Μέσα σε δύο μόνο χρόνια, ο Μπαράκ Ομπάμα κατάφερε να διανύσει την
απόσταση που χωρίζει τον παράδεισο από την κόλαση στο αμερικανικό
πολιτικό στερέωμα. Σύμφωνα με τα μέχρι στιγμής αποτελέσματα των
χθεσινών, ενδιάμεσων εκλογών για το Κογκρέσο (η καταμέτρηση συνεχίζεται,
αλλά δεν πρόκειται να ανατρέψει τη γενική εικόνα), οι Δημοκρατικοί
χάνουν τη Βουλή των Αντιπροσώπων, όπου οι Ρεπουμπλικανοί αποκτούν
συντριπτική πλειοψηφία, αν και διατηρούν οριακά τον έλεγχο της
Γερουσίας. Σε συνδυασμό με τον συντηρητικό προσανατολισμό του Ανωτάτου
Δικαστηρίου, η εκ δεξιών πίεση στον Μπαράκ Ομπάμα κατά το δεύτερο ήμισυ
της θητείας του θα γίνει ασφυκτική. Η διατήρηση του ελέγχου της
Γερουσίας διέψευσε τις χειρότερες προεκλογικές προβλέψεις για τους
Δημοκρατικούς και μετρίασε κάπως τις εντυπώσεις (ο Μπιλ Κλίντον είχε
χάσει και τα δύο σώματα του Κογκρέσου στις αντίστοιχες ενδιάμεσες
εκλογές του 1994, γεγονός που δεν τον εμπόδισε όμως να ξανακερδίσει την
προεδρία) αλλά δεν μεταβάλλει τα βασικά πολιτικά συμπεράσματα. Σε
αντίθεση με τη Βουλή των Αντιπροσώπων, το πιο δημοκρατικό εκ των δύο
σωμάτων του Κογκρέσου, που ανανεώνεται κατά 100% κάθε δύο χρόνια, η
Γερουσία, το πιο «ολιγαρχικό» σώμα, ανανεώνεται μόλις κατά το ένα τρίτο
και αυτός είναι ο βασικός παράγοντας που συγκράτησε την ήττα των
Δημοκρατικών. Και μόνο η αντικατάσταση της μαχητικής, Δημοκρατικής
προέδρου της Βουλής, Νάνσι Πελόζι, από τον επιθετικά συντηρητικό Τζον
Μπένερ καταδεικνύει τη μεγάλη απόσταση που διήνυσε το εκκρεμές του
αμερικανικού πολιτικού συστήματος. Ισχυρή συμβολική σημασία είχε και η
απώλεια, εκ μέρους των Δημοκρατικών, της έδρας που κατείχε στη Γερουσία ο
ίδιος ο Μπαράκ Ομπάμα στο Ιλινόι. Όλα τα exit polls κατέδειξαν
ότι οι Αμερικανοί πολίτες έριξαν, βασικά, ψήφο διαμαρτυρίας για την κακή
κατάσταση της οικονομίας, όπου η ασθενική και αβέβαιη ανάκαμψη
συνοδεύεται από τη διατήρηση της ανεργίας σε πολύ υψηλά επίπεδα και την
επέκταση της φτώχειας. Περισσότερο από ψήφος αποδοκιμασίας του Ομπάμα,
ήταν ψήφος καταδίκης ολόκληρου του πολιτικού συστήματος. Είναι
ενδεικτικό το γεγονός ότι το 50% των συντηρητικών ψηφοφόρων εξέφραζε την
αποδοκιμασία του για τους Ρεπουμπλικανούς και μόλις το 19% όσων ψήφισαν
τους υποψηφίους του κόμματος δέχονται ως προτεραιότητα τη βασική
πρότασή του για επέκταση των φορολογικών ελαφρύνσεων που είχε καθιερώσει
ο Μπους επ αόριστον. Ο Κεϋνσιανός οικονομολόγος Πολ Κρούγκμαν
εξέφρασε στους New York Times τη θέση ότι ο Ομπάμα δεν αποδοκιμάστηκε
επειδή ήταν «πολύ αριστερός» στην πολιτική του, αλλά αντίθετα, γιατί
υπήρξε πολύ άτολμος, γιατί επέλεξε την πολιτική του «κέντρου» σε μια
εποχή οξύτατης πόλωσης. «Προσπάθησε να μην τρομάξει τους τραπεζίτες και
κατέληξε να θυμώσει την ίδια την κοινωνική του βάση», εκτίμησε
χαρακτηριστικά. Η αδυναμία του Ομπάμα να κατεβάσει στις κάλπες το ρεύμα
των φτωχών, των μαύρων και των νέων που είχαν δώσει χαρακτηριστικά
κινήματος στο ρεύμα που τον έφερε στην προεδρία το 2008 υποστηρίζει αυτή
την εκτίμηση. Το κενό αυτό ήρθε να καλύψει το «οργισμένο κοινό»
της λευκής, μικροαστικής τάξης, που παθαίνει αμόκ από την κρίση και
αναζητά «ριζοσπαστικές λύσεις εναντίον του κατεστημένου» στον ακροδεξιό
λαϊκισμό, με έντονα στοιχεία ρατσισμού. Χαρακτηριστικός εκπρόσωπος αυτού
του ρεύματος το διαβόητο «Κόμμα του Τσαγιού» (Tea Party), που
προβάλλεται ως «κίνημα της κοινωνικής βάσης» της Δεξιάς, αν και
χρηματοδοτείται από ορισμένες εκ των μεγαλύτερων επιχειρηματικών
οικογενειών (Κοχ, Μέρντοχ κ.α.) και κατάφερε να εκλέξει δύο
γερουσιαστές. Τέσσερις στους δέκα ψηφοφόρους των Ρεπουμπλικανών
εξέφρασαν συμπάθεια για το Tea Party, το οποίο τείνει από γραφικότητα να
εξελιχθεί σε αυτόνομη πολιτική δύναμη. Στηριγμένο στον παραδοσιακό
«αντικρατισμό» της αμερικανικής μικροαστικής τάξης (το ίδιο το όνομά του
έλκει την καταγωγή του από την ιστορική άρνηση των εποίκων της Βοστώνης
να πληρώσουν φόρους στο αγγλικό στέμμα, γεγονός που αποτέλεσε πυροδότη
του πολέμου της Ανεξαρτησίας) βρίσκει απήχηση σε λαϊκά στρώματα
καταγγέλλοντας τον πακτωλό χρημάτων που έδωσε ο Ομπάμα για τη διάσωση
των τραπεζών και της αυτοκινητοβιομηχανίας. Φυσικά, ο δεξιός
λαϊκισμός εναντίον των «μεγιστάνων του χρήματος» αποτελεί προπέτασμα
καπνού μιας πολιτικής που υπηρετεί με άλλο τρόπο τους εν λόγω
μεγιστάνες, με την πρόταση για συρρίκνωση των φόρων και τη χολερική
αντίθεση στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη του συνόλου του πληθυσμού.
Σημαντικό ρόλο παίζει επίσης ο υφέρπων ρατσισμός, που βρίσκει εύκολο
στόχο στο πρόσωπο του πρώτου μαύρου προέδρου της Αμερικής. «Αυτοί οι
τεμπέληδες, οι μαύροι, θέλουν να μας φάνε τα λεφτά με τους φόρους και να
μοιραστούν με μας τα καλά κρεβάτια στα νοσοκομεία»! Στις μαχητικές
συγκεντρώσεις του Tea Party ο Μπαράκ Χουσείν Ομπάμα εμφανίζεται ως όχι
αρκούντως Αμερικανός, μουσουλμάνος (αναγκάστηκε μάλιστα να προβεί σε
ταπεινωτικές δηλώσεις βεβαιώνοντας πόσο πιστός Χριστιανός είναι),
συμπαθών του Μπιν Λάντεν (μήπως δεν έδωσε το πράσινο φως για να χτιστεί
τζαμί δίπλα στους Δίδυμους Πύργους;) και… κομμουνιστής! Στο φύλλο
του Νοεμβρίου, η γαλλική Le Monde Diplomatique σημειώνει το
αξιοπρόσεκτο φαινόμενο του «αντικομμουνισμού χωρίς κομμουνισμό» που
κυριεύει τις ΗΠΑ. Δημοφιλείς τηλεσχολιαστές, όπως ο Γκλεν Μπεκ στο Fox
News του μεγιστάνα των μίντια Ρούπερτ Μέρντοχ, καταγγέλλουν ότι «οι
κομμουνιστές θέλουν να καταστρέψουν την Αμερική». Ποιοι κομμουνιστές;
«Αυτοί που δουλεύουν για τον Βλαντιμίρ Πούτιν», τον… αρχικομμουνίσταρο!
Ποιοι είναι αυτοί επιτέλους; Φυσικά, ο Ομπάμα, η Πελόζι και οι
συνεργάτες τους. Απόδειξη: Η ελαστική πολιτική τους στο
μεταναστατευτικό, που αλλοιώνει την αμερικανική εθνική ταυτότητα με το
σωρό των Ισπανόφωνων μεταναστών και η «σοσιαλιστική» μεταρρύθμιση στον
τομέα της υγείας. Σε κάθε περίπτωση, οι αμερικανικές εκλογές
καταδεικνύουν ότι, σε συνθήκες πρωτοφανούς οικονομικής κρίσης και
κοινωνικής πόλωσης, το πολιτικό «κέντρο» γίνεται μαύρη τρύπα, που
καταπίνει ακόμη και τους πιο χαρισματικούς πολιτικούς του συστήματος.
Αυξάνεται η κοινωνική ζήτηση για ριζοσπαστικές, αντισυστημικές
απαντήσεις κι αν αυτή η ζήτηση δεν καλυφθεί από την εργατική τάξη και
την Αριστερά, θα καλυφθεί από την οργισμένη μικροαστική τάξη και κάποιου
είδους «ριζοσπαστική Δεξιά», φορέα πολιτικής μισαλλοδοξίας, κοινωνικού
ρατσισμού και πολιτιστικού πρωτογονισμού. Κι αυτό δεν ισχύει, βέβαια,
μόνο για την Αμερική. Η καμπάνα χτυπά για όλους.
|
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου