του Σπύρου Μαρκέτου
Ματιές στην ιστορία και την προοπτική του Κομμουνιστικού κινήματος, με αφορμή τα είκοσι χρόνια από τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης.
Θυμάμαι πολύ καθαρά τη μέρα που διαλύθηκε η ΕΣΣΔ. Τέτοιες ημέρες μένουν χαραγμένες στη μνήμη όλων. Κάνεις κάτι απλό, καθημερινό, και τυχαία προσέχεις ότι στην οθόνη του σαλονιού συμβαίνει κάτι ασυνήθιστο· κοιτάζεις λίγο καλύτερα, και διαπιστώνεις ότι ο κόσμος όπως τον ήξερες έχει χαθεί κάτω από τα πόδια σου. Η Σοβιετική Ένωση δεν υπάρχει πια. Η Νέα Υόρκη χτυπήθηκε από άγνωστους τρομοκράτες. Τίποτε δεν θα μείνει όπως ήταν μέχρι χτες, βεβαιώνουν έκθαμβοι οι τηλεσχολιαστές. Ο ιστορικός συνήθως είναι πιο επιφυλακτικός. Ξέρει ότι το νόημα τέτοιων γεγονότων δεν είναι εκείνο που μοιάζει σε πρώτη ανάγνωση.
Τη μέρα που καρφωθήκαμε πάντως μπροστά στην τηλεόραση με τις εικόνες από το Κρεμλίνο, τρεις φίλοι με πολιτική παιδεία που κυμαινόταν από αναρχική ως τροτσκιστική, οι δυο μας ιστορικοί, δεν είχαμε αμφιβολία ότι ο κόσμος είχε αλλάξει. Κανείς μας δεν συμπαθούσε το σοβιετικό καθεστώς, αλλά όλοι νιώθαμε ότι άρχιζαν δύσκολοι καιροί για τα αριστερά κινήματα. Μερικά χρόνια αργότερα ο ένας από τους τρεις, που ήταν και ο πιο δραστήριος πολιτικά, αυτοκτόνησε. Καθυστερημένα αποδείχτηκε ότι εκείνη η μέρα των Χριστουγέννων του 1991 τον είχε πληγώσει πιο βαθειά απ’ όσο ήθελε να παραδεχτεί. Αμέτρητοι άλλοι λύγισαν για τον ίδιο λόγο. Ενώ αρκετά καθήκια που διαφεντεύουν έκτοτε Ελλάδα κι Ευρώπη, και είχαν δει την αριστερά σαν καριέρα κι όχι σαν αγώνα, αλλά ευνοούνταν από το εξουσιαστικό ήθος και τις οργανωτικές παραδόσεις του δήθεν δημοκρατικού συγκεντρωτισμού, βρήκαν την ίδια μέρα ευκαιρία να μεταμφιέσουν ιδεολογικά την κυνική ιδιοτέλειά τους σε ρεαλισμό, αν όχι σε γενναία αποδοχή μιας τραγικής μοίρας. Σήμερα τρέμουν βλέποντας τη βασιλεία τους να τελειώνει. Είκοσι χρόνια όμως έτρωγαν καλά.
Η ελληνική διανόηση δεν άργησε να βγάλει τα απαραίτητα συμπεράσματα. Το πιο προικισμένο και ριζοσπαστικό της κομμάτι περιθωριοποιήθηκε· οι υπόλοιποι, τελειοποιώντας τις τεχνικές της προληπτικής συμμόρφωσης, μονώθηκαν αποτελεσματικά από τη σύγχρονη αριστερή σκέψη, εντελώς ανεδαφική πια για όσους δεν είχαν πρόβλημα επιβίωσης ή θεμελιώδεις διαφωνίες με το καθεστώς. Με τις ευλογίες της Αυγής (και τα ξορκίσματα του Ρίζου, που ποτέ του δεν καλόβλεπε τους κουλτουριάρηδες), φτωχοδιάβολοι που είχαν αναδειχθεί πασαλείβοντας Αλτουσέρ και Γκράμσι ανακάλυψαν τις αρετές του μεταμοντέρνου και τη γοητεία του εκσυγχρονισμού. Αυτοδικαιολογούνταν δείχνοντάς μας τους ημιάγριους: οι ταγοί του έθνους -η νταβραντισμένη Ακαδημία Αθηνών, η εκκλησία, οι κομματάρχες- έβαζαν κοπυράιτ σε ονόματα και πουλούσαν τσαμπουκά στις γειτόνισσες. Ο χειρότερος ανάμεσά τους όμως γίνεται όπου να ’ναι πρωθυπουργός, χάρη στην αφωνία των κάποτε λαλίστατων διανοούμενων και τη σύγχυση των αυτιστικών ηγεσιών της κοινοβουλευτικής αριστεράς.
Ο κατήφορος δεν σταματούσε. Η ανεκδιήγητη θεωρία ενός νέο-συντηρητικού αμερικανού υπάλληλου, περί τέλους της ιστορίας, αναλύθηκε εμπεριστατωμένα και πανηγυρίστηκε από τους ίδιους πανεπιστημιακούς και δημοσιογράφους που επισείουν σήμερα τις εφτά πληγές του φαραώ αν τυχόν κλωτσήσουμε το ευρώ και σβήσουμε το χρέος. Σ’ όλο τον κόσμο των διανοούμενων, μονάχα κάποιοι προϊστορικοί δεινόσαυροι διατηρούσαν την ψυχραιμία και την οξυδέρκειά τους, εκείνες τις ημέρες των σκληρών πρακτικών διλημμάτων και της ιδεολογικής αναμπουμπούλας· δεν μνημονεύονταν συχνά από την επίσημη αριστερά, αλλά υπήρχαν.
Ο Ντέηβιντ Χάρβεϋ, για παράδειγμα, τόνιζε πως ο καπιταλισμός παρέμενε ασταθής κι επιρρεπής σε κρίσεις. Ο Λήο Πάνιτς και ο Ραλφ Μίλιμπαντ επέμεναν, από τις σελίδες μιας ιστορικής επιθεώρησης της Νέας Αριστεράς, του Socialist Register, ότι ο καπιταλισμός μόνο βραχυπρόθεσμα θα ξεπερνούσε την κρίση του, και η εδραίωσή του στις χώρες του σοβιετικού συνασπισμού δεν θα γινόταν με δημοκρατικούς όρους. Αλλά πιο θρασύς απ’ όλους ήταν, όπως θα δούμε στη συνέχεια, ο Ιμμάνουελ Βαλλερστάιν.
Ο Βαλλερστάιν ήταν περίφημος και θεσμικά ισχυρός ιστορικός κοινωνιολόγος (σύντομα θ’ αναλάμβανε πρόεδρος της Παγκόσμιας Κοινωνιολογικής Εταιρείας), και συνάμα ριζοσπάστης από τα γεννοφάσκια του. Στον ίδιο τόμο του Socialist Register δημοσίευσε ένα άρθρο, που για πολλούς επιβεβαίωσε τις υποψίες ότι είχε σαλτάρει από τη στεναχώρια του. Ο τίτλος ήταν προκλητικός: «Η κατάρρευση του φιλελευθερισμού». Ακόμη πιο εξοργιστικό ήταν το περιεχόμενό του.
Η πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, δήλωνε ο Βαλλερστάιν, δεν σήμαινε το τέλος του σοσιαλισμού, αλλά το τέλος του φιλελευθερισμού. Στην περίοδο οξυμένων συγκρούσεων, που ερχόταν, ο καπιταλισμός θα στερούνταν το βασικό ιδεολογικό του εργαλείο, τον φιλελευθερισμό. Κεντρική ιδέα του άρθρου ήταν ότι το 1991 ολοκληρώθηκε η αποκαθήλωση του φιλελευθερισμού από τη θέση της ηγεμονικής ιδεολογίας, την οποία κατείχε από το 1848.
Επί εκατόν είκοσι χρόνια, σχηματικά από το 1848 ως το 1968, τόσο οι αριστεροί ριζοσπάστες όσο και οι δεξιοί συντηρητικοί προσάρμοζαν τα πολιτικά τους σχέδια στις ιδέες του κεντρώου φιλελευθερισμού, βοηθώντας έτσι να στερεωθεί ο καπιταλισμός ως παγκόσμιο σύστημα. Μετά το 1991 όμως, προφήτευε ο Βαλλερστάιν, η αριστερά θα ξαναγινόταν αριστερά και η δεξιά θα ξαναγινόταν δεξιά, ενώ η έκβαση της σύγκρουσης που θ’ ακολουθούσε, μιας παγκόσμιας σύγκρουσης που θα διαρκούσε δεκαετίες, θα όριζε αν τον καπιταλισμό θα διαδεχόταν ένα νέο σύστημα που θα συγκέντρωνε τα δικά του κακά και τα κακά των προηγούμενων, ή ένα άλλο σύστημα δημοκρατικό κι εξισωτικό. Τούτη η απρόγνωστης έκβασης μάχη μεταξύ ριζοσπαστικής αριστεράς και αντιδραστικής δεξιάς θα ήταν το κεντρικό πολιτικό δεδομένο των ερχόμενων δεκαετιών.
Ήταν σίγουρα αυθάδεια, να λες ότι ο Στάλιν και ο Μάο εφάρμοζαν στην πραγματικότητα το πρόγραμμα του φιλελευθερισμού, αλλά μήπως δεν ενίσχυε αυτή την ιδέα η τόσο εύκολη μετάλλαξη των καθεστώτων τους σε καπιταλιστικά; Σε κάθε περίπτωση, ο Βαλλερστάιν στήριζε τις απόψεις του σε μια συνολική ανάλυση του καπιταλιστικού κοσμοσυστήματος, όπως το λέει, από το 1500, όπου τοποθετούσε τη γέννησή του, ως τον ύστερο εικοστό αιώνα, που ήταν η εποχή της αποσταθεροποίησής του. Είχε ήδη δημοσιεύσει τους τρεις πρώτους τόμους του μεγάλου έργου του, Το καπιταλιστικό κοσμοσύστημα, ενώ ο τέταρτος, που κυκλοφόρησε μόλις το καλοκαίρι του 2011, αναλύει τη δημιουργία της φιλελεύθερης καπιταλιστικής γαιοκουλτούρας, όπως την ονομάζει, από τη Γαλλική Επανάσταση ως τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτής δηλαδή που εξαρθρώθηκε το 1968 και κατέρρευσε το 1991. Σ’ όλο το ενδιάμεσο διάστημα, «κάτω από το προσωπείο των τριών ιδεολογιών που συγκρούονταν μεταξύ τους, στην πραγματικότητα είχαμε μόνο μια, τη συντριπτικά κυρίαρχη ιδεολογία του φιλελευθερισμού» (Immanuel Wallerstein, «Η κατάρρευση του φιλελευθερισμού» [1992], συμπεριλαμβάνεται στο Immanuel Wallerstein, Σύγκρουση πολιτισμών; Η μεγάλη εικόνα και το μελλοντικό σύστημα, Θύραθεν, Θεσσαλονίκη 2011).
Ποιά ήταν, τώρα, τα κύρια χαρακτηριστικά του φιλελευθερισμού που κατέρρευσε μαζί με την ΕΣΣΔ; Η ιδεολογία αυτή πρώτα πρώτα πίστευε στην Πρόοδο, με κεφαλαίο Π, η οποία θα ήταν πιο αργή βέβαια απ’ όσο ήθελε η αριστερά, αλλά αδήριτη. Πίστευε επίσης στη Μεταρρύθμιση, που θα γιάτρευε τις αρρώστιες της καπιταλιστικής συσσώρευσης, κι επίσης, ό,τι και αν έλεγε στη θεωρία, πρακτικά πίστευε στο Κράτος, που θα εφάρμοζε τις μεταρρυθμίσεις. Το θεμελιώδες κοινωνικό πρόβλημα στο οποίο απαντούσε ο φιλελευθερισμός ήταν η, απαραίτητη για τη σταθερότητα του όλου συστήματος, ενσωμάτωση της εργατικής τάξης. Η Μεταρρύθμιση θα νομιμοποιούσε την κυριαρχία που νωρίτερα εδραζόταν στη δύναμη. Πώς; Με δυο τρόπους. Δίνοντας στους εργάτες δικαίωμα ψήφου, αλλά προσέχοντας ώστε η ψήφος να μη μπορεί ν’ αλλάξει πολλά. Και παραχωρώντας τους κομμάτια της παγκόσμιας υπεραξίας, αλλά φροντίζοντας ώστε να συνεχίσουν να την καρπώνονται κυρίως οι καπιταλιστές, και να μη θίγεται το σύστημα της συσσώρευσης. Το 1991 φάνηκαν τα όρια τούτης της στρατηγικής.
Στη δεξιά κυριάρχησαν λοιπόν μετά το 1848 οι ‘φωτισμένοι συντηρητικοί’, ενώ στους σοσιαλιστές η ‘μεταρρυθμιστική αριστερά’. Ως τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο στις βιομηχανικές κοινωνίες η διαμάχη είχε γίνει ‘φιλελεύθεροι συντηρητικοί εναντίον φιλελεύθερων σοσιαλιστών’, ενώ μετά τη Ρωσική Επανάσταση επιδιώχθηκε με ανάλογο τρόπο να ενσωματωθούν οι κυριότερες χώρες της περιφέρειας. Η αρχή της εθνικής αυτοδιάθεσης, που κήρυξαν το 1917 ο αμερικανός πρόεδρος Ουίλσον και ο Λένιν, αντιστοιχούσε δομικά, σε παγκόσμια κλίμακα, στην αρχή της καθολικής ψηφοφορίας σε εθνική κλίμακα. Το κράτος προνοίας και η οικονομική της ανάπτυξης συμπλήρωναν σ’ εθνική και παγκόσμια κλίμακα αυτές τις δυο αρχές.
Το πρόγραμμα του Στάλιν, «Σοσιαλισμός σε μια μόνο χώρα», που ήταν βέβαια και πρόγραμμα των διαδόχων του μέχρι τον Γκορμπατσώφ, σήμαινε πρακτικά ενσωμάτωση στο κοσμοσύστημα της ΕΣΣΔ ως μεγάλης δύναμης. Την ίδια λογική ακολούθησαν, προτάσσοντας την εθνική οικονομική ανάπτυξη και τη γοργή εκβιομηχάνιση, τα αντιιμπεριαλιστικά κινήματα. Οι σοσιαλιστές, που είχαν νωρίτερα προωθήσει στις ζώνες του πυρήνα το φιλελεύθερο πρόγραμμα εξημέρωσης των εργατικών τάξεων μέσα από το δικαίωμα ψήφου και το κράτος προνοίας, προώθησαν και το φιλελεύθερο πρόγραμμα σε παγκόσμια κλίμακα, δηλαδή την εξημέρωση του Νότου.
Η «δεύτερη παγκόσμια επανάσταση» όμως, του 1968, μεταμόρφωσε τις ιδεολογικές στρατηγικές της καπιταλιστικής κοσμοοικονομίας όπως και η πρώτη, του 1848. Αμφισβητώντας την ιστορική μεταμόρφωση του σοσιαλισμού σε φιλελεύθερο σοσιαλισμό, οι επαναστάτες κατέλυσαν τη φιλελεύθερη συναίνεση. Το 1968 η νέα αριστερά έπληξε την πολιτισμική ηγεμονία που τα κυρίαρχα στρώματα όλου του κόσμου είχαν, με μεγάλη επιμέλεια, στήσει μετά το 1848. Η αποσύνθεση των ‘φιλελεύθερων σοσιαλιστικών καθεστώτων’, όπως τα χαρακτηρίζει ο Βαλλερστάιν, αποτύπωνε λοιπόν τη διάβρωση της φιλελεύθερης συναίνεσης στ’ αριστερά. Το αληθινό νόημα της κατάρρευσής τους ήταν:
«η οριστική κατάρρευση του φιλελευθερισμού ως ηγεμονικής ιδεολογίας. Αν δεν πιστεύει ο κόσμος στην υπόσχεσή της, τότε δεν μπορεί ν’ αποκτήσει ανθεκτική νομιμοποίηση το καπιταλιστικό κοσμοσύστημα. Οι τελευταίοι σοβαροί πιστοί της υπόσχεσης του φιλελευθερισμού ήταν τα παλιού τύπου κομμουνιστικά κόμματα στο τέως κομμουνιστικό μπλοκ. Χωρίς αυτά να συνεχίζουν τούτη τη λειτουργία τους, τα κυρίαρχα στρώματα όλου του κόσμου χάνουν την τελευταία τους δυνατότητα να ελέγχουν τις εργατικές τάξεις όλου του κόσμου με άλλο μέσο εκτός από τη βία. Η συναίνεση χάθηκε -και η συναίνεση χάθηκε επειδή η εξαγορά σταμάτησε. Αλλά με τη βία από μόνη της, όπως ξέρουμε τουλάχιστον από τον καιρό του Μακιαβέλι, δεν επιβιώνει πολύ καιρό μια πολιτική δομή».
Εκτίμηση που μάλλον επαληθεύτηκε στην εικοσαετία που μεσολάβησε από το 1992.
Ή μήπως όχι;
Το άρθρο δημοσιεύεται στο περιοδικό Αναιρέσεις #17 που κυκλοφορεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου