«Τους
μήνες που ακολούθησαν τον Σεπτέμβρη του 2008, όταν η ιρλανδική
κυβέρνηση μετά από μια συνάντηση για την κρίση που διήρκεσε όλη τη νύχτα
αναγκάστηκε να δώσει εγγυήσεις για περίπου 400 δις. ευρώ – χρήματα που
δεν έχουμε καμιά ελπίδα ποτέ να αποκτήσουμε – για να σωθούν οι
ιρλανδικές τράπεζες από την κατάρρευση λέγαμε ότι θα έπεφτε στα παιδιά
μας να πληρώσουν για τον οικονομικό μας παραλογισμό. Τώρα ξέρουμε πως θα
είναι τα παιδιά μας και τα παιδιά των παιδιών μας και τα παιδιά των
παιδιών των παιδιών μας μέχρι τη νιοστή γενιά που θα επωμιστούν τα βάρη
των δανείων μας, περιλαμβανομένου του “σημαντικού δανείου” από τους
διεθνείς δανειστές που οι αξιωματούχοι τώρα αναγνωρίζουν πως είναι
αναγκαίο». Με αυτά τα λόγια ο διεθνούς φήμης ιρλανδός συγγραφέας Τζον
Μπάνβιλ εξέφρασε τη θλίψη που επικρατεί στη νησιώτικη χώρα μετά την
υποχώρησή της το προηγούμενο Σαββατοκύριακο στις πιέσεις των Βρυξελλών
και του Βερολίνου.
Η αλήθεια ωστόσο είναι ότι η Ιρλανδία αντιστάθηκε. Αντίθετα με την
Ελλάδα που σύσσωμο το υπουργικό συμβούλιο εκλιπαρούσε τους Γερμανούς και
το ΔΝΤ κάνοντας ταυτόχρονα ότι μπορούσε για να διασύρει τη χώρα στο
εξωτερικό ελπίζοντας ότι έτσι θα κέρδιζε την συμπάθεια του Τέταρτου
Ράιχ, η ιρλανδική πολιτική ελίτ επί ημέρες αρνιόταν την βοήθεια των
Βρυξελλών, ξέροντας ότι αποτελεί δηλητηριασμένο φρούτο. Έτσι, μόλις την
περασμένη Πέμπτη ανακοίνωσαν και επισήμως ότι ήταν έτοιμοι να δεχθούν τη
διεθνή «βοήθεια», οπότε και ξεκίνησαν οι επίσημες διαπραγματεύσεις και
το Σαββατοκύριακο έγινε το επίσημο αίτημα. Καταλυτικό ωστόσο ρόλο στην
απόφαση του Δουβλίνου, που επαναλάμβανε αδιάκοπα ότι έχει το αναγκαίο
ρευστό για να καλύψει τις δανειακές του ανάγκες μέχρι και τον Ιούλιο του
2011, έπαιξε η σκανδαλώδης φυγή ιδιωτικών κεφαλαίων από τις τράπεζες.
Περισσότερα από 25 δισ. ευρώ, τα οποία μάλιστα προέρχονταν από
εταιρικούς πελάτες έκαναν φτερά τους τελευταίους μήνες, οξύνοντας το
πρόβλημα κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών και της σταθερότητας του
χρηματοπιστωτικού συστήματος, που είναι ήδη ζωντανός νεκρός και
διατηρείται στη ζωή χάρη στα 52 δις. ευρώ κρατικής βοήθειας!
Χρηματοδότηση που ισοδυναμεί με το ένα τρίτο του εθνικού εισοδήματος και
κατάφερε να τινάξει στον αέρα τα δημόσια οικονομικά της Ιρλανδίας
μετατρέποντας ένα δημοσιονομικό πλεόνασμα σε έλλειμμα – χωρίς άλλη
σύγκριση – της τάξης του 32%!
Φραγμός στην κίνηση κεφαλαίων
Η φυγή ιδιωτικών κεφαλαίων – που αποτέλεσε τη χαριστική βολή για την
ιρλανδική οικονομία – θέτει ωστόσο ξανά και μετ’ επιτάσεως το θέμα του
πολιτικού ελέγχου των τραπεζικών δραστηριοτήτων. Συγκεκριμένα, κατά πόσο
μπορεί να θεωρείται αναφαίρετο δικαίωμα των τραπεζών (που ζουν
απομυζώντας τον κρατικό κορβανά, μάλιστα) η διευκόλυνση της φυγής
κεφαλαίων από μια δοκιμαζόμενη χώρα; Τι άλλο πρέπει να γίνει για να
τεθούν εμπόδια στην μεταφορά χρημάτων, τη στιγμή που αποδεδειγμένα η
υπάρχουσα «ελευθερία» συμβάλει στην αποσταθεροποίηση και αποτελεί
βασιλική οδό για ασύστολη κερδοσκοπία, ακόμη και για πολιτικά παιχνίδια
εις βάρος εκλεγμένων κυβερνήσεων και της λαϊκής βούλησης; Απ’ αυτούς
μάλιστα που ήδη βούλιαξαν μια φορά την χώρα…
Το ύψος των χρηματικού ποσού που θα δοθεί στην Ιρλανδία αναμένεται να
καθορισθεί τις επόμενες μέρες, αν όχι εβδομάδες, και θα προσδιοριστεί
με βάση τις ανάγκες αναπλήρωσης του κεφαλαίου των τραπεζών. Κυνικά
δηλαδή και χωρίς περιστροφές ομολογείται από κάθε πλευρά ότι η ένταξη
της Ιρλανδίας στη «μονάδα εντατικής θεραπείας» γίνεται για χάρη των
τραπεζών. Με αυτό τον τρόπο όμως αποκαλύπτεται και η απύθμενη υποκρισία
των Γερμανών. Όταν η Μέρκελ επιχειρούσε να δημιουργήσει λαϊκή συναίνεση
γύρω από το σχέδιο «ελεγχόμενης χρεοκοπίας» απομάκρυνε τους προβολείς
από τις δραματικές συνέπειες που θα έχει το σχέδιό της στο επίπεδο των
επιτοκίων με τα οποία δανείζονται οι νότιες χώρες και τους έστρεφε στη
ζημιά που θα επωμιστούν όσες τράπεζες κατέχουν ομόλογά τους. «Επιτρέψτε
μου να το θέσω απλά. Σε σχέση με αυτό (σ.σ. το σχέδιο ελεγχόμενης
χρεοκοπίας) ενδέχεται να υπάρχει μια αντίθεση μεταξύ των συμφερόντων του
χρηματοπιστωτικού κόσμου και των συμφερόντων του πολιτικού κόσμου»,
υποστήριζε στις 11 Νοέμβρη από το βήμα της συνόδου των 20 ισχυρότερων
χωρών του κόσμου στη Σεούλ, επιδιώκοντας να προσδώσει ένα φιλολαϊκό
επίχρισμα στην πολιτική της. Τώρα όμως με την Ιρλανδία αποκαλύπτεται ότι
όχι μόνο το Βερολίνο αλλά και οι Βρυξέλλες οδηγούν ένα λαό 4,5 εκ. στο
ικρίωμα μόνο και μόνο για να σωθούν οι τράπεζες και να αποτραπεί ο
κίνδυνος δημιουργίας ενός ντόμινο χρεοκοπιών, παίρνοντας έτσι και την
εκδίκησή τους για το θράσος που είχαν οι Ιρλανδοί να πουν δύο φορές
«όχι» σε δημοψηφίσματα για την ΕΕ.
Η αποτροπή ενός ντόμινο καταρρεύσεων είναι ο βασικότερος (όχι όμως ο
μοναδικός) λόγος για τον οποίο προσφέρθηκε και η Αγγλία να δανείσει την
Ιρλανδία, να συμμετέχει δηλαδή στον μηχανισμό, παρότι δεν ανήκει στην
ευρωζώνη. Πίσω από τις υποκριτικές δηλώσεις του άγγλου υπουργού
Οικονομικών, Τζορτζ Όσμπορν, για τις σχέσεις «καλής γειτονίας» μεταξύ
των δύο κρατών, το κίνητρο του Λονδίνου αφορούσε τα δισεκατομμύρια ευρώ
που κινδυνεύουν να χάσουν οι βρετανικές τράπεζες και κάθε λογής
επιχειρήσεις, στην περίπτωση που το Δουβλίνο κλείσει τους κρουνούς των
χρηματοδοτήσεων. Χαρακτηριστικά, βαριά εκτεθειμένη στην ιρλανδική αγορά
δεν είναι μόνο η (κρατική πλέον) Royal Bank of Scotland αλλά και πλήθος
εμπορικών και παραγωγικών επιχειρήσεων. «Η Βρετανία εξάγει περισσότερα
στην Ιρλανδία απ’ ότι στη Βραζιλία, την Ινδία, την Κίνα και τη Ρωσία
μαζί» επεσήμαιναν οι Financial Times την προηγούμενη Πέμπτη 18 Νοέμβρη.
Αποικιοκρατία του χρήματος
Τους Ιρλανδούς όμως αυτό που πρωτίστως τους ενδιαφέρει είναι η
απώλεια της εθνικής κυριαρχίας τους, το γεγονός ότι παραδίδουν τον
έλεγχο της οικονομίας τους επομένως και του κράτους τους στους
δανειστές. Και πολύ περισσότερο στους Βρετανούς πρώην αποικιοκράτες,
εξέλιξη που δημιουργεί προφανώς χαμόγελα χαράς στο Λονδίνο. «Γι αυτό
έγιναν όλα;», ήταν ο τίτλος του σημειώματος της σύνταξης της εφημερίδας
Irish Times την προηγούμενη Πέμπτη, που αναρωτιόταν αν οι μάρτυρες της
«Εξέγερσης του Πάσχα» του 1916 άξιζε να πεθάνουν για μια τέτοια
ταπείνωση! «Ντρεπόμαστε για όλα αυτά», συνέχιζε. «Αφού αποκτήσαμε την
πολιτική μας ανεξαρτησία από τη Βρετανία για να έχουμε τη ευθύνη των
υποθέσεών μας, τώρα παραδίδουμε την κυριαρχία μας στην Ευρωπαϊκή
Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό
Ταμείο», τόνιζε, εκφράζοντας το αίσθημα ταπείνωσης όλων των Ιρλανδών.
Φτώχεια και απολύσεις
Το σημαντικότερο ωστόσο είναι ότι η χρηματοδότηση της Ιρλανδίας,
δηλαδή των τραπεζών της, θα γίνει έναντι ενός τεράστιου κοινωνικού
κόστους, καθώς οι εργαζόμενοι είναι αυτοί που θα επωμιστούν τις θυσίες
που θα ζητήσουν ΔΤΝ και ΕΕ ώστε το δημοσιονομικό έλλειμμα να μειωθεί στο
3% του ΑΕΠ μέχρι το 2014. «Θα υπάρξει μεγάλη οδύνη για τους
φορολογούμενους και πολλοί άνθρωποι θα χάσουν τις δουλειές τους»
προειδοποίησε ο εκπρόσωπος Τύπου για θέματα οικονομίας του
αντιπολιτευόμενου κόμματος Φάιν Γκέιλ, όπου ήδη… ράβουν κουστούμια καθώς
η κυβέρνηση του Μπράιαν Κόουεν μετράει εβδομάδες. Με βάση δημοσιεύματα η
Τρόικα θα ζητήσει από την κυβέρνηση της Ιρλανδίας μείωση της ελάχιστης
ωριαίας αμοιβής που ανέρχεται στα 8,65 ευρώ για ειδικευμένους ενήλικους
εργάτες και αύξηση του ΦΠΑ από το 21% που ισχύει τώρα. Μάλιστα
πιθανολογείται ότι η σοβαρή αύξηση στους έμμεσους φόρους θα είναι το
αντίτιμο που θα πληρώσει η κυβέρνηση για να μην αυξηθούν οι εταιρικοί
φόροι από το πολύ χαμηλό επίπεδο του 12,5% που βρίσκονται εδώ και
χρόνια, λειτουργώντας ως κίνητρο για την προσέλκυση σημαντικών ξένων
επενδύσεων και ιδιαίτερα αμερικανικών που χρησιμοποιούσαν την Ιρλανδία
(λόγω θέσης και γλώσσας) ως προγεφύρωμά τους για την Ευρώπη.
Το ιρλανδικό Μνημόνιο θα επιτείνει τις τάσεις κοινωνικής παρακμής και
ερήμωσης της Ιρλανδίας των τελευταίων χρόνων, όπως μαρτυρά η μετατροπή
της για μια ακόμη φορά σε χώρα εξαγωγής μεταναστών απ’ όταν συγκεκριμένα
άρχισαν να εφαρμόζονται τα εξοντωτικά μέτρα λιτότητας, όπως για
παράδειγμα η μείωση των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων κατά 20%.
Υπολογίζεται ότι πέρυσι, το 2009 που η οικονομία συρρικνώθηκε κατά 7,1%,
περισσότεροι από 65.000 εργαζόμενοι εγκατέλειψαν την Ιρλανδία για να
αναζητήσουν την τύχη τους σε κάποια άλλη χώρα. Φέτος όλες οι προβλέψεις
συγκλίνουν ότι οι μετανάστες θα ξεπεράσουν τους 120.000, θυμίζοντας σε
όλους τις τραγικές εμπειρίες του παρελθόντος και πληρώνοντας με αυτό τον
τρόπο οι Ιρλανδοί το διπλό «όχι» τους στην ΕΕ. Ως αποτέλεσμα η ύφεση θα
βαθύνει, λόγω της λιτότητας, και οι τράπεζες θα βρεθούν εκ νέου σε
δυσχερή θέση λόγω της αδυναμίας των δανειοληπτών να εξυπηρετήσουν
υποχρεώσεις, που ακόμη και υπό τις τρέχουσες συνθήκες θα μπορούσαν να
εξυπηρετούνταν κανονικά.
Έτσι το ΔΝΤ θα δικαιολογήσει τη φήμη του ως πυρομανής πυροσβέστης, φήμη που πλέον διεκδικεί επάξια και η ΕΕ.
πηγή: Εφημερίδα ΕΠΙΚΑΙΡΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου