του Γιώργου Ρούση
Επειδή με κούρασε να παρασύρομαι στο σχολιασμό της μουντής επικαιρότητας, είπα να ξεφύγω τούτη την Κυριακή από αυτήν προσφεύγοντας σ’ ένα από τα αναγνώσματα των διακοπών μου.
Πρόκειται για μια μικρή συλλογή με αποφθέγματα της Έλσας Τριολέτ.[1] Η Έλσα σύζυγος του Αραγκόν αν και ουδέποτε υπήρξε μέλος του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, έχει καταγραφεί, στη συνείδηση μιας γενιάς κομμουνιστών και γενικότερα αριστερών ανθρώπων, ως πιστή σε αυτό το Κόμμα και στην Σοβιετική Ένωση
Σε αυτό λοιπόν το μικρό βιβλιαράκι, η Έλσα αντιμετωπίζει κριτικά τόσο το ΚΚ, όσο και την Σοβιετική Ένωση. Θυμήθηκα λοιπόν ότι ανάλογες τοποθετήσεις είχε και ο δικός μας «κομματικός» ποιητής Γιάννης Ρίτσος , κυρίως της περιόδου 1968-1969.[2]
Επειδή θεωρώ ότι και αυτή η πτυχή του έργου των δυο αυτών κομμουνιστών διανοουμένων, αν και όχι κυρίαρχη σε αυτό, και στη γενικότερη στάση ζωής τους, αποτελεί σημαντικό κομμάτι του στοχασμού τους το οποίο είναι μάλλον παραμελημένο, παραθέτω δίχως σχόλια, ορισμένα ενδεικτικά αποσπάσματα από τα δυο αυτά βιβλία.
Και ας ξεκινήσουμε από την Τριολέτ. Γράφει λοιπόν για τη σχέση κόμματος- διανοουμένων απ’ αφορμή την αξιολόγηση του καλλιτέχνη με βάση την κομματικότητα του: «το κόμμα δεν μπορεί να σου δώσει ταλέντο».
Για τη σχέση μέσων- σκοπού όπως αυτή λειτούργησε στον «υπαρκτό», γράφει : « Όλα, τους ήταν επιτρεπτά για την επίτευξη του καλού σκοπού. Τώρα ο σκοπός δεν υπάρχει πια, συνεχίζουν όμως να πιστεύουν ότι όλα τους είναι επιτρεπτά.»
Αναφορικά με την Σοβιετική Ένωση, πάνω από 20 χρόνια πριν την κατάρρευση της γράφει: «Δεν μπορεί να υπάρξει ευτυχία σε μια κοινωνία που βασιλεύει η δυσπιστία», και επίσης : «Άνδρες και γυναίκες πέθαναν για τραγουδιστά επαύριον. Γνωρίζουμε όμως πως πρόκειται να τραγουδήσουν;» Και τέλος: «Γνωρίζετε το ίδιο καλά με μένα ότι το θέαμα τελείωσε. Τίποτε απ’ όσα ονειρευτήκαμε δεν θα επιτευχθεί».
Αναφορικά με την αξιολόγηση του κομμουνισμού, μόνον από τη σκοπιά της ανάπτυξης των υλικών παραγωγικών δυνάμεων και της οικονομίας γράφει: «Είναι πιο εύκολο να φανταστεί κανείς και να δημιουργήσει την υλική βάση του κομμουνισμού παρά την ηθική του.»
Και ας έλθουμε τώρα στον Γιάννη Ρίτσο. Στο ποίημα του Το Διαζευτικό «Ή», έχοντας προφανώς κατά νου τη δογματική σκέψη γράφει: «γνωρίζοντας καλά πως ακατόρθωτη είναι/η ακρίβεια, πως ακρίβεια δεν υπάρχει, (γι’ αυτό κι ασυχώρετο το ύφος το πομπικό της βεβαιότητας, - ο θεός να μας φυλάει) .»
Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται και τα ποιήματα «Εκ των υστέρων» και οι «Αναβολές» από την ενότητα «Πέτρες» όπου ο ποιητής αναφέρεται στην αδράνεια , στη στασιμότητα σκέψης και πράξης, που έχουν σαν συνέπεια τη μη ανταπόκριση στις απαιτήσεις των καιρών. Να τι γράφει στο δεύτερο:
«Περνάνε οι μέρες. Χτυπάει το πανί στο καράβι./ Κόβεται το σκοινί. Δεν
τα ποτίσαμε τα δέντρα. Τον άλλο χρόνο ξεράθηκαν-ούτε καρπός ούτε φύλλο./
Οι γυναίκες γεράσανε γρήγορα. Μικρά σαλιγκάρια/ ανηφοράνε στους
τοίχους. Όταν μια μέρα κατεβήκαμε/ να καθαρίσουμε, επιτέλους, το πηγάδι
–τίποτα/κούφια δροσιά κι ένας σωρός σκουριασμένοι κουβάδες./Τους βγάλαμε
έναν έναν. Το νερό είχε στερέψει.»
Στο ποίημα «Το τέλος της Δωδώνης,Ι» που περιλαμβάνεται στις «Επαναλήψεις Β’», ο ποιητής καταγγέλλει τα παπικά-κομματικά ιερατεία
τα οποία σαν «τους βωμούς, τις εκκλησίες, τα μαντεία»,….[…] δίνουν μια
απάντηση «(όσο κι αν άλλαζε κάθε φορά, κάθε φορά στον ίδιο τόνο:) /
σίγουρη, δυνατή, προσταχτική, αμετάκλητη. Ξενοιάζαμε κάπως/- άλλοι είχαν
την ευθύνη της απόφασης για επιτυχία κι αποτυχία. Εμείς/ μονάχα την
υποταγή και την εχτέλεση, με γερμένα ματόφυλλα…»
To 1969, δηλαδή ένα χρόνο μετά την επέμβαση των Σοβιετικών τανκς στην Πράγα, η οποία ήταν αποκαλυπτική για τον χαρακτήρα του «υπαρκτού», ο Ρίτσος γράφει το συγκλονιστικό ποίημα «η χαμένη Υπερβόρειος»
: «Το μάθαμε καλά πως Υπερβόρειος διόλου δεν υπάρχει/ […..] Σήμερα
βεβαιώθηκε:/ μια σκέτη φαντασία η χώρα απ’ όπου μας ερχότανε/ οι κύκνοι
και τα ορτύκια, όπου οι σεμνόπρεπες κόρες / Λαοδίκη και Υπερόχη
ετοίμαζαν για τους θεούς/τα πρώτα φρούτα της σοδειάς , προσεχτικά
τυλίγοντάς τα/ σ’ άχυρο σίτου και λεπτό χαρτί[……] Και πάντα αισιόδοξος
συνεχίζει : «Ωστόσο ακόμη συνεχίζουμε τον μισοτελειωμένο παιάνα
/αφήνοντας ένα κενό στου ονόματος το μέρος, μήπως /βρεθεί κανένα νέο,
και το προσθέσουμε την ύστατη ώρα,/πάντοτε με το φόβο μήπως ο αριθμός
των συλλαβών του,/μικρότερος ή μεγαλύτερος, μας χαλάσει το μέτρο. »
Η Έλσα λίγο πριν το τέλος προφήτευσε : «πεθάναμε πολύ νωρίς για να παραβρεθούμε στη γιορτή που έρχεται». Λάθος, διότι τόσο στην ίδια όσο και στον Ρίτσο και τη γενιά τους, μπορεί να τους καταλογίσουν τα χελιδόνια ότι δεν έφεραν την άνοιξη[3], όχι όμως ότι δεν συνέβαλαν στον ερχομό της. Γι’ αυτό και θα είναι παρόντες σε αυτήν τη γιορτή , με την πολύπλευρη συμβολή τους στην υπόθεση του κομμουνισμού, μια συμβολή που περιλαμβάνει και την καλόπιστη κριτική τους απέναντι στα ΚΚ και στον «υπαρκτό».
πηγή: Εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου