Δευτέρα 22 Νοεμβρίου 2010

Τα πάντσερ της γερμανικής οικονομίας έφτασαν και στο Δουβλίνο

του Άρη Χατζηστεφάνου
 
Picture
«Η εθνική ανεξαρτησία μας κερδήθηκε με πολύ αίμα και δεν εννοούμε να την υποθηκεύσουμε». Οι δηλώσεις αξιωματούχων της Ιρλανδικής κυβέρνησης και του ίδιου του πρωθυπουργού Μπράιαν Κόουεν ακούγονταν σχεδόν συγκινητικές καθώς τα οικονομικά πάντσερ του Βερολίνου κινούνταν επιθετικά προς το Δουβλίνο. Έχοντας καθυποτάξει την Ελλάδα στην τρόικα, με τη βοήθεια της κυβέρνησης «Τσολάκογλου», η Γερμανία έστρεψε το βλέμμα της προς τον επόμενο αδύναμο κρίκο της ευρωπαϊκής περιφέρειας. Αφού πρώτα βύθισε την οικονομία της Ιρλανδίας, επιβάλλοντας σκληρά μέτρα λιτότητας, στη συνέχεια της έδωσε την χαριστική βολή ανακοινώνοντας το περίφημο σχέδιο ελεγχόμενης χρεοκοπίας. Οι διαρροές στον Τύπο για την πρόταση αναδιάρθρωσης του χρέους με την υποτίμηση της αξίας των ομολόγων (ουσιαστικά δηλαδή ένα κούρεμα του χρέους που μοιράζει και στους δανειστές τμήμα της ζημιάς από ενδεχόμενη χρεοκοπία) ήταν αρκετές για να οδηγήσουν το κόστος δανεισμού για την Ιρλανδία σε επίπεδα ρεκόρ.
Μάταια προσπαθούσε να αμυνθεί το Δουβλίνο δηλώνοντας ότι διαθέτει κεφαλαιακή επάρκεια για να επιβιώσει μέχρι το καλοκαίρι του 2011. Μπορεί η ιρλανδική κυβέρνηση να μην παραδόθηκε όπως η ελληνική, σαν «χαμόσυρτο λέρο σκουλήκι» που θα έλεγε και ο Βάρναλης, αλλά το παιχνίδι ήταν εξ’ αρχής χαμένο. Το ΔΝΤ και η ΕΚΤ χτυπούσαν την πόρτα. Πρόκειται φυσικά για μια κατάσταση η οποία θα επαναληφθεί με σχεδόν πανομοιότυπο τρόπο και στην Ισπανία και την Πορτογαλία που αντιμετωπίζουν παρόμοια προβλήματα δημοσιονομικών ελλειμμάτων και χρέους.
Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η πρόταση του Βερολίνου να μοιράσει τμήμα του ρίσκου και στον πιστωτή δεν έχει τίποτα το μεμπτό από μόνη της. Αντιθέτως αποτελεί αναγνώριση του βασικότερου κανόνα της αγοράς που λέει ότι σε τέτοιου είδους συναλλαγές ευθύνη δεν έχει μόνο ο δανειζόμενος αλλά και ο δανειστής. Θεωρητικά λοιπόν η Αγκελα Μέρκελ μπορεί να ισχυρίζεται ότι με την πρότασή της βάζει φραγμούς στην ανεξέλεγκτη δράση των μεγάλων τραπεζών, οι οποίες δάνειζαν ανεξέλεγκτα με μηδενικό ρίσκο, αφού γνώριζαν ότι έστω και την τελευταία στιγμή τα κράτη θα έσπευδαν να τις διασώσουν χαρίζοντάς τους τα χρήματα των φορολογούμενων. Αυτή ακριβώς η πρακτική άλλωστε ήταν που μετέτρεψε την χρηματοπιστωτική κρίση του 2007 και 2008 σε δημοσιονομική κρίση.
Εδώ όμως σταματά η θεωρία και αρχίζει η πράξη. Η πρόταση του Βερολίνου θα είχε νόημα εάν η ευρωζώνη λειτουργούσε όπως θα έπρεπε να λειτουργεί κάθε νομισματική ένωση. Εάν δηλαδή μια κεντρική διοίκηση αναλάμβανε να γεφυρώνει τις οικονομικές διαφορές μεταξύ των διαφόρων τμημάτων της. Αντίθετα στην Ευρώπη το ενιαίο νόμισμα  δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα εργαλείο που εξασφάλιζε την κυριαρχία του κέντρου έναντι της περιφέρειας γιγαντώνοντας τις διαφορές στα επίπεδα ανταγωνιστικότητας και καταδικάζοντας τις ασθενέστερες χώρες σε αποβιομηχάνιση και υπανάπτυξη. Σε αυτό το πλαίσιο, όπως εξηγούσε πρόσφατα και ο Κ. Λαπαβίτσας από τη σχολή SOAS του πανεπιστημίου του Λονδίνου, η πρόταση της Γερμανίας απλώς «θεσμοθετεί τις διαφορές επιτοκίων μεταξύ κέντρου και περιφέρειας βάζοντας το τελευταίο καρφί στο φέρετρο της ευρωζώνης, για χώρες όπως η Ελλάδα». Όπως έδειξε τις τελευταίες ημέρες και η περίπτωση της Ιρλανδίας οι τράπεζες θα δανείζουν με σταθερά υψηλότερα επιτόκια τις αδύναμες χώρες της ΕΕ, που έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να οδηγηθούν σε χρεοκοπία. Το αυξημένο κόστος κρατικού δανεισμού θα διαχέεται στην οικονομία των χωρών αυτών προκαλώντας ασφυξία και επιτείνοντας την κρίση για την οποία ευθύνεται η ίδια η δομή της ευρωζώνης.
Εάν όμως το Βερολίνο, με τον τρόπο αυτό, κλείνει την στρόφιγγα του φτηνού δανεισμού στις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας εκλείπει το βασικότερο (εάν όχι το μοναδικό πλέον) δέλεαρ που είχαν οι χώρες αυτές για να παραμείνουν στην ευρωζώνη. Δεν είναι τυχαίο ότι το ενδεχόμενο εγκατάλειψης του ευρώ, που μέχρι σήμερα αποτελούσε το απόλυτο θέμα ταμπού, αρχίζει να συζητιέται σοβαρά από τμήματα της οικονομικής ελίτ όχι μόνο στο Δουβλίνο αλλά και στη Μαδρίτη και την Αθήνα. Άλλωστε και οι πρόσφατες νύξεις του ισπανού υπουργού εξωτερικών περί εγκατάλειψης της ευρωζώνης μαρτυρούν την έντονη δυσαρέσκεια που λαμβάνει από την αστική τάξη της χώρας του.
Το Βερολίνο γνωρίζει προφανώς αυτό τον κίνδυνο ενώ η ίδια η Άγκελα Μέρκελ προειδοποιούσε ότι «αν πέσει το ευρώ θα πέσει και η Ευρωπαϊκή Ένωση». Επίσης γνωρίζει ότι η νέα κλιμάκωση της κρίσης, που πυροδοτήθηκε από την ανακοίνωση του «σχεδίου ελεγχόμενης πτώχευσης», απειλεί πλέον όχι μόνο τα λεγόμενα «γουρούνια - PIGS» της περιφέρειας αλλά και χώρες όπως η Γαλλία και η Ιταλία. Παρόλα αυτά το Τέταρτο Ράιχ συνεχίζει απτόητο την οικονομική προέλαση ακολουθώντας την αντίθετη πορεία από αυτές που χάραξαν οι Γερμανοί στρατηγοί στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο – αντί να «καταλάβει» πρώτα την Πολωνία και την Τσεχοσλοβακία κινείται περιμετρικά. Σε αυτή την εκστρατεία δεν στερείται συμμάχων, όπως απέδειξε αυτή την εβδομάδα και η Αυστρία η οποία απείλησε ανοιχτά την Ελλάδα ότι δεν θα δώσει την Τρίτη δόση το δανείου.        
Σε αντίθεση βέβαια με το Τρίτο Ράιχ, το οποίο στηριζόταν στην στρατιωτική υπεροπλία του, το Τέταρτο Ράιχ φαίνεται ότι στηρίζεται απλώς στην υποτέλεια των αντιπάλων του. Το παράδειγμα της Ιρλανδίας (και για να είμαστε ειλικρινείς και του Ιρλανδικού λαού), που δέχθηκαν σχεδόν αδιαμαρτύρητα τα τρομακτικά μέτρα λιτότητας, αποδεικνύουν ότι η κατάρρευση επέρχεται όταν ακολουθείς κατά γράμμα τις συμβουλές του Βερολίνου, των Βρυξελλών και του ΔΝΤ και όχι όταν τις αμφισβητείς. Οι Ιρλανδοί ως οι «καλύτεροι μαθητές» της ΕΕ και πρότυπο των κυβερνήσεων Σημίτη και Παπανδρέου αποτελούν το απόλυτο παράδειγμα προς αποφυγή.

πηγή: Εφημερίδα ΠΡΙΝ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...