Για άλλη μια φορά η
«αριστερή» κυβέρνηση Χριστόφια με την πολιτική της απέδειξε στον
κυπριακό λαό ότι υπηρετεί πειθήνια τις επιλογές της ντόπιας και ξένης
αστικής τάξης. Μετά το δεύτερο πακέτο περικοπών, που συμφώνησαν η
κυβέρνηση και τα κόμματα πριν λίγους μήνες, η κυβέρνηση Χριστόφια
προωθεί νέα μέτρα λιτότητας, συμμορφώνοντας την πολιτική της στους
σκληρούς όρους της ευρωζώνης, της ΕΕ και της κυπριακής αστικής τάξης,
που με νύχια και με δόντια πιέζουν να θέσουν την Κύπρο στην ίδια
καταστροφική τροχιά με την Ελλάδα. Μέτρα που κτυπούν τον κόσμο της
εργασίας αντί το κεφάλαιο και ασφαλώς, όχι μόνο δεν θα αντιμετωπίσουν τα
προβλήματα της κυπριακής οικονομίας, αλλά αντίθετα θα την σπρώξουν σε
βαθύτερη ύφεση απ’ ότι τώρα, θα φτωχοποιήσουν την εργαζόμενη πλειοψηφία
και θα εκτινάξουν κι άλλο την ανεργία.
Έτσι, μεταξύ άλλων, το τρίτο πακέτων μέτρων λιτότητας που ψηφίστηκε από την ολομέλεια της Βουλής είναι σαφώς πιο σκληρό από τα προηγούμενα δύο (πάγωμα των μισθών στενού και ευρύτερου δημόσιου τομέα για δύο χρόνια, «έκτακτη συνεισφορά» ιδιωτικών υπαλλήλων, αύξηση του ΦΠΑ από 15 σε 17%, μείωση των κλιμάκων εισδοχής κατά 10%, κατάργηση 939 θέσεων στο δημόσιο, μείωση κοινωνικών παροχών κατά 10% κ.α.).
Το πάγωμα των μισθών στο δημόσιο τομέα
σημαίνει ότι θα μειωθούν οι μισθοί και στον ιδιωτικό, ενώ θα χτυπηθούν
οι μικρομεσαίοι μαγαζάτορες και επαγγελματοβιοτέχνες από τη μείωση της
κατανάλωσης. Αν τούτο συνδυαστεί με την παράλληλη φοροεπιδρομή, τότε το
βιοτικό επίπεδο της εργαζόμενης πλειοψηφίας υποθηκεύεται για τα καλά.
Άμεσα πλήττονται εν πολλοίς οι σχετικά υψηλά αμειβόμενοι, αν όμως δεν
οργανωθεί ένα εργατικό ριζοσπαστικό μέτωπο αντίστασης και ένας παλλαϊκός
ξεσηκωμός, τότε τα μέτρα λιτότητας που σίγουρα θα ακολουθήσουν σύντομα
θα είναι ακόμα πιο σκληρά για όλους. Η ραγδαία αύξηση των ανέργων κατά
27,2%, συγκριτικά με τον Νοέμβριο του 2010, δείχνει επίσης τη δυσμενή
θέση του κόσμου της εργασίας.
Η επίθεση της κυβέρνησης Χριστόφια κατά
των εργαζομένων μέσω των αντιλαϊκών μέτρων θα μπορούσε να είχε
αποφευχθεί ορισμένως αν αυτή συγκρουόταν με τις δυνάμεις της κυπριακής
αστικής τάξης, που όπως και στην Ελλάδα έτσι και στην Κύπρο, έχει ως
εθνικό σπορ την φοροδιαφυγή. Θα μπορούσε έτσι να πραγματοποιήσει την
πολυπόθητη αναδιανομή του σκιώδους κεφαλαίου προς όφελος της εργασίας.
Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι
στην ετήσια έκθεση για το 2010, η οποία παραδόθηκε στον Χριστόφια από
την Γενική Ελέγκτρια του Κράτους, Χρυστάλλα Γιωρκάτζη, καταγράφονται
ανείσπρακτες οφειλές του κεφαλαίου προς το κράτος που αγγίζουν το
αστρονομικό -για ένα κράτος όπως η Κύπρος- ποσό των 1,54 δις €, που
ερμηνεύεται σε ποσοστό 8,4% επί του ΑΕΠ. Για το ίδιο έτος, οι δαπάνες
για κοινωνικές παροχές, όπως δαπάνες για υγεία, παιδεία κλπ,
χρησιμοποιήθηκε το ποσό των 1,3 δις €, που ερμηνεύεται σε ποσοστό 7,1%
επί του ΑΕΠ.
Είναι πασίγνωστο ότι η Κύπρος είναι ένα
κράτος που ζει χάρη στη φοροδιαφυγή. Φυσικά όχι μόνο της αδύναμης
ντόπιας αστικής τάξης, αλλά της ξένης. Λόγω αυτού του παρασιτισμού,
προσελκύει βρώμικο ξένο κεφάλαιο και αν πάψει να εισρέει ολόκληρο το
οικονομικό οικοδόμημα της Κύπρου θα καταρρεύσει. Στόχος της κυβέρνησης
ήταν να φτάσει το έλλειμμα από το 5,4% του ΑΕΠ στο 4,5%, δηλαδή να
καλύψει 150 εκ. €. Στο ίδιο έτος όμως παρατηρήθηκε το εξής παράδοξο. Η
φοροδιαφυγή του κεφαλαίου αυξήθηκε κατά 30 εκ. €. Έμμεσα, λοιπόν, η
κυβέρνηση Χριστόφια κάνει πλάτες για να εισρέει το βρώμικο ξένο κεφάλαιο
και ψηφίζει αντεργατικά μέτρα για να καλύψουν οι μη έχοντες το κόστος
της κρίσης που δεν ευθύνονται για αυτήν.
Σοκ προκάλεσαν στους εργαζόμενους οι
απίστευτες δηλώσεις του προέδρου Χριστόφια, ότι πρέπει να αποφευχθούν οι
απεργίες, καλώντας τα συνδικάτα να δεχθούν τα μέτρα επιδεικνύοντας
υψηλό αίσθημα ευθύνης. Στο πλευρό του τάχθηκαν αμέσως όλα τα πολιτικά
κόμματα και οι σύνδεσμοι εργοδοτών, που συνεχώς κινδυνολογούν για το
ενδεχόμενο να μπει η Κύπρος στον μηχανισμό στήριξης, απαιτώντας την
επίσπευση αυστηρότερων μέτρων λιτότητας από την κυβέρνηση. Επιχειρούν,
δηλαδή, να βάλουν την Κύπρο με το έτσι θέλω σε μηχανισμό στήριξης,
ασχέτως αν αυτή πληροί τους όρους της ευρωζώνης. Όπως ακριβώς και στην
Ελλάδα, αυτή η οικονομική υποβάθμιση θα οδηγήσει σε μεγαλύτερη «απώλεια
εθνικής κυριαρχίας» και σε αμυντική ικανότητα την Κυπριακή Δημοκρατία,
σε μια περίοδο που τα «τύμπανα του πολέμου» ξαναχτυπούν στην περιοχή
μας.
Παράλληλα, σκοπεύουν να τρομοκρατήσουν
τις συνδικαλιστικές οργανώσεις και να συναινέσουν. Προς το παρόν αυτό
φαίνεται να επιτυγχάνεται. Οι ηγεσίες των «συντεχνιών» (όπως
αποκαλούνται τα συνδικάτα στην Κύπρο) αποφάσισαν τρίωρη στάση εργασίας
για τις 13 Δεκεμβρίου, μόνο στον δημόσιο τομέα. Μπροστά στην επέλαση των
δυνάμεων του κεφαλαίου, μία τόσο χαλαρή αντίσταση στην λογική της
«υπεύθυνης στάσης» των ηγεσιών των συνδικαλιστικών φορέων, δεν αποτελεί
σοβαρή αντίσταση των δυνάμεων της εργασίας. Δεν αποτελεί ρήξη άλλα πλήρη
ενσωμάτωση στη νέα ζοφερή πραγματικότητα.
Η συμμετοχή 10.000 δημοσίων υπαλλήλων
στην τρίωρη στάση εργασίας που πραγματοποιήθηκε στις 13/12, για τα
δεδομένα της Κύπρου, είναι μεγάλος αριθμός. Η μαζικότητα έδειξε ότι ο
κόσμος ήταν αποφασισμένος για πιο δυναμικές κινητοποιήσεις. Αυτό φάνηκε
όταν η συντεχνία των δημοσίων υπαλλήλων (ΠΑΣΥΔΥ) αποφάσισε και
πραγματοποίησε διήμερη απεργία στις 14-15/12.
Είναι γεγονός ότι οι ηγεσίες των
«συντεχνιών» είναι ενσωματωμένες με τα πολιτικά κόμματα, κυρίως με το
ΑΚΕΛ (ΠΕΟ) αλλά και τον ΔΗΣΥ (ΣΕΚ). Με ανακοίνωση της ΠΕΟ αποδεσμεύθηκε
από τα απεργιακά μέτρα της ΠΑΣΥΔΥ και καλούσε τους βουλευτές να
συμβάλουν «δημιουργικά» στην μείωση της έντασης και στην ενίσχυση της
αξιοπιστίας του πολιτικού συστήματος. Η αντίφαση αυτή θα δυσκολέψει τις
ηγεσίες των συντεχνιών να πείσουν τα μέλη τους να ακολουθήσουν την
γραμμή της υποχώρησης και της υποταγής στον εργοδοτικό δεσποτισμό. Η
οργανωμένη εργατική πάλη κατά των δυνάμεων του κεφαλαίου και της ΕΕ θα
αποδομηθεί με οδυνηρές συνέπειες για το σύγχρονο εργατικό κίνημα εντός
του κυπριακού λαού.
Η συμμετοχή του ΑΚΕΛ στην κυβέρνηση
αποτελεί ιστορικό παράδειγμα «αριστερής» διακυβέρνησης, που αφοπλίζει
οτιδήποτε ριζοσπαστικό. Πλαισιωμένο εντός του καπιταλιστικού κράτους, το
ΑΚΕΛ δείχνει τα όρια του και τις μεγάλες αντιφάσεις του. Εν μέσω της
πιο ιστορικής κρίσης του καπιταλισμού ακολούθησε το μονοπάτι της
αστικοποίησης, ολοκληρώνοντας μία πορεία που χρονολογείται από τις αρχές
της δεκαετίας του 1990, όταν ξεκίνησε δηλαδή η σοσιαλδημοκρατική του
μετάλλαξη. Ενώ ποσοτικά τα δεσμά του με τα πλατιά εργατικά στρώματα
είναι σε υψηλά επίπεδα, η στροφή αυτή αποτελεί ποιοτική υποβάθμιση των
δεσμών του με αυτά που υποτίθεται ότι εκπροσωπεί πολιτικά. Τούτη η
μετάλλαξη αντανακλάται στην αποδυνάμωση του εργατικού κινήματος, καθώς
είναι εγκλωβισμένο στη βάση ενός κόμματος που βασικά του στελέχη του
βρίσκονται σε μία αντιλαϊκή κυβέρνηση.
Οι όποιες αριστερόστροφες διαφοροποιήσεις
του από τα άλλα αστικά κόμματα γίνονται σε επίπεδο ύφους και
τακτικισμού, έτσι ώστε να μην αλλοιώνεται η χαλαρή αντικαπιταλιστική
επικοινωνία με τη βάση του που είναι εργατική και λαϊκή. Σε στρατηγικό
επίπεδο όμως, προσαρμόζεται στην επιλογή της υποστήριξης της ευρωπαϊκής
ολοκλήρωσης, συμμορφώνεται στους σκληρούς όρους της ευρωζώνης και
συμμαχεί με το αντιδραστικό κράτος του Ισραήλ. Δεν αμφισβητεί τον ίδιο
τον καπιταλισμό ως ένα αντιδραστικό πλέον σύστημα στον ιστορικό ορίζοντα
της ανθρωπότητας και στοχεύει σε μία «προοδευτική» παραλλαγή της
αστικής πολιτικής. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι στις διακηρύξεις του
απουσιάζουν οι λέξεις «επανάσταση» και «κομμουνισμός».
Αρκετά ριζοσπαστικά κομμάτια που
κινούνται αριστερά, εντός και εκτός του ΑΚΕΛ, αντιδρούν ανοιχτά με τον
τρόπο λειτουργίας και σύνδεσης του ΑΚΕΛ με την κυβέρνηση. Η καθετοποίηση
που έχει δημιουργηθεί προκειμένου να λαμβάνονται οι όποιες αποφάσεις,
σε καμία περίπτωση δεν συνάδουν με τις βασικές λειτουργίες ενός
δημοκρατικού κόμματος, πολύ περισσότερο με τη λειτουργία ενός
κομμουνιστικού κόμματος. Αντί οι αποφάσεις του να λαμβάνονται από τα
συλλογικά όργανα και τις οργανώσεις του, συμβαίνει το αντίθετο: οι
αποφάσεις λαμβάνονται από βουλευτές του ΑΚΕΛ που βρίσκονται στην
κυβέρνηση. Μέσω τούτης της λειτουργίας επιδιώκεται η κατάπνιξη της
άμεσης δημοκρατίας και η ποδηγέτηση των επαναστατικών και κομμουνιστικών
δυνάμεων που λειτουργούν εντός του, έτσι ώστε οι αποφάσεις να είναι υπό
πλήρη έλεγχο.
Ωστόσο, η ίδια η κρίση του καπιταλισμού
βαθαίνει και ο αναβρασμός και η δυσαρέσκεια ολοένα και θα φουντώνει. Ο
νέος κύκλος αντιδράσεων από τη μεριά των εργαζομένων ενάντια στα συνεχή
μέτρα λιτότητας, θα προκαλέσουν σύγκρουση της κυβέρνησης και του ίδιου
του ΑΚΕΛ με τον κόσμο της εργασίας, που θα οδηγήσουν, αργά ή γρήγορα,
στην αυτοτελή εμφάνιση και στην Κύπρο, ενός σχετικά μαζικού ρεύματος
αντικαπιταλιστικού αγώνα και νέας κομμουνιστικής προοπτικής.
πηγή: Εφημερίδα ΠΡΙΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου