του Γιάννη Ελαφρού
Μπροστά σε μεγάλες ταξικές, πολιτικές και εκλογικές μάχες βρίσκεται ο κόσμος της εργασίας, καθώς το μαύρο μπλοκ του κεφαλαίου προχωρά σε εμβάθυνση και συνέχεια της ιστορικών διαστάσεων επίθεσης ενάντια στα δικαιώματα, στο παρόν και στο μέλλον της εργατικής τάξης και των υπό εκμετάλλευση φτωχών λαϊκών στρωμάτων.
Τα καθήκοντα του κινήματος και της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, όπως διαμορφώνονται ειδικά μετά την ψήφιση της νέας Δανειακής Σύμβασης και του Μνημονίου 2 και την δρομολόγηση των βουλευτικών εκλογών, συζητήθηκαν στην πρόσφατη συνεδρίαση της Πολιτικής Επιτροπής του Νέου Αριστερού Ρεύματος (η Απόφαση στην ιστοσελίδα του ΝΑΡ www.narnet.gr).
Το ΝΑΡ αντιμετωπίζει τις επερχόμενες εκλογές όχι σαν ένα ξεκομμένο γεγονός, αλλά σαν κρίσιμη πλευρά της σκληρής ταξικής αναμέτρησης που έχει ξεσπάσει εδώ και δυόμισι χρόνια στην Ελλάδα. Κεντρικός στόχος της Ιερής Συμμαχίας ΕΕ – ΔΝΤ – πολυεθνικών πολυκλαδικών μονοπωλίων και ντόπιου κεφαλαίου είναι να εξασφαλίσουν συνθήκες «σταθερότητας», για να κλιμακωθεί η κανιβαλική επίθεση στους εργαζόμενους και να εδραιωθεί το νέο τυραννικό καθεστώς.
Το ότι η επιδρομή της ευρω-χούντας θα συνεχισθεί και μετά τις εκλογές δεν το κρύβουν ούτε τα στελέχη της. Η Π.Ε. του ΝΑΡ δίνει μια πιο συνολική εικόνα: «Η νέα «δανειακή Σύμβαση» είναι σε απόλυτη συνάφεια με τις οδηγίες της ΕΕ. Αποτελεί ένα μανιφέστο διαρκούς πραξικοπήματος του κεφαλαίου ενάντια στην εργατική τάξη και τον λαό για την συντριβή των δικαιωμάτων του, για την παράδοση των πάντων στην δικτατορία της αγοράς προκειμένου να δυναμώσει το επιχειρηματικό κέρδος και να ξεπεράσει ο καπιταλισμός την κρίση του». Δεν πρόκειται για ελληνική εξαίρεση, παρότι στη χώρα μας η επίθεση εξελίσσεται με εξαιρετικά άγριο και «ακραίο» (να τα πραγματικά «άκρα») τρόπο: «Η τάση για μια στροφή διαρκείας στη συνολική αντεπανάσταση σε βάρος της εργασίας, για συνολική κοινωνική βαρβαρότητα, δεν είναι απλά μια πολιτική επιλογή των κυρίαρχων κύκλων ή κάποιο αυτόματο αποτέλεσμα των αρνητικών συσχετισμών. Αποτελεί την ουσιαστική, θεμελιώδη και αναγκαία πλευρά των κυρίαρχων χαρακτηριστικών της σύγχρονης καπιταλιστικής κοινωνίας. Τάση που θα προωθείται μέσα από διαφορετικές ιστορικές «τακτικές» και πολιτικές ανάλογα με τις καμπές της ταξικής πάλης». Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο η απάντηση στην επίθεση δεν μπορεί παρά να είναι από θέσεις «αντικαπιταλιστικής ανατροπής της επίθεσης, για να ανοίξει ο δρόμος για την επανάσταση, την εργατική δημοκρατία – εξουσία και την πορεία προς την κομμουνιστική απελευθέρωση. Πρόκειται για μια απάντηση στρατηγικού χαρακτήρα, αφού τέτοια είναι και η επίθεση».
Η Απόφαση της Π.Ε. συνδέει άμεσα την κοινωνική αντεπανάσταση με τις αποφάσεις και τις κατευθύνσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης. «Οι αποφάσεις για το ‘’Δημοσιονομικό Σύμφωνο’’ και την ‘’Οικονομική διακυβέρνηση’’, συγκροτούν μια αντιδραστική τομή στη μέχρι τώρα καπιταλιστική - ιμπεριαλιστική ολοκλήρωση της Ε.Ε. Οι εξελίξεις αυτές διαλύουν και τις τελευταίες φιλο-Ε.Ε. αυταπάτες περί ‘’μεταρρύθμισης’’ ή ‘’επανίδρυσης’’ της Ε.Ε.! Υποχρεώνουν όλες τις μαχόμενες δυνάμεις του κινήματος και της Αριστεράς να συνδέουν βαθύτερα τον αγώνα για ψωμί, πραγματική δημοκρατία και λαϊκή κυριαρχία με το «έξω από το ευρώ» και, κυρίως, με το «έξω από την Ε.Ε.». Με οξύτατο, πλέον, τρόπο αποκαλύπτεται πως η συνολική θέση κατά της Ε.Ε. αποτελεί «Λυδία λίθο» για κάθε αριστερή πρόταση, για κάθε αριστερή δύναμη!».
Αποκαλυπτική είναι η τοποθέτηση της Π.Ε. και για την «ανάπτυξη» που ευαγγελίζονται Σαμαράς και Βενιζέλος. Αυτή την ανάπτυξη «προωθεί η Ομάδα Κρούσης του Ράιχενμπαχ με κονδύλια του ΕΣΠΑ, εκφράζεται από την διατυπωμένη στρατηγική του ΣΕΒ, των τραπεζιτών και εφοπλιστών για την 'Ελλάδα μετά το μνημόνιο', με την ιδιωτικοποίηση και την παράδοση του ορυκτού, ενεργειακού, υδατικού πλούτου στους ντόπιους και ξένους πολυκλαδικούς επιχειρηματικούς ομίλους. Με τη μετατροπή της χώρας σε μια Ειδική Οικονομική Ζώνη, με εργασιακά δεδομένα κινέζικου επιπέδου και ουσιαστική κατάργηση κάθε εργατικού δικαιώματος συλλογικής διεκδίκησης, κάθε πλευράς των δημοκρατικών ελευθεριών».
Πάνω σε αυτή τη βάση «αναπτύσσονται έντονες φυγόκεντρες δυνάμεις από τα κόμματα της συγκυβέρνησης, ενώ η κρίση εκπροσώπησης του αστικού πολιτικού συστήματος έχει λάβει εκρηκτικές διαστάσεις. Η τελική δρομολόγηση των εκλογών γίνεται σε μια προσπάθεια να εκτονωθεί αυτή η δυναμική, να ελεγχθεί και ενσωματωθεί σε κοινοβουλευτικό επίπεδο η εργατική και λαϊκή δυσαρέσκεια, να γίνει προσπάθεια να αναβαπτισθεί (έστω και σε χαμηλότερο εκλογικό ποσοστό και σε αριθμό εδρών) το μαύρο μέτωπο, έτσι ώστε να υλοποιήσει τα μέτρα. Οι επερχόμενες εκλογές θα είναι κυριολεκτικά εκλογές ωμών και βίαιων εκβιασμών και πρωτοφανούς προπαγάνδας», εκτιμά η Απόφαση.
«Θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν από τις πιο κρίσιμες εκλογικές αναμετρήσεις της μεταπολεμικής περιόδου». Σημειώνεται βεβαίως ότι η πολιτική αστάθεια θα συνεχιστεί και μετά απ’ αυτές, μπορεί μάλιστα να οξυνθεί και να ενταθεί.
«Τι κρίνεται σε αυτές τις εκλογές;- Είτε θα ανασυγκροτηθούν και θα αποκτήσουν μια ‘’σταθερή κυβέρνηση’’ οι δυνάμεις των αλλεπάλληλων και ανελέητων Μνημονίων, της Ευρωχούντας, των «δανειστών» και του κεφαλαίου για να οδηγήσουν αμέσως μετά τις εκλογές τον λαό σε νέα πρωτοφανή φτώχια και δυστυχία. Είτε θα ενισχυθούν οι δυνάμεις της ανατροπής της επίθεσης, αυτές που αντιπαλεύουν αποφασιστικά και σε όλη τη γραμμή του μετώπου την πολιτική του ξένου και ντόπιου κεφαλαίου και της ΕΕ, έτσι ώστε αμέσως μετά τις εκλογές ο εργαζόμενος λαός και το μαζικό – εργατικό κίνημα, από πολύ καλύτερες θέσεις, να αντεπιτεθεί για να αποτινάξει τη νέα τυραννία», τονίζει το ΝΑΡ.
Το δίλημμα που τίθεται είναι «συνέχιση της άγριας καταστροφικής επίθεσης ή ανατροπή της προς όφελος των εργαζομένων και του λαού για την απελευθέρωση από τα δεσμά και το τυραννικό καθεστώς του μαύρου μετώπου, της ΕΕ και του κεφαλαίου». Η «πολιτική σταθερότητα» που επιδιώκει το «μαύρο μέτωπο» και η τρόικα είναι ο δρόμος για την χωρίς όρια επίθεση και την ξεχέρσωμα των πάντων. «Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι η δύναμη εκείνη που εκφράζει με τον πιο ολοκληρωμένο, πιο συνεπή και πιο στρατηγικό τρόπο τη γραμμή της ανατροπής μέχρι τέλους και γι΄ αυτό πρέπει να ενισχυθεί αποφασιστικά», υπογραμμίζεται.
Απαντώντας ανατρεπτικά στο δίλημμα των εκλογών θα παρέμβει η αντικαπιταλιστική – επαναστατική και σύγχρονα κομμουνιστική Αριστερά «από τη σκοπιά της αναγκαίας τομής για ένα νικηφόρο κίνημα ανατροπής, για να δυναμώσει το αντικαπιταλιστικό αριστερό ρεύμα και να εμφανιστεί (πολιτικά κι εκλογικά) ως μια αυτοτελής και ανερχόμενη πολιτική δύναμη, που δρα προς όφελος του εργατικού κινήματος και του μαχόμενου λαού».
Δεν υπάρχουν αυταπάτες. «Έχουμε συνείδηση και αναδεικνύουμε την αντιδραστική μετάλλαξη, σε κατεύθυνση κεφαλαιοκρατικής τυραννίας και κοινοβουλευτικού ολοκληρωτισμού, του πολιτικού συστήματος, σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο, ειδικά με τις τελευταίες απολυταρχικές εξελίξεις στην ΕΕ. Ο αστικός κοινοβουλευτισμός αποδείχθηκε φύλλο συκής για να περάσουν οι προειλημμένες αποφάσεις του κεφαλαίου, ΕΕ, ΔΝΤ. Παρόλα αυτά οι αποφάσεις αυτές έπρεπε να περάσουν από τη βουλή για να αποκτήσουν μια στοιχειώδη νομιμοποίηση. Δεν συμμετέχουμε στις εκλογές για να ανατρέψουμε την επίθεση μέσω του κοινοβουλίου ή μέσω μιας κεντροαριστερής – αντιμνημονιακής κυβέρνησης, όπως προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ. Ούτε για να καταγράψουμε τη δύναμή μας και περισσότερες έδρες για το κόμμα, όπως το ΚΚΕ», αλλά για να ενισχυθεί η δυναμική του κινήματος, ενός αγωνιστικού μετώπου ρήξης και ανατροπής και μιας μετωπικής αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, αναγκαία όπλα για μια νικηφόρα αντεπίθεση.
Στη συνεδρίαση της Πολιτικής Επιτροπής καταγράφηκαν οι αυξημένες δυνατότητες, που διαμορφώνονται για συσπείρωση και συμπόρευση – συνεργασία με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ευρύτερων κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων που αποδεσμεύονται, ριζοσπαστικοποιούνται και αναζητούν μάχιμες απαντήσεις. Αγωνιστές της κομμουνιστικής Αριστεράς που συγκινούνται από την λογική της αντικαπιταλιστικής πάλης και της κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης. Κόσμος που θέλει μια ξεκάθαρη τοποθέτηση στα ζητήματα της διαγραφής του χρέους και της εξόδου από ευρώ – ΕΕ, ενός άλλου δρόμου ανατροπής, ειδικά μέσα στο χώρο της Αριστεράς, αλλά και ευρύτερα. Εργαζόμενοι και αγωνιστές του εργατικού κινήματος, που αντιστέκονται στον εργασιακό Μεσαίωνα και αναζητούν ένα άλλο ανατρεπτικό εργατικό κίνημα. Νέοι, που αγωνιούν για να έρθουν στο προσκήνιο οι ανάγκες και τα όνειρα της νεολαίας. Συνολικά κόσμος που έχει μπουχτίσει από την κυρίαρχη επίσημη πολιτική της υποκρισίας και της αντιλαϊκής – αντεργατικής λαίλαπας.
Από τη σκοπιά αυτή, το ΝΑΡ υπογραμμίζει ότι η αναγκαία παρέμβαση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στη μάχη των εκλογών δεν πρέπει να γίνει με ένα τυπικό, κοινότοπο τρόπο, αλλά πρέπει να εκφραστεί σε ένα «ανοικτό κάλεσμα σε πολιτική και εκλογική συστράτευση, στη βάση του αναγκαίου αντικαπιταλιστικού προγράμματος για την ανατροπή της επίθεσης. Πρέπει να απευθυνθεί με θάρρος και πρωτοφανή τόλμη σε όλες τις κοινωνικές και πολιτικές τάσεις, τους αγωνιστές και τις ομάδες, του εργατικού, λαϊκού, νεολαιίστικου κινήματος, της μαχόμενης Αριστεράς για συμπόρευση μαζί της». Μια συμπόρευση που θα εμπλουτίζει, θα ενισχύει και δεν θα αδυνατίζει το αναγκαίο σήμερα περιεχόμενο, αλλά που θα δίνει χώρο και λόγο σε όσους ανταποκριθούν στην κοινή προσπάθεια, χωρίς να ταυτίζονται με όλο το πρόγραμμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Γιατί, όπως σημειώνει και η απόφαση της Π.Ε. ήρθε η ώρα για μια μεγάλη ΑΝΤΑΡΣΙΑ σε όσους κλέβουν τη ζωή μας, για τη λευτεριά από την τυραννία συγκυβέρνησης – ΕΕ – ΔΝΤ – κεφαλαίου
πηγή: Εφημερίδα ΠΡΙΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου