Τώρα
που με την ευκαιρία των τοπικών εκλογών οι περιχαρακωμένοι στην
αστική μεγαλούπολη,που βαυκαλίζονται σε "εξεγερμένους" μικρόκοσμους,
επιστρέφουν στις σιωπηρές πλειοψηφίες της επαρχίας, το παρακάτω άρθρο
του Γ.Ρούση θέτει το πρόβλημα της απουσίας της αριστεράς στη πραγματική
του αφετηρία.
Περνώντας τις διακοπές μου ένα αρκετά μεγάλο διάστημα κοντά σ' ένα επαρχιώτικο χωριό, επιβεβαίωσα αυτό που μου λέει χρόνια τώρα ο φίλος μου ο Λάζαρος, που εδώ και καιρό ζει μόνιμα πια στο χωριό του, ότι δηλαδή για τον κόσμο εκεί, πέρα βρέχει περί όσων μας απασχολούν εμάς τους αριστερούς των μεγάλων πόλεων, και βεβαίως πέρα βρέχει όχι μόνον για την όποια θεωρητική αναζήτηση, αλλά ακόμη και για μια στοιχειώδη πολιτική συζήτηση που να ξεπερνάει την ποδοσφαιρικού τύπου αντιπαράθεση ανάμεσα στους λιγοστούς πια οπαδούς των διαφόρων κομμάτων.
Αν δηλαδή στην Αθήνα και τις άλλες μεγάλες πόλεις υπάρχει ένα ισχυρό ρεύμα ενσωμάτωσης και αδιαφορίας για τα κοινά, αυτό το ρεύμα φαίνεται να είναι σαρωτικό στην επαρχία και δη την τουριστική, όπου η συχνά πιο εύκολη κατάκτηση του Μαμωνά από τη μια και η παντελής έλλειψη πολιτιστικής καλλιέργειας από την άλλη, οδηγεί στο κυνήγι ενός νεοπλουτισμού κενού κάθε ουσιαστικού περιεχομένου, σε μια απόλυτη κυριαρχία του φαίνεσθαι και του έχειν.
Οι λόγοι πολλοί και διάφοροι και πάνω απ' όλους ο ίδιος ο κυρίαρχος τρόπος ζωής, η κυρίαρχη ιδεολογία, και οι κυρίαρχες αξίες, που μάλλον αποκτηνώνουν τους ανθρώπους και τους αποξενώνουν από την ανθρώπινη ουσία τους, παρά τους οδηγούν να αναζητούν τη δημιουργική αξιοποίηση των δυνατοτήτων τους.
Πέρα όμως απ' αυτές τις αιτίες και η αριστερά δεν είναι άμοιρη ευθυνών γι' αυτόν τον ξεπεσμό και τούτο διότι είναι παντελώς απούσα από τη μάχη της ανάπτυξης της γνώσης και κυρίως της κριτικής σκέψης, οι οποίες πέρα από το υπόλοιπο Είναι των ανθρώπων αποτελούν ένα ισχυρό ανάχωμα στην αποδοχή των κυρίαρχων αξιών και κατ' επέκταση στην ενσωμάτωση.
Και πολύ φοβάμαι ότι η απουσία αυτή της αριστεράς δεν οφείλεται μόνον στις θεωρητικές της ανεπάρκειες, που άκουσον, άκουσον για τη γραμματέα του ΚΚΕ φτάνουν στο σημείο να θεωρεί ότι την παγκόσμια επανάσταση την οποία και αρνείται (!) την υπερασπίζονται οι Τρότσκι, Πάμπλο, Μαρκούζε και Καστοριάδης αλλά όχι οι Μαρξ, Ενγκελς και Λένιν (!), (1) αλλά τουλάχιστον για την πιο σημαντική συνιστώσα της, σε μια συνειδητή επιλογή της η οποία αποσκοπεί από τη μια στο να καλύπτει αυτές τις ανεπάρκειες και από την άλλη να αποτρέπει την ανάπτυξη της κριτικής σκέψης στο εσωτερικό της, κάτι που θα μπορούσε να θέσει σε αμφισβήτηση πολλές επιλογές της ηγεσίας της. Ετσι όμως όταν οι νέοι άνθρωποι διαπλάθονται δίχως τα αντισώματα της κριτικής με συνειδητά μειωμένα τα λευκά τους αιμοσφαίρια, είναι λογικό να είναι ευάλωτοι στο όποιο μικρόβιο απ' όπου κι αν προέρχεται αυτό.
Κι αν μια τέτοια πολιτική μπορεί να βολεύει ένα τμήμα της αριστεράς για να διατηρεί τις εκλογικές του δυνάμεις στη βάση μιας αυτονόητης συνδικαλιστικού τύπου αντίδρασης ή και στη βάση μιας ηρωικής παράδοσης, της τυφλής πίστης, του συναισθηματικού ή του θρησκευτικού δεσίματος με αυτήν, αυτή η πολιτική ούτε για την ίδια μπορεί να είναι αποτελεσματική σε βάθος χρόνου, οπότε και θα δει τις δυνάμεις της να συρρικνώνονται, ούτε κυρίως για την επαναστατική ανατροπή της κοινωνίας, η οποία και μόνον τότε είναι δυνατόν να επιτελεστεί όταν κυρίως η εργατική τάξη στη βάση της κριτικής της σκέψης θα πάψει να «συγκατατίθεται» σιωπηρά να εκπληρώνει την καπιταλιστική λειτουργία.
Σε αντιστάθμισμα αυτής της ουσιαστικά αντιδραστικής πολιτικής, το να επαναλαμβάνεται από δυνάμεις της αριστεράς σε όλες τις κλίσεις, ο όρος εργατική ή ταξική πάλη, δυνάμεις, συνδικάτα... και πάει λέγοντας, και τούτο στο πλαίσιο ενός άκρατου εργατισμού, κάθε άλλο παρά μπορεί να προσδώσει στην ίδια την εργατική τάξη και τις δυνάμεις που δηλώνουν ότι την εκπροσωπούν, τη χαμένη τους επαναστατικότητα. Στην πραγματικότητα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο, η συνειδητή ή όχι παραγνώριση του θεμελιακού προβλήματος της ενσωμάτωσης οδηγεί και στην μη αντιμετώπισή της και τελικά στη διεύρυνσή της, με αποτέλεσμα τη διαιώνιση της καπιταλιστικής βαρβαρότητας.
Περνώντας τις διακοπές μου ένα αρκετά μεγάλο διάστημα κοντά σ' ένα επαρχιώτικο χωριό, επιβεβαίωσα αυτό που μου λέει χρόνια τώρα ο φίλος μου ο Λάζαρος, που εδώ και καιρό ζει μόνιμα πια στο χωριό του, ότι δηλαδή για τον κόσμο εκεί, πέρα βρέχει περί όσων μας απασχολούν εμάς τους αριστερούς των μεγάλων πόλεων, και βεβαίως πέρα βρέχει όχι μόνον για την όποια θεωρητική αναζήτηση, αλλά ακόμη και για μια στοιχειώδη πολιτική συζήτηση που να ξεπερνάει την ποδοσφαιρικού τύπου αντιπαράθεση ανάμεσα στους λιγοστούς πια οπαδούς των διαφόρων κομμάτων.
Αν δηλαδή στην Αθήνα και τις άλλες μεγάλες πόλεις υπάρχει ένα ισχυρό ρεύμα ενσωμάτωσης και αδιαφορίας για τα κοινά, αυτό το ρεύμα φαίνεται να είναι σαρωτικό στην επαρχία και δη την τουριστική, όπου η συχνά πιο εύκολη κατάκτηση του Μαμωνά από τη μια και η παντελής έλλειψη πολιτιστικής καλλιέργειας από την άλλη, οδηγεί στο κυνήγι ενός νεοπλουτισμού κενού κάθε ουσιαστικού περιεχομένου, σε μια απόλυτη κυριαρχία του φαίνεσθαι και του έχειν.
Οι λόγοι πολλοί και διάφοροι και πάνω απ' όλους ο ίδιος ο κυρίαρχος τρόπος ζωής, η κυρίαρχη ιδεολογία, και οι κυρίαρχες αξίες, που μάλλον αποκτηνώνουν τους ανθρώπους και τους αποξενώνουν από την ανθρώπινη ουσία τους, παρά τους οδηγούν να αναζητούν τη δημιουργική αξιοποίηση των δυνατοτήτων τους.
Πέρα όμως απ' αυτές τις αιτίες και η αριστερά δεν είναι άμοιρη ευθυνών γι' αυτόν τον ξεπεσμό και τούτο διότι είναι παντελώς απούσα από τη μάχη της ανάπτυξης της γνώσης και κυρίως της κριτικής σκέψης, οι οποίες πέρα από το υπόλοιπο Είναι των ανθρώπων αποτελούν ένα ισχυρό ανάχωμα στην αποδοχή των κυρίαρχων αξιών και κατ' επέκταση στην ενσωμάτωση.
Και πολύ φοβάμαι ότι η απουσία αυτή της αριστεράς δεν οφείλεται μόνον στις θεωρητικές της ανεπάρκειες, που άκουσον, άκουσον για τη γραμματέα του ΚΚΕ φτάνουν στο σημείο να θεωρεί ότι την παγκόσμια επανάσταση την οποία και αρνείται (!) την υπερασπίζονται οι Τρότσκι, Πάμπλο, Μαρκούζε και Καστοριάδης αλλά όχι οι Μαρξ, Ενγκελς και Λένιν (!), (1) αλλά τουλάχιστον για την πιο σημαντική συνιστώσα της, σε μια συνειδητή επιλογή της η οποία αποσκοπεί από τη μια στο να καλύπτει αυτές τις ανεπάρκειες και από την άλλη να αποτρέπει την ανάπτυξη της κριτικής σκέψης στο εσωτερικό της, κάτι που θα μπορούσε να θέσει σε αμφισβήτηση πολλές επιλογές της ηγεσίας της. Ετσι όμως όταν οι νέοι άνθρωποι διαπλάθονται δίχως τα αντισώματα της κριτικής με συνειδητά μειωμένα τα λευκά τους αιμοσφαίρια, είναι λογικό να είναι ευάλωτοι στο όποιο μικρόβιο απ' όπου κι αν προέρχεται αυτό.
Κι αν μια τέτοια πολιτική μπορεί να βολεύει ένα τμήμα της αριστεράς για να διατηρεί τις εκλογικές του δυνάμεις στη βάση μιας αυτονόητης συνδικαλιστικού τύπου αντίδρασης ή και στη βάση μιας ηρωικής παράδοσης, της τυφλής πίστης, του συναισθηματικού ή του θρησκευτικού δεσίματος με αυτήν, αυτή η πολιτική ούτε για την ίδια μπορεί να είναι αποτελεσματική σε βάθος χρόνου, οπότε και θα δει τις δυνάμεις της να συρρικνώνονται, ούτε κυρίως για την επαναστατική ανατροπή της κοινωνίας, η οποία και μόνον τότε είναι δυνατόν να επιτελεστεί όταν κυρίως η εργατική τάξη στη βάση της κριτικής της σκέψης θα πάψει να «συγκατατίθεται» σιωπηρά να εκπληρώνει την καπιταλιστική λειτουργία.
Σε αντιστάθμισμα αυτής της ουσιαστικά αντιδραστικής πολιτικής, το να επαναλαμβάνεται από δυνάμεις της αριστεράς σε όλες τις κλίσεις, ο όρος εργατική ή ταξική πάλη, δυνάμεις, συνδικάτα... και πάει λέγοντας, και τούτο στο πλαίσιο ενός άκρατου εργατισμού, κάθε άλλο παρά μπορεί να προσδώσει στην ίδια την εργατική τάξη και τις δυνάμεις που δηλώνουν ότι την εκπροσωπούν, τη χαμένη τους επαναστατικότητα. Στην πραγματικότητα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο, η συνειδητή ή όχι παραγνώριση του θεμελιακού προβλήματος της ενσωμάτωσης οδηγεί και στην μη αντιμετώπισή της και τελικά στη διεύρυνσή της, με αποτέλεσμα τη διαιώνιση της καπιταλιστικής βαρβαρότητας.
πηγή: Εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου