Μια παρέμβαση του Γάλλου κοινωνιολόγου Φιλίπ Κορκόφ, μέλους του ΝΡΑ, με
αφορμή το κίνημα εναντίον της συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης
Αντιμέτωπο με τον απολυταρχισμό της πολιτικής επιστράτευσης και των
ειδικών αστυνομικών δυνάμεων, το γαλλικό κοινωνικό κίνημα εναντίον της
αντιδραστικής μεταρρύθμισης Σαρκοζί, το οποίο παρακολουθεί με ενδιαφέρον
και ελπίδα ολόκληρη η προοδευτική Ευρώπη, μπαίνει σε μια νέα, δύσκολη
φάση μετά την αναμενόμενη επικύρωση του σχετικού νόμου από Βουλή και
Γερουσία, την Τετάρτη. Σ’ αυτό το φόντο, αναπτύσσονται έντονες ζυμώσεις
στους κόλπους της κοινωνικής και πολιτικής Αριστεράς για την επόμενη
μέρα. Μια από τις πολλές, ενδιαφέρουσες απόψεις που κατατέθηκαν ήταν
εκείνη του Φιλίπ Κορκόφ, κοινωνιολόγου και μέλους του Νέου
Αντικαπιταλιστικού Κόμματος (ΝΡΑ), ο οποίος συνοψίζει ως εξής την
κεντρική του ιδέα: «Αντί να εγκλωβιστούμε στο ‘όλα ή τίποτα’, γενική
απεργία ή φθορά του κινήματος, ας ακολουθήσουμε το δρόμο ενός κινήματος
μακράς διαρκείας, πολύμορφου και μετωπικού».
Ο αρθογράφος στην ιστοσελίδα του ΝΡΑ ξεκινά από την εκτίμηση ότι «επί του παρόντος, οι ανανεούμενες απεργίες βρίσκουν μια ορισμένη απήχηση, αλλά δεν εξελίσσονται σε κύμα με τάση γενίκευσης... Το επίπεδο των συγκλίσεων και της ριζοσπαστικοποίησης στο πλαίσιο των διασυνδικαλιστικών συνελεύσεων δεν αφήνει πολλά περιθώρια ελπίδας για μια γενική απεργία που θα εξαπλωθεί σε πανεθνική κλίμακα». Παρόλα αυτά, ο Φιλίπ Κορκόφ θεωρεί ότι κάθε άλλο παρά αναπότρεπτο είναι να φυλλοροήσει και να ηττηθεί το κίνημα μετά τις διακοπές των Αγίων Πάντων. «Γιατί ο δυναμισμός και ο ενθουσιασμός, η χαρά της υπεράσπισης της προσωπικής αξιοπρέπειας λέγοντας ‘όχι’, όπως και η απόλαυση της συνεύρεσης, της συλλογικότητας και της αλληλεγγύης (αυτό το «εγώ, η πάλη των τάξεων»- je lutte des classes- όπου σμίγουν αξεδιάλυτα το εγώ και το εμείς!) είναι ακόμη εδώ, και μάλιστα ενισχύονται με την κάθοδο των λυκείων στις διαδηλώσεις, στο πνεύμα εκείνης της περίφημης παράφρασης του Ντεκάρτ «εξεγείρομαι, άρα υπάρχω», που έγραφε, ακολουθώντας τον Καμύ, το πανώ των μαθητών στη Νιμ. Επομένως, η βασική πρόκληση είναι να διατηρήσουμε και να αναπτύξουμε περαιτέρω αυτή την ενέργεια, δίνοντας στο κίνημα πιο μακροπρόθεσμο χαρακτήρα, με την αναπόφευκτη συγκατοίκηση του πόλου της σύνεσης με τον πόλο του ριζοσπαστισμού».
Ο ριζοσπάστης κοινωνιολόγος εκτιμά ότι ήδη, στο εξελισσόμενο κοινωνικό κίνημα αναπτύσσονται αυθόρμητα, μέρα με την ημέρα, στοιχεία που του δίνουν ρευστότητα, διάρκεια και πολυμορφία- άλλοι κλάδοι μπαίνουν κι άλλοι βγαίνουν προσωρινά, για να ξαναμπούν στη συνέχεια, αποφασιστικές κορυφώσεις σε ορισμένους κλάδους και χώρους που συντηρούν ένα γενικό επίπεδο εγρήγορσης και αγωνιστικότητας, για να δώσουν τη σκυτάλη σε άλλους, συνδυασμός κινητοποιήσεων στους χώρους δουλειάς και κατοικίας, εκδηλώσεις αλληλεγγύης σ’ αυτούς που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή του μετώπου κ.α. «Ένα κοινωνικό αντάρτικο εναντίον του Σαρκοζί βρίσκεται στη διαδικασία της διαμόρφωσης- πιο κινητικό, με μεγαλύτερη διάχυση, με περισσότερες μορφές από ό,τι θα μπορούσε να εκδηλωθεί στο πλαίσιο μιας γενικής απεργίας».
Σ’ αυτό το πνεύμα, ο αρθογράφος διατυπώνει την ενδιαφέρουσα ιδέα ότι το κοινωνικό κίνημα είναι λιγότερο πιθανό να πάρει τη μορφή ενός εκρηκτικού, απότομου «νέου Μάη του ‘68» και περισσότερο να μοιάζει με έναν νέο «παρατεταμένο Μάη, τύπου Ιταλίας των δεκαετιών του ’60 και του ‘70». Διευκρινίζει, βεβαίως, ότι η ιστορία ποτέ δεν επαναλαμβάνεται και ότι κάθε αναλογία είναι πολύ σχετική. Επιμένει ωστόσο ότι «η μορφή της γενικής απεργίας εργατών- φοιτητών που σφράγισε τον γαλλικό Μάη του ’68 δεν είναι ίσως η πιο πρόσφορη για την κατάσταση που βρίσκεται το σημερινό κίνημα. Όπως επίσης, δεν είναι, πιθανότατα, ούτε η μορφή της απεργίας που παρέλυσε τις μεταφορές, παράλληλα με τις μαζικότατες διαδηλώσεις του Νοεμβρίου- Δεκεμβρίου 1995 (εναντίον του νόμου Ζιπέ, πάλι για το ασφαλιστικό, που κατέληξε στην πτώση της δεξιάς κυβέρνησης). Μήπως λοιπόν ο «έρπων ιταλικός Μάης», αν και λιγότερο γνωστός στη Γαλλία, αποτελεί ένα πιο κοντινό στις ανάγκες μας πρότυπο»;
Όπως εξηγεί ο Κορκόφ, «αρχίζοντας από το 1966 με το φοιτητικό κίνημα, το ριζοσπαστικό ρεύμα της Ιταλίας δημιούργησε τις πρώτες του αρθρώσεις με την εργατική διαμαρτυρία την άνοιξη του 1968. Έπειτα, την περίοδο 1968- ’69, συνδικαλιστές διαφόρων τάσεων, κοινωνικοί αγωνιστές και ριζοσπάστες φοιτητές άρχισαν να συγκλίνουν σε μονιμότερη βάση τροφοδοτώντας μια πανσπερμία κινητοποιήσεων, που οδηγούνταν σε πολύμορφες συγκρούσεις με την πολιτική εξουσία και την εξουσία των αφεντικών, χωρίς να φτάσουν σε καμία στιγμή το επίπεδο της γενικής παράλυσης, που γνώρισε η Γαλλία τον Μάη του ’68. Αγώνες εργατικοί και φοιτητικοί, κινήματα πόλης εναντίον των αυξήσεων στα νοίκια, μέρες δράσης και μέρες γενικής απεργίας».
Στο έδαφος αυτής της ιστορικής εμπειρίας, ο Γάλλος κοινωνιολόγος υποστηρίζει ότι το σημερινό κίνημα οφείλει να πάρει αποστάσεις από δύο μορφές φετιχισμού: Τον φετιχισμό της νομιμότητας, στον οποίο ρέπει ο πόλος της μετριοπάθειας και τον φετιχισμό της γενικής απεργίας, στον οποίο ρέπει η ριζοσπαστική Αριστερά. Αναφορικά με το ταμπού της νομιμότητας, ο Κορκόφ παραπέμπει σε πρόσφατο βιβλίο του κοινωνιολόγου Αλμπέρ Οζιάν και της φιλοσόφου Σαντρά Λοζιέ με τίτλο «Προς τι η ανυπακοή στη δημοκρατία;» και στη δικαιολόγηση της ανυπακοής από τον Αμερικανό Χένρι Ντέιβιντ Θορό (1817- 1862). «Το νόμιμο δεν είναι δίκαιο», λέει ο Κορκόφ, και προσθέτει ότι οι εμπειρίες των λαϊκών στρωμάτων στην εποχή των σκανδάλων και της διαπλοκής υπονομεύουν τη νομιμοποίηση των ηγεμονικών ελίτ. «Η σύγχρονη, αντιπροσωπευτική δημοκρατία των επαγγελματιών πολιτικών αναπτύσσει στο εσωτερικό της μια αντιδημοκρατική, ολιγαρχική τάση και εξελίσσεται σε ηγεμονία των εκπροσώπων πάνω στους εκπροσωπούμενους».
Από την άλλη, πάντα κατά την άποψη του Κορκόφ, ο φετιχισμός της γενικής απεργίας «αναγορεύει σε πασπαρτού μια συγκεκριμένη μορφή πάλης χωρίς να παίρνει υπόψη τις συγκεκριμένες συνθήκες… Η προοπτική της γενικής απεργίας είναι πολύ καλό πράγμα, αν εμφανίζεται ως ο ορίζοντας της γενίκευσης, ξεκινώντας από τις συγκεκριμένες αγωνιστικές εμπειρίες των εργαζομένων και δεν έρχεται από τα πάνω, δογματικά, σαν το σφυρί της ‘πρωτοπορίας’ πάνω στα κεφάλια των μαζών». Στις σημερινές συνθήκες, υποστηρίζει ο συγγραφέας, η μονότονη επανάληψη του συνθήματος της γενικής απεργίας καλλιεργεί μια λογική του τύπου «όλα ή τίποτα» και απειλεί να προκαλέσει την αποθάρρυνση των μαζών.
Υπό αυτό το πρίσμα, θα πρέπει να εξετάσει κανείς «την προοπτική ενός παρατεταμένου κοινωνικού και πολιτικού αντάρτικου. Ένα πολύμορφο κοινωνικό κίνημα, στο στιλ του έρποντος ιταλικού Μάη, όπου τοπικές και κλαδικές απεργίες θα συνδυάζονται με ημέρες πανεθνικής δράσης και απεργίες διαρκείας, όπου θα λαμβάνουν χώρα περιστρεφόμενες απεργίες, ώστε να μειώνεται το κόστος πάνω στους απεργούς, όπου θα δημιουργούμε απεργιακά ταμεία αλληλεγγύης προς τους μαχόμενους κλάδους, οργανικούς δεσμούς με την κριτική διανόηση και τους καλλιτέχνες ώστε να πάρει μεγαλύτερη έκταση η απονομιμοποίηση της εξουσίας του Σαρκοζί, όπου θα συνδυάζουμε τις αγωνιστικές μορφές με την προώθηση εναλλακτικών χώρων κοινωνικής αυτονομίας- λαϊκά πανεπιστήμια, πολιτιστικές λέσχες κ.α.».
Τέλος, ο Κορκόφ θέτει το ερώτημα αν ένα τέτοιο κοινωνικό αντάρτικο πρέπει να μείνει σε ειρηνικά πλαίσια και απαντάει θετικά. «Όχι γιατί η επιλογή της μη βίας αποτελεί αμετακίνητη αρχή. Συνεχίζω να πιστεύω ότι σε ορισμένες περιπτώσεις όπου οι κυρίαρχες τάξεις επιβάλλουν τη διαιώνιση της εξουσίας τους με φυσική βία και όπου δεν έχουμε στα χέρια μας ούτε τα ελάχιστα μέσα των δημοκρατικών δικαιωμάτων, η προσφυγή στα όπλα μπορεί να δικαιολογηθεί. Ωστόσο, δεν βρισκόμαστε σ’ αυτό το σημείο, στη Γαλλία του σήμερα… Αντίθετα, η ασφάλεια αποτελεί βασικό σημείο νομιμοποίησης της εξουσίας του Σαρκοζί και το κίνημα οφείλει να του αφαιρέσει αυτή τη νομιμοποίηση και όχι να τον βοηθήσει να την ενισχύσει (με αδικαιολόγητη προσφυγή στη βία)». Προσθέτει επίσης την εξής σημαντική θέση: «Σε αντίθεση με την εμπορευματοποίηση της ανθρώπινης ζωής, που προωθεί ο καπιταλισμός, χρειάζεται να δείχνουμε με τις πράξεις μας την απόλυτη διάκριση ανάμεσα στους ανθρώπους και τα πράγματα». Από αυτή τη σκοπιά, ο Κορκόφ δέχεται υπό όρους πράξεις συμβολικής βίας-όπως έγινε στη Γαλλία εναντίον εστιατορίων Mc Donald’s, τραπεζών και γενετικά μεταλλαγμένων προϊόντων- αλλά όχι πράξεις κατά της ζωής.
Ο αρθογράφος στην ιστοσελίδα του ΝΡΑ ξεκινά από την εκτίμηση ότι «επί του παρόντος, οι ανανεούμενες απεργίες βρίσκουν μια ορισμένη απήχηση, αλλά δεν εξελίσσονται σε κύμα με τάση γενίκευσης... Το επίπεδο των συγκλίσεων και της ριζοσπαστικοποίησης στο πλαίσιο των διασυνδικαλιστικών συνελεύσεων δεν αφήνει πολλά περιθώρια ελπίδας για μια γενική απεργία που θα εξαπλωθεί σε πανεθνική κλίμακα». Παρόλα αυτά, ο Φιλίπ Κορκόφ θεωρεί ότι κάθε άλλο παρά αναπότρεπτο είναι να φυλλοροήσει και να ηττηθεί το κίνημα μετά τις διακοπές των Αγίων Πάντων. «Γιατί ο δυναμισμός και ο ενθουσιασμός, η χαρά της υπεράσπισης της προσωπικής αξιοπρέπειας λέγοντας ‘όχι’, όπως και η απόλαυση της συνεύρεσης, της συλλογικότητας και της αλληλεγγύης (αυτό το «εγώ, η πάλη των τάξεων»- je lutte des classes- όπου σμίγουν αξεδιάλυτα το εγώ και το εμείς!) είναι ακόμη εδώ, και μάλιστα ενισχύονται με την κάθοδο των λυκείων στις διαδηλώσεις, στο πνεύμα εκείνης της περίφημης παράφρασης του Ντεκάρτ «εξεγείρομαι, άρα υπάρχω», που έγραφε, ακολουθώντας τον Καμύ, το πανώ των μαθητών στη Νιμ. Επομένως, η βασική πρόκληση είναι να διατηρήσουμε και να αναπτύξουμε περαιτέρω αυτή την ενέργεια, δίνοντας στο κίνημα πιο μακροπρόθεσμο χαρακτήρα, με την αναπόφευκτη συγκατοίκηση του πόλου της σύνεσης με τον πόλο του ριζοσπαστισμού».
Ο ριζοσπάστης κοινωνιολόγος εκτιμά ότι ήδη, στο εξελισσόμενο κοινωνικό κίνημα αναπτύσσονται αυθόρμητα, μέρα με την ημέρα, στοιχεία που του δίνουν ρευστότητα, διάρκεια και πολυμορφία- άλλοι κλάδοι μπαίνουν κι άλλοι βγαίνουν προσωρινά, για να ξαναμπούν στη συνέχεια, αποφασιστικές κορυφώσεις σε ορισμένους κλάδους και χώρους που συντηρούν ένα γενικό επίπεδο εγρήγορσης και αγωνιστικότητας, για να δώσουν τη σκυτάλη σε άλλους, συνδυασμός κινητοποιήσεων στους χώρους δουλειάς και κατοικίας, εκδηλώσεις αλληλεγγύης σ’ αυτούς που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή του μετώπου κ.α. «Ένα κοινωνικό αντάρτικο εναντίον του Σαρκοζί βρίσκεται στη διαδικασία της διαμόρφωσης- πιο κινητικό, με μεγαλύτερη διάχυση, με περισσότερες μορφές από ό,τι θα μπορούσε να εκδηλωθεί στο πλαίσιο μιας γενικής απεργίας».
Σ’ αυτό το πνεύμα, ο αρθογράφος διατυπώνει την ενδιαφέρουσα ιδέα ότι το κοινωνικό κίνημα είναι λιγότερο πιθανό να πάρει τη μορφή ενός εκρηκτικού, απότομου «νέου Μάη του ‘68» και περισσότερο να μοιάζει με έναν νέο «παρατεταμένο Μάη, τύπου Ιταλίας των δεκαετιών του ’60 και του ‘70». Διευκρινίζει, βεβαίως, ότι η ιστορία ποτέ δεν επαναλαμβάνεται και ότι κάθε αναλογία είναι πολύ σχετική. Επιμένει ωστόσο ότι «η μορφή της γενικής απεργίας εργατών- φοιτητών που σφράγισε τον γαλλικό Μάη του ’68 δεν είναι ίσως η πιο πρόσφορη για την κατάσταση που βρίσκεται το σημερινό κίνημα. Όπως επίσης, δεν είναι, πιθανότατα, ούτε η μορφή της απεργίας που παρέλυσε τις μεταφορές, παράλληλα με τις μαζικότατες διαδηλώσεις του Νοεμβρίου- Δεκεμβρίου 1995 (εναντίον του νόμου Ζιπέ, πάλι για το ασφαλιστικό, που κατέληξε στην πτώση της δεξιάς κυβέρνησης). Μήπως λοιπόν ο «έρπων ιταλικός Μάης», αν και λιγότερο γνωστός στη Γαλλία, αποτελεί ένα πιο κοντινό στις ανάγκες μας πρότυπο»;
Όπως εξηγεί ο Κορκόφ, «αρχίζοντας από το 1966 με το φοιτητικό κίνημα, το ριζοσπαστικό ρεύμα της Ιταλίας δημιούργησε τις πρώτες του αρθρώσεις με την εργατική διαμαρτυρία την άνοιξη του 1968. Έπειτα, την περίοδο 1968- ’69, συνδικαλιστές διαφόρων τάσεων, κοινωνικοί αγωνιστές και ριζοσπάστες φοιτητές άρχισαν να συγκλίνουν σε μονιμότερη βάση τροφοδοτώντας μια πανσπερμία κινητοποιήσεων, που οδηγούνταν σε πολύμορφες συγκρούσεις με την πολιτική εξουσία και την εξουσία των αφεντικών, χωρίς να φτάσουν σε καμία στιγμή το επίπεδο της γενικής παράλυσης, που γνώρισε η Γαλλία τον Μάη του ’68. Αγώνες εργατικοί και φοιτητικοί, κινήματα πόλης εναντίον των αυξήσεων στα νοίκια, μέρες δράσης και μέρες γενικής απεργίας».
Στο έδαφος αυτής της ιστορικής εμπειρίας, ο Γάλλος κοινωνιολόγος υποστηρίζει ότι το σημερινό κίνημα οφείλει να πάρει αποστάσεις από δύο μορφές φετιχισμού: Τον φετιχισμό της νομιμότητας, στον οποίο ρέπει ο πόλος της μετριοπάθειας και τον φετιχισμό της γενικής απεργίας, στον οποίο ρέπει η ριζοσπαστική Αριστερά. Αναφορικά με το ταμπού της νομιμότητας, ο Κορκόφ παραπέμπει σε πρόσφατο βιβλίο του κοινωνιολόγου Αλμπέρ Οζιάν και της φιλοσόφου Σαντρά Λοζιέ με τίτλο «Προς τι η ανυπακοή στη δημοκρατία;» και στη δικαιολόγηση της ανυπακοής από τον Αμερικανό Χένρι Ντέιβιντ Θορό (1817- 1862). «Το νόμιμο δεν είναι δίκαιο», λέει ο Κορκόφ, και προσθέτει ότι οι εμπειρίες των λαϊκών στρωμάτων στην εποχή των σκανδάλων και της διαπλοκής υπονομεύουν τη νομιμοποίηση των ηγεμονικών ελίτ. «Η σύγχρονη, αντιπροσωπευτική δημοκρατία των επαγγελματιών πολιτικών αναπτύσσει στο εσωτερικό της μια αντιδημοκρατική, ολιγαρχική τάση και εξελίσσεται σε ηγεμονία των εκπροσώπων πάνω στους εκπροσωπούμενους».
Από την άλλη, πάντα κατά την άποψη του Κορκόφ, ο φετιχισμός της γενικής απεργίας «αναγορεύει σε πασπαρτού μια συγκεκριμένη μορφή πάλης χωρίς να παίρνει υπόψη τις συγκεκριμένες συνθήκες… Η προοπτική της γενικής απεργίας είναι πολύ καλό πράγμα, αν εμφανίζεται ως ο ορίζοντας της γενίκευσης, ξεκινώντας από τις συγκεκριμένες αγωνιστικές εμπειρίες των εργαζομένων και δεν έρχεται από τα πάνω, δογματικά, σαν το σφυρί της ‘πρωτοπορίας’ πάνω στα κεφάλια των μαζών». Στις σημερινές συνθήκες, υποστηρίζει ο συγγραφέας, η μονότονη επανάληψη του συνθήματος της γενικής απεργίας καλλιεργεί μια λογική του τύπου «όλα ή τίποτα» και απειλεί να προκαλέσει την αποθάρρυνση των μαζών.
Υπό αυτό το πρίσμα, θα πρέπει να εξετάσει κανείς «την προοπτική ενός παρατεταμένου κοινωνικού και πολιτικού αντάρτικου. Ένα πολύμορφο κοινωνικό κίνημα, στο στιλ του έρποντος ιταλικού Μάη, όπου τοπικές και κλαδικές απεργίες θα συνδυάζονται με ημέρες πανεθνικής δράσης και απεργίες διαρκείας, όπου θα λαμβάνουν χώρα περιστρεφόμενες απεργίες, ώστε να μειώνεται το κόστος πάνω στους απεργούς, όπου θα δημιουργούμε απεργιακά ταμεία αλληλεγγύης προς τους μαχόμενους κλάδους, οργανικούς δεσμούς με την κριτική διανόηση και τους καλλιτέχνες ώστε να πάρει μεγαλύτερη έκταση η απονομιμοποίηση της εξουσίας του Σαρκοζί, όπου θα συνδυάζουμε τις αγωνιστικές μορφές με την προώθηση εναλλακτικών χώρων κοινωνικής αυτονομίας- λαϊκά πανεπιστήμια, πολιτιστικές λέσχες κ.α.».
Τέλος, ο Κορκόφ θέτει το ερώτημα αν ένα τέτοιο κοινωνικό αντάρτικο πρέπει να μείνει σε ειρηνικά πλαίσια και απαντάει θετικά. «Όχι γιατί η επιλογή της μη βίας αποτελεί αμετακίνητη αρχή. Συνεχίζω να πιστεύω ότι σε ορισμένες περιπτώσεις όπου οι κυρίαρχες τάξεις επιβάλλουν τη διαιώνιση της εξουσίας τους με φυσική βία και όπου δεν έχουμε στα χέρια μας ούτε τα ελάχιστα μέσα των δημοκρατικών δικαιωμάτων, η προσφυγή στα όπλα μπορεί να δικαιολογηθεί. Ωστόσο, δεν βρισκόμαστε σ’ αυτό το σημείο, στη Γαλλία του σήμερα… Αντίθετα, η ασφάλεια αποτελεί βασικό σημείο νομιμοποίησης της εξουσίας του Σαρκοζί και το κίνημα οφείλει να του αφαιρέσει αυτή τη νομιμοποίηση και όχι να τον βοηθήσει να την ενισχύσει (με αδικαιολόγητη προσφυγή στη βία)». Προσθέτει επίσης την εξής σημαντική θέση: «Σε αντίθεση με την εμπορευματοποίηση της ανθρώπινης ζωής, που προωθεί ο καπιταλισμός, χρειάζεται να δείχνουμε με τις πράξεις μας την απόλυτη διάκριση ανάμεσα στους ανθρώπους και τα πράγματα». Από αυτή τη σκοπιά, ο Κορκόφ δέχεται υπό όρους πράξεις συμβολικής βίας-όπως έγινε στη Γαλλία εναντίον εστιατορίων Mc Donald’s, τραπεζών και γενετικά μεταλλαγμένων προϊόντων- αλλά όχι πράξεις κατά της ζωής.
πηγή: Αριστερό Βήμα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου