του Κώστα Κρεμμύδα
αν έχω αριστερότητα εκεί κάτω στους βουβώνες
είναι που ο μέγας μονομάχος πολιορκημένος
κάνει έξοδο
έχοντας μεταλάβει των αχράντων φωνηέντων
Έκτωρ Κακναβάτος, Κως, Ιούνης 1994
Αν κάτι μένει από τον Έκτορα, πέρα από την επαναστατική του ποίηση που αγνοείται, ακόμα κι από την Αριστερά
όπου
διαμορφώθηκε, ανήκε και ύμνησε – είναι η θέλησή του ν’ αλλάξει τον
κόσμο μέσω της απελευθέρωσης της τέχνης από αυτούς που τη λυμαίνονται.
Tο πέρασμα
του Ε. Κακναβάτου από την ποίηση (δηλαδή τη ζωή) μοιάζει πολύ με το
μπάχαλο που ακολουθεί μια πορεία. Δεν είναι της στιγμής για περεταίρω
πολιτικοκοινωνιολογικές αναλύσεις, ούτε και πολιτεύομαι για να με βάλουν
Γ. Πρετεντέρης και Ο. Τρέμη, σαν άλλον Δ. Παπαδημούλη, να κάνω δήλωση
μετανοίας αποκηρύσσοντάς τους ενώπιον του Μέγκα, όπως για παράδειγμα
στις δηλώσεις κάποιων για το εάν είναι ή όχι κατοχική η κυβέρνηση. Όμως
το αίτημα της κοινωνικής/ταξικής (δηλ. πολιτισμικής, δηλ. ανθρώπινης)
σύγκρουσης, η αναπόφευκτη «άνευ ορίων άνευ όρων» οργή μπρος στην
προκλητικότητα της εξουσίας, η αντίσταση στον πολιτικό και λογοτεχνικό
φαρισαϊσμό, η ανάγκη και των δυο να φτάσουν τ’ όραμά τους στα άκρα, έστω
και με τον ενδεχόμενο κίνδυνο της (αυτό)απομόνωσης, είναι ένα ρίσκο που
αναλαμβάνουν όσοι αισθάνονται υπεροχή, ή βρίσκονται σε απόγνωση.
Η
περίπτωση του Ε. Κακναβάτου είναι μάλλον η πρώτη: φορώντας από το
ξεκίνημά του «τον κόκκινο χιτώνα της επανάστασης» μιας εποχής που
σημάδευε (κυριολεκτικά) ανθρώπους και διαμόρφωνε συνειδήσεις στα
ξερονήσια της ιστορίας, σπουδασμένος (ως μαθηματικός) στο εκτυφλωτικό
μεγαλείο του Χάους, «εχθρός» του συστήματος, άρα ακατάλληλος για
ελληνόπαιδες («με πέταγαν με τις κλωτσιές από το υπουργείο Παιδείας κάθε
φορά που έκανα αίτηση διορισμού»), αναζήτησε ενστικτωδώς στην τέχνη την
αμφίστομη λέξη του Ηράκλειτου: «Έψαχνα για σπίρτα/ να κάψω τα μυαλά
μου».
Το
πνεύμα κινείται μόνο πάνω στις περιπέτειές του, έγραφε στα Βραχέα και
μακρά, συμπληρώνοντας πως τόσο η γνώση όσο και η ταυτόσημή της επιστήμη,
άρα ο άνθρωπος ως ον νοήμον που οφείλει να ταυτίζεται και με τις δυο,
αναδιπλώνεται και αυτοξεπερνιέται κάθε φορά που ανοίγεται προς την
ποίηση. Δεν έχει νόημα να σταθώ σε βιογραφικά και καλολογικά της τέχνης
του, ή σε βιβλία του που αναρτώνται, έστω και πρόχειρα, στο διαδίκτυο.
Αν κάτι μείνει για τον Έκτορα, πέρα από την επαναστατική του ποίηση που
αγνοείται, ακόμα κι από την Αριστερά όπου διαμορφώθηκε, ανήκε και ύμνησε
– είναι αυτός ο αέρας που φυσάει ανάμεσα στις λέξεις του (λέξεις
άφοβες/λέξεις μάχιμες κι αθάνατες/ λέξεις παρατεταγμένες/ ανυπόμονες,
πεισματικές), είναι η θέλησή του ν’ αλλάξει τον κόσμο μέσω της
απελευθέρωσης της τέχνης από αυτούς που τη λυμαίνονται. Να την
ελευθερώσει όχι για προσωπικό όφελος («Μη σώσουν και με καταλάβουν! Γι’
αυτό γράφω εγώ;», μας έλεγε), αλλά για να υπηρετήσει το ατομικό του
όραμα που είναι συλλογικά εγγεγραμμένο στο είναι του: Να την
υπονομεύσει, ώστε να μείνει αιώνια, «αιέν, η δυνατότητα του νυν να
αυτοϋπερβαίνεται». Ή με άλλα λόγια το μέγεθος, η αξία μιας κοινωνίας
είναι ανάλογη της «Ύβρης» δηλαδή της τόλμης των ανθρώπων της.
Ειρωνικός
υπονομευτής τού (κάθε) συστήματος, βροντώδης, σαρκαστικός, κάποτε με
διάθεση διδαχής, αλλά όχι αφ’ υψηλού, από κάτω, μαζί με τους υπόλοιπους
στο πεζοδρόμιο, εικονοκλάστης της αυτονόητης του συρμού λογικής, αλλά
εικονολάτρης της ανατρεπτικής σκέψης, ο Ε. Κακναβάτος έχει την
πολυτέλεια (αναλαμβάνοντας τα ρίσκα του εγκαίρως) να διατηρεί τη
νοηματική, εκφραστική, γλωσσική, ποιητική του αυτοτέλεια, ορίζοντας και
οριζόμενος από την ιστορία που δεν τη διηγείται απλώς, αλλά τη ζει: «Μα
δε θα το βάλω κάτω έτσι εύκολα./ Μένει ακόμα η αναποδιά μου με τα
φυσεκλίκια σταυρωτά./ Θα κάψω και το τελευταίο φυσέκι […] Κάμποσες μέρες
θα τρέφομαι απ’ την τελευταία σου λέξη. Ύστερα θα φάω και τη μεσίστια
σκέψη μου./ Ύστερα ό,τι θέλει ας γίνει».
Να το
ξαναπώ, όχι διδακτικά αλλά συμπάσχων σε κοινές αγωνίες, μήπως και
ακουστεί καλύτερα στη νωπή μνήμη του Έκτορα Κακναβάτου, παραφράζοντας τα
λόγια του και ψάχνοντας να βρω τις δικές μας πολλές (άναρχες)
συντεταγμένες: Αξίζει και μόνο να θέτουμε ερωτήματα, ακόμα κι αν ήδη
έχουν διατυπωθεί οι απαντήσεις. «Το ερώτημα δεν υποθηκεύει την αξία του
στην ύπαρξη απάντησης» μας λέει ο ποιητής. Πραγματικά, στις βεβαιότητες
είναι το πρόβλημα σύντροφοι.
πηγή: Εφημερίδα ΠΡΙΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου