτά τα μέτρα συμπληρώνει ο Λένιν «συνδυαζόμενα
στενότατα με τα συμφέροντα των εργατών και της πλειονότητας των αγροτών,
αποτελούν ταυτόχρονα ένα μικρό γεφύρι που οδηγεί από τον καπιταλισμό
στον σοσιαλισμό».
Αυτά λέει ο Μαρξισμός πάνω κάτω… ο Τ.Μίχας
όμως σαν γνήσιος «ιδεολόγος» της κυρίαρχης πολιτικής προφανώς τα
παραβλέπει, συγκρίνει άσχετα πράγματα σε διαφορετικές χρονικές περιόδους
απλά για να διχάσει τον σημερινό ιδιωτικό και δημόσιο τομέα. Εξάλλου η
προηγούμενη κυβέρνηση Παπανδρέου έχει καταφέρει να πάει πολύ πιο κάτω
«από το συνηθισμένο μισθό ενός εργάτη» το μισθό των δημοσίων υπαλλήλων.
Όμως όλα αυτά δεν έχουν πλέον
σημασία καθώς οι πραγματικοί άνθρωποί, όσοι εργαζόμενοι δίνουν αυτή τη
στιγμή της μάχη για τη ζωή τους και την αξιοπρέπεια (στα κέντρα της ΔΕΗ,
στη Χαλυβουργία και αλλού) ξέρουν ότι όλα αυτά είναι κούφια λόγια
λιλιπούτιων προπαγανδιστών που όσα λένε δεν έχουν καμιά σχέση με την
κοινωνική πραγματικότητα. Ξέρουν πλέον ότι η επίθεση στο δημόσιο τομέα
και η άρση κατακτήσεων οδηγούν σε υποβάθμιση συνολικά της εργατικής
τάξης. Ξέρουν ότι τα συμφέροντα αυτών που υποστηρίζουν αυτά είναι
ταυτισμένα με μια μικρή μειοψηφία που καταδυναστεύει το τόπο στη
προσπάθεια της να σωθεί. Ξέρουν ότι δεν έχουν κανέναν πλέον να τους
ακούει, για αυτό είναι λυσσασμένοι. Η ιστορία τους θα μοιάζει όσο
περνάει ο καιρός, το αντίθετο του Πίτερ Σίμελ, στην κλασική ιστορία του
Καμίσο (όπως θα λέγε και ο Μαρξ).
Στη συμμαχία τους με το διάβολο χάνουν το σώμα τους και μένουν σκιές…
*Οι πηγές και τα αποσπάσματα από τα βιβλία
“18η Μπρυμαιρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη”(Μαρξ), “Εμφύλιος πόλεμος στη
Γαλλία”(Μαρξ), “Κράτος και Επανάσταση”(Λένιν) για όποιον θέλει να
διαβάσει…
**Για περισσότερο Τάκη Μίχα εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου