του Παναγιώτη Φραντζή
Υπάρχουν
πολλοί τρόποι να κρίνεις. Όπως υπάρχουν πολλοί τρόποι να δεις μια
ταινία. Ανεξάρτητα από τη δημοσιότητα και τις προεκτάσεις που έχει πάρει
λόγω της υποψηφιότητας για βράβευση στα Όσκαρ αξίζει κανείς να σταθεί
στο ίδιο το έργο «Κυνόδοντας» του Γιώργου Λάνθιμου. Και να το κρίνει
χωρίς να λάβει υπ’ όψιν ότι το προωθούν όλοι οι μηχανισμοί της ελληνικής
πολιτιστικής βιομηχανίας. Και τον Αγγελόπουλο προωθούν αυτοί – όσο κι
αν δεν έχουν καμία σχέση με τη γνώση, την ποίηση και τη συγκίνηση των
πλάνων του. Τι θα πει αυτό; Ότι οι ταινίες του είναι της άλλης πλευράς;
Μια ενδιαφέρουσα ταινία μπορεί να έχει πολλαπλές αναγνώσεις,
αλλά καταντά αστείο να διεκδικούν όλοι την ιδεολογική της ερμηνεία.
Σκεφτείτε αν ο μέγας Μπουνιουέλ – τον οποίο ατυχώς σύγκρινε με τον
Λάνθιμο ο Δημήτρης Δανίκας – θα ήταν μέγας αν τον διεκδικούσε και το
φρανκικό στρατόπεδο. Όχι τον ίδιο ασφαλώς, αλλά το νόημα των ταινιών
του. Θέλω να πω ότι τα πράγματα στον «Κυνόδοντα» είναι κάπως θολά.
Αναμφίβολα δεν λείπουν κάποια δυνατά νοήματα και εικόνες που δεν ξεχνάς.
Όμως η ταινία ως σύνολο δεν σου αφήνει στη μνήμη σου κάτι από τη βαθιά
συγκίνηση των μεγάλων έργων – σοκάρει ενδεχομένως, μα αυτό δεν μπορεί να
προκαλεί ούτε καν μετατοπίσεις. Δεν φωτίζει τις αιτίες, περιγράφει με
έναν «υπερβατικό» νατουραλισμό, μια δοσμένη συνθήκη.
Συμφωνούμε
με τις απόψεις όσων βλέπουν στην ταινία την αλληγορία μιας κοινωνίας
υποταγμένης. Κομμένης και ραμμένης στα μέτρα των κυρίαρχων. Όπου δεν
υπάρχει καμία αντίσταση, όλα δουλεύουν στο ρυθμό του ανταγωνισμού με
έπαθλο την επιβίωση. Είναι μια ανάγνωση πεσιμιστική της εποχής.
Πρόκειται για μια οπτική διαδεδομένη και στο λαϊκό πληθυσμό και στα
ανώτερα κοινωνικά στρώματα. Δεν γίνεται τίποτα κλπ κλπ. Ετσι όλοι κάθε
φορά επιστρέφουν στις δουλειές τους, στις καταθλίψεις τους, στη μικρή
ζωή τους. Τίποτα δεν συμβαίνει σε αυτό τον μελαγχολικό ιδιωτικό κόσμο
εκτός από πολλή δουλειά, αρρωστημένες διαπροσωπικές σχέσεις και αγωνία
για το μέλλον.
Επανέρχεται μάλιστα σε αυτό το θέμα ο Λάνθιμος με
αφορμή τη σκηνοθεσία του θεατρικού Πλατόνοφ του Τσέχοφ στη Νέα σκηνή
του Εθνικού, όταν δηλώνει ότι του αρέσει αυτός ο ήρωας που δεν
επαναστατεί γιατί τα βλέπει όλα σάπια και άθλια γύρω του
(«Ελευθεροτυπία», 8/2/2011). Όταν τα βλέπεις όλα σάπια γύρω σου, και
πάλι καλά που μας δίνεις έναν «Κυνόδοντα». Δεν είναι ότι αναζητάμε ένα
θετικό μήνυμα ή ήρωα με το δίκαννο κάποιου καινοφανούς εξεγερτικού
ρεαλισμού. Ακόμα και μια απαισιόδοξη εκτίμηση της εποχής μπορεί να δώσει
αριστουργήματα. Δύσκολα όμως θα τα καταφέρει αν ρίχνει το βάρος
μονόπλευρα στη φόρμα.
Όταν ο Μπουνιουέλ στον «Εξολοθρευτή
άγγελο» περιγράφει τον αφανισμό της παλιάς εξουσιαστικής τάξης, έχει ένα
ισχυρό insight.* Ο Λάνθιμος δεν έχει καταλήξει. Για αυτό καταφεύγει σε
ένα καθαρά φορμαλιστικό παιχνίδι ευρημάτων. Έχει το concept, δεν έχει
την ιδέα. Έτσι ο «Κυνόδοντας» δεν ξεσκεπάζει καμιά κρυμμένη αλήθεια, δεν
καταφέρνει να κρίνει ούτε το θεσμό της οικογένειας – αυτή ήταν η
δηλωμένη πρόθεση του σκηνοθέτη – ούτε πολύ περισσότερο τη σημερινή
κοινωνία. Πλησιάζει με αποσπασματικό τρόπο σε καυτές περιοχές αλλά τις
αφήνει στο τέλος ανεξερεύνητες.
Γιατί η σημερινή εξουσία έχει
αναπτύξει πολύ πιο μαλακά όπλα – και για αυτό πιο αποτελεσματικά – για
να επιβάλλεται. Ισα ίσα που σε αντίθεση με τον ψυχρό, άδειο από
συναίσθημα κόσμο που απεικονίζεται στον «Κυνόδοντα», είναι η ίδια η
αξιοποίηση του συναισθήματος που υποτάσσει τους εργαζόμενους στις
σύγχρονες επιχειρήσεις. Όλη η βιομηχανία της Διαχείρισης Ανθρωπίνων
Πόρων, αυτό μαρτυρά. Και ο φόβος δεν αφορά έναν κατονομασμένο εχθρό, τη
«γάτα» της ταινίας του Λάνθιμου, αλλά είναι ρευστός και απροσδιόριστος –
για αυτό θα ήταν ίσως πιο σωστό να μιλάμε για άγχος.
Η γνώμη
μας είναι ότι το εύρημα της «εκπαίδευσης σκύλων» εγκλώβισε τη δυναμική
του έργου. Ηταν το περιττό στοιχείο που ένας έμπειρος σεναριογράφος θα
πέταγε για να αναπτύξει σε άλλο σημείο την ουσία του. Η ταινία του
Λάνθιμου μας έδειξε μια οικογένεια που εκπαιδεύεται από τον πατέρα σαν
σκύλος. Και τι θέμα έχει αυτό; Πολλή υπακοή, λίγη εξουσία. Εκεί έχουν το
πρόβλημα οι πεσιμιστές. Δεν μπορούν να αναλύσουν αυτό που συμβαίνει –
να κάνουν μια ψυχρή εκτίμηση των τρόπων, των μεθόδων οργάνωσης της
σχέσης εξουσία. Βλέπουν παντού μόνο υπακοή.
Η ευφυία του
σκηνοθέτη φαίνεται στον τρόπο που χειρίζεται τη σχέση εξουσία – για
παράδειγμα δείχνοντάς μας το παιχνίδι που προκαλείται από τον χαζό και
ανούσιο ανταγωνισμό των παιδιών, για τη συλλογή «αυτοκόλλητων». Στο
οποίο χαζοπαίχνιδο βασίζεται όλη η οργάνωση των σύγχρονων χώρων
εργασίας. Η επιδημία αυτοκτονιών στελεχών της Φρανς Τελεκόμ ως ύστατη
κίνηση φυγής από τον εγκλεισμό σε μια αφόρητη εντατική ρουτίνα μοιάζει
τρομακτικά με την απελπιστική χειρονομία της κόρης στο τέλος της
ταινίας.
Μπορούσε ο Λάνθιμος να μας πει τι είναι αυτό που μας
κρατάει εσώκλειστους σε αυτό τον παράφορο κόσμο; Ισως μπορέσει στο
μέλλον. Δεν είναι σίγουρα η υπακοή. Δεν υπάρχει υπακοή. Υπάρχει
εγκλωβισμός και ίσως ενσωμάτωση για ένα τμήμα. Σε τελευταία ανάλυση η
αδυναμία του έργου μαρτυρά αδυναμία πολιτικής σκέψης. Αξίζει πάντως να
σταθούμε κοντά στον δημιουργό – αποφεύγοντας το ανούσιο παιχνίδι της
ερμηνείας για τους λόγους που προαναφέρθηκαν.
Σίγουρα υπάρχουν
φιλελεύθερες αναγνώσεις ή απόπειρες μετάφρασης σε πιο ακίνδυνες περιοχές
της ταινίας – κριτική στην παραδοσιακή οικογένεια, στο ξεπερασμένο
πατερναλιστικό ελληνικό πρότυπο, κλπ. Αυτές οι περιοχές είναι υπαρκτές.
Και το ίδιο το έργο δεν τις κλείνει. Και για αυτό διευκολύνεται η
προώθηση της ταινίας από το ίδιο το σύστημα, που λέει και ο
«Ριζοσπάστης». Ωστόσο ας κρατήσουμε από την ταινία το άκρως επίκαιρο
θέμα του εγκλεισμού μας, από την ιδεολογία που μας σερβίρει το σύστημα,
κι ας ακονίσουμε τη σκέψη μας πέρα απ΄ τα κλισέ της εύκολης κριτικής.
Από
αυτή τη σκοπιά, το καλύτερο που έχει να κάνει ο Λάνθιμος είναι να
μελετήσει την ψυχή των ταινιών που αγαπά και να «διαβάσει» πιο
διεισδυτικά την ίδια την πραγματικότητα γιατί έχει σίγουρα το ταλέντο να
μας δώσει μια πραγματικά σπουδαία ταινία στο προσεχές μέλλον.
πηγή: Αριστερό Βήμα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου