του Γιώργου Δελαστίκ
Βαρύ, πολύ βαρύ το κλίμα που κυριαρχεί στη χώρα, καθώς πορευόμαστε προς τις μεθαυριανές εκλογές. Το μόνο που αποκλείεται να βγάλουν οι κάλπες από μέσα τους είναι η αισιοδοξία. Οι πάντες συζητούν για το ενδεχόμενο χρεοκοπίας της χώρας. Ολο και περισσότεροι τη θεωρούν σίγουρη. Κανένας πια δεν έχει αυταπάτες ότι η πολιτική που υπαγορεύει το Μνημόνιο της κυβέρνησης με την ΕΕ και το ΔΝΤ είναι σε θέση να αποτρέψει τη χρεοκοπία.
Μειδιούν πικρά όσοι ακούν ότι δήθεν η εκλογή του Σγουρού στην Αττική θα αποτρέψει τη χρεοκοπία. Δεν υπάρχει όμως από την άλλη μεριά και κανένας που να θεωρεί ότι η εκλογή του Δημαρά ή του Κικίλια θα λειτουργήσει ως ανάχωμα στην πτώχευση της χώρας. Το αν θα σταλεί η όχι μήνυμα προς την κυβέρνηση, την ΕΕ και το ΔΝΤ ότι ο λαός δεν ανέχεται την εντελώς άδικη και αναίτια πολιτική λιτότητας που του επέβαλαν, είναι σοβαρότατο διακύβευμα αυτών των εκλογών. Δεν γεννά όμως αισιοδοξία και ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον.
Η πολιτική της λιτότητας την οποία ακολουθούν όλες οι ευρωπαϊκές
κυβερνήσεις κατ’ εντολήν της Γερμανίας, μέσω της ΕΕ, έχει ολέθρια
αποτελέσματα. Το ότι καταστρέφει καταρχάς όλες ανεξαιρέτως τις
κυβερνήσεις που υλοποιούν αυτή την πολιτική είναι το λιγότερο - αν και
το ότι εξαφανίζει σταδιακά από την εξουσία των ευρωπαϊκών χωρών όλα τα
σοσιαλδημοκρατικά κόμματα δεν είναι καθόλου ασήμαντο.
Η συντηρητικοποίηση της πολιτικής της σοσιαλδημοκρατίας, η οποία
αναπότρεπτα οδηγεί τελικά στη συρρίκνωση της επιρροής της και στην
εκδίωξή της από την εξουσία, επιτείνει την ήδη κυρίαρχη τάση της
ραγδαίας επιδείνωσης της οικονομικής και κοινωνικής θέσης των
εργαζομένων.
Και όταν ο πρόεδρος της Σοσιαλιστικής Διεθνούς, ο Γιώργος Παπανδρέου,
εφαρμόζει την πιο ακραία νεοφιλελεύθερη πολιτική που έχει υπάρξει ποτέ
στην ευρωπαϊκή ήπειρο, πολύ χειρότερη και από εκείνη της Μάργκαρετ
Θάτσερ, είναι αυτονόητο ότι η ελπίδα εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων
ότι η σοσιαλδημοκρατία μπορεί να αποτελέσει φορέα φιλολαϊκής αλλαγής
υφίσταται ανεπανόρθωτο, αν όχι μοιραίο, πλήγμα.
Ετσι πεθαίνει η ελπίδα καλύτερης ζωής για τους λαούς της Ευρώπης.
Οταν όμως πεθαίνει η ελπίδα, τότε ανοίγει διάπλατα ο δρόμος για τις
δυνάμεις του οικονομικού, κοινωνικού και τελικά πολιτικού
ολοκληρωτισμού, όπως απέδειξαν και οι αμερικανικές βουλευτικές εκλογές
της Τρίτης.
«Ναι, μπορούμε!» διακήρυξε ο Μπαράκ Ομπάμα πριν από δύο χρόνια. Ο
Αμερικανικός λαός τον πίστεψε, ενθουσιάστηκε, τον έφερε πανηγυρικά στην
εξουσία. Ο Ομπάμα προσπάθησε να κάνει κάτι. Υποχώρησε όμως στις πιέσεις
του κατεστημένου, το οποίο ελέγχει φυσικά την πλειοψηφία των βουλευτών
και των γερουσιαστών του Δημοκρατικού Κόμματος. Προχώρησε μέχρι τα μισά
του δρόμου τις θετικές μεταρρυθμίσεις. Φρόντισε πολύ περισσότερο τα
συμφέροντα της Γουόλ Στριτ και του τραπεζικού συστήματος από όσο τα
συμφέροντα των νέων και των μη προνομιούχων Αμερικανών που τον έφεραν
στην εξουσία. Αντί να κάνει έφοδο με τις μεταρρυθμίσεις του, έδωσε μάχες
οπισθοφυλακών για να διασώσει ό,τι μπορέσει.
Σκότωσε έτσι τις ελπίδες όσων είχαν πιστέψει σ’ αυτόν. «Οχι, δεν
μπορούμε ούτε μ’ αυτόν!» ήταν το μήνυμα που πέρασε στους Αμερικανούς
πολίτες, οι οποίοι τον εγκατέλειψαν. Ετσι άρχισε η επέλαση της
φασίζουσας Ακροδεξιάς, η οποία κατέλαβε ιδεολογικά και πολιτικά μέσω του
κινήματος «Κόμμα Τσαγιού» τους Ρεπουμπλικανούς. Τους ανέστησε από την
πλήρη διάλυση στην οποία είχαν βρεθεί μετά τη συντριπτική ήττα τους
μόλις προ διετίας και τους επανέφερε κυρίαρχους, αλλά πολύ πιο ακροδεξιά
συντηρητικούς, στο πολιτικό σκηνικό.
Με αυτή τη γραμμή σάρωσαν στις εκλογές αποσπώντας τουλάχιστον εξήντα
έδρες από τους Δημοκρατικούς, οι οποίοι υπέστησαν τη δεύτερη μεγαλύτερη
απώλεια βουλευτών στην ιστορία τους κατά τη διάρκεια ενδιάμεσων εκλογών,
έπειτα από εκείνη του Ρούζβελτ το... 1938, ξεπερνώντας ακόμη και τις
απώλειες του... 1914!
Και να σκεφτεί κανείς ότι ο Ομπάμα δεν ακολούθησε πολιτική λιτότητας, αλλά δειλή αναπτυξιακή πολιτική...
πηγή: Εφημερίδα ΕΘΝΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου