«Κάνουμε καλό ζέσταμα, γιατί είδατε τι έγινε την προηγούμενη φορά…
ένα παιδί στραμπούλιξε το πόδι του και την άλλη μέρα έχασε το
μεροκάματο στη δουλειά». Η φωνή του προπονητή δεν θυμίζει σε τίποτα
προετοιμασία εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου πριν από διεθνή διοργάνωση. Η
«τεχνική ηγεσία» της συγκεκριμένης ομάδας, όμως, άνθρωποι δηλαδή όπως ο
προπονητής Σέργιος Μήλης και ο Γιάννης Πετρόπουλος, δεν δείχνουν να
ενδιαφέρονται και τόσο για τις συνθήκες στον αγωνιστικό χώρο. Είναι η
ζούγκλα της ελληνικής κοινωνίας, από την οποία προσπαθούν να
προστατεύσουν τους παίκτες τους.
Ηταν Κυριακή βράδυ σε ένα γηπεδάκι στο Ρουφ και η εθνική Ελλάδας αστέγων προετοιμαζόταν για το επερχόμενο παγκόσμιο πρωτάθλημα, στο Ρίο ντε Τζανέιρο της Βραζιλίας. Στην προπόνηση, όπως κάθε Κυριακή, συμμετείχαν περίπου 45 άτομα. Από αυτούς, μια μικρή ομάδα οχτώ αθλητών είχε ήδη επιλεγεί για το μεγάλο ταξίδι. «Δεν επιλέγουμε αναγκαστικά τους καλύτερους γκολτζήδες», μου εξηγούσε ο Χρήστος Αλεφάντης - η ψυχή αυτής της προσπάθειας και ο άνθρωπος που ουσιαστικά έφερε στην Ελλάδα την ιδέα του πρωταθλήματος αστέγων. «Διαλέγουμε ανθρώπους που θα βοηθηθούν περισσότερο από αυτήν τη διαδικασία και έδειξαν συνέπεια στις προπονήσεις και τις άλλες εκδηλώσεις μας… Και αν καμιά φορά κάνουμε χαρούμενους τους αντιπάλους μας, δεν μας πειράζει - εμείς δεν πάμε για την Κούπα».
Για αρκετά από τα παιδιά της ομάδας αυτό το ταξίδι ήταν μια εμπειρία ζωής. Το ένιωθες καθώς περιμέναμε όλοι μαζί στην αίθουσα αναχωρήσεων του «Ελευθέριος Βενιζέλος». Κάθε ένας είχε μια μεγάλη ιστορία να σου διηγηθεί. Ιστορίες για ομάδες απεξάρτησης, ξενώνες αστέγων και «ζόρικες εμπειρίες», σε μια κοινωνία που φοράει συχνά το στοργικό της προσωπείο, αλλά πολύ σπάνια βοηθάει πραγματικά όσους βρεθούν για λίγο στο περιθώριο. «Αν με εκνευρίζει κάτι», μου έλεγε ο Γιώργος Μποζέκας από την ομάδα, «είναι η “φιλάνθρωπη” στάση ορισμένων σε μια κοινωνία όπου ο κοινωνικός αποκλεισμός αποτελεί τον κανόνα. Ολοι θα επιβραβεύσουν έναν πρεζάκια για την προσπάθεια που κάνει να καθαρίσει, αλλά κανένας δεν θα καθίσει να πιει έναν καφέ μαζί του».
Οι παλιές ιστορίες, όμως, ξεχνιούνται όταν οι διαιτητές κηρύσσουν την έναρξη των αγώνων στα δύο μικρά γήπεδα που έχουν στηθεί στην παραλία Κοπακαμπάνα του Ρίο. Όλα δείχνουν πλέον πολύ πιο σοβαρά και επαγγελματικά καθώς φορούν τις εμφανίσεις της εθνικής αστέγων με το σήμα του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου που εδώ και τρία χρόνια είναι ο κύριος υποστηρικτής αυτής της κοινωνικής και αθλητικής προσπάθειας. «Χωρίς μια τέτοια στήριξη αυτό το ταξίδι, που είναι πραγματικό «όνειρο» για τα παιδιά της ομάδας, δεν θα είχε γίνει ποτέ πραγματικότητα» μας λέει ο Χρήστος Αλεφάντης. Και αν το πρώτο ματς εξελίσσεται σε μια μικρή πανωλεθρία (όπως και αρκετά από αυτά που θα ακολουθήσουν), το ηθικό παραμένει ακμαιότατο. «Τι ώρα χάνουμε τον επόμενο αγώνα;» ρωτούσε γελώντας ο Γιάννης, ενώ ο Γιώργος πρότεινε να λάβουν προκαταβολικά ένα «βραβείο ήθους». Προς υποστήριξίν τους πρέπει να σημειωθεί ότι αρκετές από τις αντίπαλες ομάδες (όπως της Βραζιλίας) έπαιζαν σχεδόν επαγγελματικό ποδόσφαιρο και θα μπορούσαν να δυσκολέψουν ακόμη και τις καλύτερες ομάδες του ελληνικού πρωταθλήματος. Μόλις πριν από ένα χρόνο, άλλωστε, ο Πορτογάλος παίκτης Τιάγκο Κορεΐα (Μπέμπε), ο οποίος είχε λάβει πρόσκληση να παίξει στην εθνική αστέγων Πορτογαλίας, υπέγραψε τελικά συμβόλαιο... με τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Η μάχη, λοιπόν, ήταν εξαρχής άνιση
Εξω από τα γήπεδα, το Ρίο ντε Τζανέιρο ζούσε στους δικούς του ρυθμούς. Απέμεναν λίγες μόνον ημέρες από τον πρώτο γύρο των προεδρικών και βουλευτικών εκλογών και η Κοπακαμπάνα ήταν γεμάτη από ανθρώπους ντυμένους σαν προεκλογικά περίπτερα. Φορούσαν πλακάτ με φωτογραφίες των υποψηφίων, κουνούσαν τεράστιες κομματικές σημαίες και ορισμένοι διέσχιζαν μονότονα το δρόμο με ποδήλατα και σκέιτμπορντ βαμμένοι στα χρώματα κάποιας παράταξης. Φανατικοί οπαδοί; Οχι. Για μια πενιχρή αμοιβή, γύρω στα 25 ευρώ την εβδομάδα, περνούσαν τη μέρα τους κραδαίνοντας αφίσες και σημαίες κομμάτων κάτω από ήλιο και βροχή. «Στις φαβέλες», μας εξήγησε αργότερα η Γκλάουσε Αρζούα, από τo βραζιλιάνικο τμήμα της οργάνωσης Action Aid, «αρκετοί κάτοικοι αναγκάζονται να νοικιάσουν τους τοίχους των σπιτιών τους για αφισοκόλληση ακόμη και αν σιχαίνονται τους υποψηφίους. Οσο για τους ίδιους τους υποψηφίους, γνωρίζουν πολύ καλά ότι είναι ανεπιθύμητοι στις περισσότερες παραγκουπόλεις. Σχεδόν κανένας δεν θέλει να γνωρίσει από κοντά το μίσος που τρέφουν γι’ αυτούς οι κολασμένοι του σύγχρονου βραζιλιάνικου ονείρου».
Το Ρίο είναι ένα σχολείο για τον πλούτο και τη φτώχεια και τα παιδιά της εθνικής αστέγων είχαν αρκετές ημέρες στη διάθεσή τους για να δουν τι κρύβεται κάτω από τη λαμπερή βιτρίνα του. Οπως λόγου χάριν την ημέρα που επισκέφτηκαν την παραλία της Ιπανέμα για μια σύντομη βουτιά ανάμεσα στους αγώνες. Πίσω από την πιο κοσμοπολίτικη πλαζ της πόλης, με τα ανοιχτά γυμναστήρια, τους καλογραμμωμένους νεαρούς και τις ευειδείς νεαρές, κρέμεται μια φαβέλα γαντζωμένη σε έναν μεγάλο βράχο. «Καταλαβαίνω ότι η κατάσταση εδώ είναι πολύ πιο άγρια», θα μου πει μερικές ημέρες αργότερα ο Γιώργος Παπαφιλίππου - ο «ψηλός» της ομάδας. «Η ελληνική κοινωνία είναι λίγο πιο ανθρώπινη… Εδώ όμως μπορείς να διακρίνεις την απόγνωση στα μάτια των φτωχών».
Ολα τα μέλη της εθνικής αστέγων έχουν μια μοναδική ικανότητα να αναγνωρίζουν τις δυσκολίες που έχουν περάσει οι άνθρωποι δίπλα τους. Οταν οι υπόλοιποι βλέπαμε χαρούμενες ομάδες να γιορτάζουν στην παραλία της Κοπακαμπάνα, αυτοί έβλεπαν σημάδια μιας δύσκολης ζωής. «Κοιτάζεις τους παίκτες από τις ΗΠΑ, τη Γερμανία ή τον Καναδά, και διαβάζεις από τα σημάδια πάνω τους ότι έχουν περάσει άσχημες καταστάσεις», μου εξηγούσε ο Γιώργος Μποζέκας.
Δεν χρειαζόταν βέβαια να ταξιδέψουν μέχρι την άλλη άκρη του κόσμου για να μάθουν να αποκρυπτογραφούν τα πρόσωπα. Οι προπονήσεις της εθνικής Ελλάδας αστέγων είναι ανοιχτές και σε πρόσφυγες και δεκάδες άνθρωποι, που προέρχονται από κάθε γωνιά του πλανήτη, μαζεύονται κάθε Κυριακή για να παίξουν μπάλα. «Οι πρόσφυγες είναι αποκλεισμένοι από όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής και φυσικά και τον αθλητισμό, και γι’ αυτούς είναι πολύ σημαντικό να έρχονται», μας λέει ο Χρήστος Αλεφάντης. Παρ’ όλα αυτά, οι προπονήσεις δεν εξασφαλίζουν για τους μετανάστες το πολυπόθητο εισιτήριο για τις αποστολές της ομάδας στο εξωτερικό. Η έκδοση διαβατηρίων είναι συχνά ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο και κανένας δεν διακινδυνεύει να βρεθεί έξω από τη χώρα για την οποία έδωσε τόσους αγώνες για να μπει. «Υπάρχουν παιδιά με ροζ κάρτα που ταλαιπωρούνται από τις Αρχές και άλλα που ίσως να μην έχουν ούτε και αυτή», εξηγεί ο Χρήστος.
Ελληνες αθλητές που έφτασαν στο Ρίο εκφράζουν πικρία για τους μετανάστες που δεν κατάφεραν να ταξιδέψουν μαζί τους. «Υπήρχαν δύο ξένοι παίκτες πολύ πιο ικανοί από εμένα... που δεν είμαι και κανένας τρελός ποδοσφαιριστής», μου λέει γελώντας ο Γιώργος Μιχαλόπουλος. Ο ίδιος εξομολογείται πως οι επαφές που είχε στις προπονήσεις με πρόσφυγες άλλαξαν την αντίληψή του γι’ αυτούς. «Παλαιότερα», μου λέει, «τους είχα συνδυάσει στο μυαλό μου με τους ανθρώπους που πουλάνε ναρκωτικά και με άλλες μορφές παραβατικότητας και ας είχα νιώσει και εγώ το ρατσισμό όταν έζησα για μερικά χρόνια στην Ιταλία. Και σκέψου εγώ ήμουν και Ευρωπαίος». «Δεν είμαστε εθνική Ελλάδας, είμαστε εθνική αστέγων της Ελλάδας», σπεύδει να τον συμπληρώσει ο Ηλίας Παπαδόπουλος. «Αστεγος», μου λέει, «μπορεί να είναι και ένας μετανάστης. Περνάνε και αυτοί πολλά. Παίζουν τη ζωή τους κορόνα-γράμματα κάθε μέρα στο δρόμο και έτσι δημιουργείται και μια αίσθηση συμπόνιας ανάμεσά μας στις προπονήσεις».
Η ίδια αλληλεγγύη δημιουργήθηκε και στο Ρίο ανάμεσα σε παίκτες διαφορετικών χωρών. Κάθε εθνική αστέγων κουβαλούσε τις δικές της ιστορίες. Οι Καναδοί, που προέρχονταν, σχεδόν αποκλειστικά, από φυλές Ινδιάνων, οι Κενυάτες, πολλοί από τους οποίους δεν είχαν φύγει ποτέ από το χωριό τους κ.ο.κ. Ξεχωριστή θέση ανάμεσά τους είχε η εθνική αστέγων της Παλαιστίνης, που έκανε την παρθενική της εμφάνιση στη φετινή διοργάνωση. Αν οι παίκτες των υπόλοιπων ομάδων δεν είχαν σπίτι, αυτοί δεν είχαν και πατρίδα για να το χτίσουν - σχεδόν όλοι οι παίκτες άλλωστε προέρχονταν από καταυλισμούς προσφύγων στον Λίβανο.
Και αν κάποιοι έφυγαν ελαφρώς απογοητευμένοι από το παγκόσμιο πρωτάθλημα αστέγων, σίγουρα αυτοί δεν ήταν οι Ελληνες - και ας κατέλαβαν την 38η θέση μεταξύ των 43 ομάδων που διαγωνίστηκαν. «Μας αδίκησαν η διαιτησία και τα μεγάλα συμφέροντα», αστειεύεται ο Γιώργος. «Είμαστε οι καλύτεροι πελάτες των αντιπάλων μας», συμπληρώνει και ο Χρήστος. Και όμως, ήταν όλοι τους παιχτάρες… μα δεν αλλάζανε μπαλιές.
Ηταν Κυριακή βράδυ σε ένα γηπεδάκι στο Ρουφ και η εθνική Ελλάδας αστέγων προετοιμαζόταν για το επερχόμενο παγκόσμιο πρωτάθλημα, στο Ρίο ντε Τζανέιρο της Βραζιλίας. Στην προπόνηση, όπως κάθε Κυριακή, συμμετείχαν περίπου 45 άτομα. Από αυτούς, μια μικρή ομάδα οχτώ αθλητών είχε ήδη επιλεγεί για το μεγάλο ταξίδι. «Δεν επιλέγουμε αναγκαστικά τους καλύτερους γκολτζήδες», μου εξηγούσε ο Χρήστος Αλεφάντης - η ψυχή αυτής της προσπάθειας και ο άνθρωπος που ουσιαστικά έφερε στην Ελλάδα την ιδέα του πρωταθλήματος αστέγων. «Διαλέγουμε ανθρώπους που θα βοηθηθούν περισσότερο από αυτήν τη διαδικασία και έδειξαν συνέπεια στις προπονήσεις και τις άλλες εκδηλώσεις μας… Και αν καμιά φορά κάνουμε χαρούμενους τους αντιπάλους μας, δεν μας πειράζει - εμείς δεν πάμε για την Κούπα».
Για αρκετά από τα παιδιά της ομάδας αυτό το ταξίδι ήταν μια εμπειρία ζωής. Το ένιωθες καθώς περιμέναμε όλοι μαζί στην αίθουσα αναχωρήσεων του «Ελευθέριος Βενιζέλος». Κάθε ένας είχε μια μεγάλη ιστορία να σου διηγηθεί. Ιστορίες για ομάδες απεξάρτησης, ξενώνες αστέγων και «ζόρικες εμπειρίες», σε μια κοινωνία που φοράει συχνά το στοργικό της προσωπείο, αλλά πολύ σπάνια βοηθάει πραγματικά όσους βρεθούν για λίγο στο περιθώριο. «Αν με εκνευρίζει κάτι», μου έλεγε ο Γιώργος Μποζέκας από την ομάδα, «είναι η “φιλάνθρωπη” στάση ορισμένων σε μια κοινωνία όπου ο κοινωνικός αποκλεισμός αποτελεί τον κανόνα. Ολοι θα επιβραβεύσουν έναν πρεζάκια για την προσπάθεια που κάνει να καθαρίσει, αλλά κανένας δεν θα καθίσει να πιει έναν καφέ μαζί του».
Οι παλιές ιστορίες, όμως, ξεχνιούνται όταν οι διαιτητές κηρύσσουν την έναρξη των αγώνων στα δύο μικρά γήπεδα που έχουν στηθεί στην παραλία Κοπακαμπάνα του Ρίο. Όλα δείχνουν πλέον πολύ πιο σοβαρά και επαγγελματικά καθώς φορούν τις εμφανίσεις της εθνικής αστέγων με το σήμα του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου που εδώ και τρία χρόνια είναι ο κύριος υποστηρικτής αυτής της κοινωνικής και αθλητικής προσπάθειας. «Χωρίς μια τέτοια στήριξη αυτό το ταξίδι, που είναι πραγματικό «όνειρο» για τα παιδιά της ομάδας, δεν θα είχε γίνει ποτέ πραγματικότητα» μας λέει ο Χρήστος Αλεφάντης. Και αν το πρώτο ματς εξελίσσεται σε μια μικρή πανωλεθρία (όπως και αρκετά από αυτά που θα ακολουθήσουν), το ηθικό παραμένει ακμαιότατο. «Τι ώρα χάνουμε τον επόμενο αγώνα;» ρωτούσε γελώντας ο Γιάννης, ενώ ο Γιώργος πρότεινε να λάβουν προκαταβολικά ένα «βραβείο ήθους». Προς υποστήριξίν τους πρέπει να σημειωθεί ότι αρκετές από τις αντίπαλες ομάδες (όπως της Βραζιλίας) έπαιζαν σχεδόν επαγγελματικό ποδόσφαιρο και θα μπορούσαν να δυσκολέψουν ακόμη και τις καλύτερες ομάδες του ελληνικού πρωταθλήματος. Μόλις πριν από ένα χρόνο, άλλωστε, ο Πορτογάλος παίκτης Τιάγκο Κορεΐα (Μπέμπε), ο οποίος είχε λάβει πρόσκληση να παίξει στην εθνική αστέγων Πορτογαλίας, υπέγραψε τελικά συμβόλαιο... με τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Η μάχη, λοιπόν, ήταν εξαρχής άνιση
Εξω από τα γήπεδα, το Ρίο ντε Τζανέιρο ζούσε στους δικούς του ρυθμούς. Απέμεναν λίγες μόνον ημέρες από τον πρώτο γύρο των προεδρικών και βουλευτικών εκλογών και η Κοπακαμπάνα ήταν γεμάτη από ανθρώπους ντυμένους σαν προεκλογικά περίπτερα. Φορούσαν πλακάτ με φωτογραφίες των υποψηφίων, κουνούσαν τεράστιες κομματικές σημαίες και ορισμένοι διέσχιζαν μονότονα το δρόμο με ποδήλατα και σκέιτμπορντ βαμμένοι στα χρώματα κάποιας παράταξης. Φανατικοί οπαδοί; Οχι. Για μια πενιχρή αμοιβή, γύρω στα 25 ευρώ την εβδομάδα, περνούσαν τη μέρα τους κραδαίνοντας αφίσες και σημαίες κομμάτων κάτω από ήλιο και βροχή. «Στις φαβέλες», μας εξήγησε αργότερα η Γκλάουσε Αρζούα, από τo βραζιλιάνικο τμήμα της οργάνωσης Action Aid, «αρκετοί κάτοικοι αναγκάζονται να νοικιάσουν τους τοίχους των σπιτιών τους για αφισοκόλληση ακόμη και αν σιχαίνονται τους υποψηφίους. Οσο για τους ίδιους τους υποψηφίους, γνωρίζουν πολύ καλά ότι είναι ανεπιθύμητοι στις περισσότερες παραγκουπόλεις. Σχεδόν κανένας δεν θέλει να γνωρίσει από κοντά το μίσος που τρέφουν γι’ αυτούς οι κολασμένοι του σύγχρονου βραζιλιάνικου ονείρου».
Το Ρίο είναι ένα σχολείο για τον πλούτο και τη φτώχεια και τα παιδιά της εθνικής αστέγων είχαν αρκετές ημέρες στη διάθεσή τους για να δουν τι κρύβεται κάτω από τη λαμπερή βιτρίνα του. Οπως λόγου χάριν την ημέρα που επισκέφτηκαν την παραλία της Ιπανέμα για μια σύντομη βουτιά ανάμεσα στους αγώνες. Πίσω από την πιο κοσμοπολίτικη πλαζ της πόλης, με τα ανοιχτά γυμναστήρια, τους καλογραμμωμένους νεαρούς και τις ευειδείς νεαρές, κρέμεται μια φαβέλα γαντζωμένη σε έναν μεγάλο βράχο. «Καταλαβαίνω ότι η κατάσταση εδώ είναι πολύ πιο άγρια», θα μου πει μερικές ημέρες αργότερα ο Γιώργος Παπαφιλίππου - ο «ψηλός» της ομάδας. «Η ελληνική κοινωνία είναι λίγο πιο ανθρώπινη… Εδώ όμως μπορείς να διακρίνεις την απόγνωση στα μάτια των φτωχών».
Ολα τα μέλη της εθνικής αστέγων έχουν μια μοναδική ικανότητα να αναγνωρίζουν τις δυσκολίες που έχουν περάσει οι άνθρωποι δίπλα τους. Οταν οι υπόλοιποι βλέπαμε χαρούμενες ομάδες να γιορτάζουν στην παραλία της Κοπακαμπάνα, αυτοί έβλεπαν σημάδια μιας δύσκολης ζωής. «Κοιτάζεις τους παίκτες από τις ΗΠΑ, τη Γερμανία ή τον Καναδά, και διαβάζεις από τα σημάδια πάνω τους ότι έχουν περάσει άσχημες καταστάσεις», μου εξηγούσε ο Γιώργος Μποζέκας.
Δεν χρειαζόταν βέβαια να ταξιδέψουν μέχρι την άλλη άκρη του κόσμου για να μάθουν να αποκρυπτογραφούν τα πρόσωπα. Οι προπονήσεις της εθνικής Ελλάδας αστέγων είναι ανοιχτές και σε πρόσφυγες και δεκάδες άνθρωποι, που προέρχονται από κάθε γωνιά του πλανήτη, μαζεύονται κάθε Κυριακή για να παίξουν μπάλα. «Οι πρόσφυγες είναι αποκλεισμένοι από όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής και φυσικά και τον αθλητισμό, και γι’ αυτούς είναι πολύ σημαντικό να έρχονται», μας λέει ο Χρήστος Αλεφάντης. Παρ’ όλα αυτά, οι προπονήσεις δεν εξασφαλίζουν για τους μετανάστες το πολυπόθητο εισιτήριο για τις αποστολές της ομάδας στο εξωτερικό. Η έκδοση διαβατηρίων είναι συχνά ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο και κανένας δεν διακινδυνεύει να βρεθεί έξω από τη χώρα για την οποία έδωσε τόσους αγώνες για να μπει. «Υπάρχουν παιδιά με ροζ κάρτα που ταλαιπωρούνται από τις Αρχές και άλλα που ίσως να μην έχουν ούτε και αυτή», εξηγεί ο Χρήστος.
Ελληνες αθλητές που έφτασαν στο Ρίο εκφράζουν πικρία για τους μετανάστες που δεν κατάφεραν να ταξιδέψουν μαζί τους. «Υπήρχαν δύο ξένοι παίκτες πολύ πιο ικανοί από εμένα... που δεν είμαι και κανένας τρελός ποδοσφαιριστής», μου λέει γελώντας ο Γιώργος Μιχαλόπουλος. Ο ίδιος εξομολογείται πως οι επαφές που είχε στις προπονήσεις με πρόσφυγες άλλαξαν την αντίληψή του γι’ αυτούς. «Παλαιότερα», μου λέει, «τους είχα συνδυάσει στο μυαλό μου με τους ανθρώπους που πουλάνε ναρκωτικά και με άλλες μορφές παραβατικότητας και ας είχα νιώσει και εγώ το ρατσισμό όταν έζησα για μερικά χρόνια στην Ιταλία. Και σκέψου εγώ ήμουν και Ευρωπαίος». «Δεν είμαστε εθνική Ελλάδας, είμαστε εθνική αστέγων της Ελλάδας», σπεύδει να τον συμπληρώσει ο Ηλίας Παπαδόπουλος. «Αστεγος», μου λέει, «μπορεί να είναι και ένας μετανάστης. Περνάνε και αυτοί πολλά. Παίζουν τη ζωή τους κορόνα-γράμματα κάθε μέρα στο δρόμο και έτσι δημιουργείται και μια αίσθηση συμπόνιας ανάμεσά μας στις προπονήσεις».
Η ίδια αλληλεγγύη δημιουργήθηκε και στο Ρίο ανάμεσα σε παίκτες διαφορετικών χωρών. Κάθε εθνική αστέγων κουβαλούσε τις δικές της ιστορίες. Οι Καναδοί, που προέρχονταν, σχεδόν αποκλειστικά, από φυλές Ινδιάνων, οι Κενυάτες, πολλοί από τους οποίους δεν είχαν φύγει ποτέ από το χωριό τους κ.ο.κ. Ξεχωριστή θέση ανάμεσά τους είχε η εθνική αστέγων της Παλαιστίνης, που έκανε την παρθενική της εμφάνιση στη φετινή διοργάνωση. Αν οι παίκτες των υπόλοιπων ομάδων δεν είχαν σπίτι, αυτοί δεν είχαν και πατρίδα για να το χτίσουν - σχεδόν όλοι οι παίκτες άλλωστε προέρχονταν από καταυλισμούς προσφύγων στον Λίβανο.
Και αν κάποιοι έφυγαν ελαφρώς απογοητευμένοι από το παγκόσμιο πρωτάθλημα αστέγων, σίγουρα αυτοί δεν ήταν οι Ελληνες - και ας κατέλαβαν την 38η θέση μεταξύ των 43 ομάδων που διαγωνίστηκαν. «Μας αδίκησαν η διαιτησία και τα μεγάλα συμφέροντα», αστειεύεται ο Γιώργος. «Είμαστε οι καλύτεροι πελάτες των αντιπάλων μας», συμπληρώνει και ο Χρήστος. Και όμως, ήταν όλοι τους παιχτάρες… μα δεν αλλάζανε μπαλιές.
πηγή: Περιοδικό Κ, Εφημερίδα Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου