του Βασίλη Γάτσιου
Ομιλία στην εκδήλωση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στην Αγία Παρασκευή στις 11/0/12
Η φτώχεια, η ανεργία, η πείνα και η εξαθλίωση που υπάρχει στη χώρα και στον πλανήτη μας έχει οξυνθεί απότομα τα πέντε τελευταία χρόνια εξαιτίας της διεθνούς δομικής καπιταλιστικής κρίσης που ζούμε. Όμως οι καπιταλιστικές κρίσεις δεν είναι ούτε τυχαία ούτε ουρανοκατέβατα γεγονότα. Αποτελούν σύμφυτο στοιχείο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Επιδρούν με δυναμικό τρόπο στην ανάπτυξή του, όχι με έναν εξελικτικό τρόπο συσσώρευσης κάποιων ποσοτικών αλλαγών, άλλα μέσα από ασυνέχειες, τομές, ριζικές ανασυγκροτήσεις, ποιοτικές βαθμίδες και στάδια έτσι ώστε να διατηρείται η “συνέχεια” του εκμεταλλευτικού του χαρακτήρα.
Όλες οι κρίσεις δομικού χαρακτήρα είναι ίδιες άλλα και ποιοτικά διαφορετικές.
Είναι ίδιες γενικά αφού πηγή τους έχουν τη σύγκρουση ανάμεσα στις παραγωγικές δυνατότητες της σύγχρονης εργασίας και στον οπισθοδρομικό χαρακτήρα της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας, την πάντα παρούσα πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους, η οποία στην κάθε κρίση από τάση γίνεται πραγματική και απότομη πτώση του ποσοστού κέρδους.
Είναι όμως και ποιοτικά διαφορετικές. Άρα προκύπτει το ερώτημα: σε τι διαφέρει ποιοτικά η κρίση που βιώνουμε σήμερα από τις προηγούμενες δομικές καπιταλιστικές κρίσεις; Η απάντηση του ερωτήματος αυτού έχει τεράστια πρακτική αξία γιατί καθορίζει τη στρατηγική και την τακτική των πολιτικών οργανώσεων και των κομμάτων της Αριστεράς. Στην απάντηση αυτή θα προσπαθήσω να συμβάλλω καταθέτοντας τις παρακάτω σκέψεις.
Η ταξική πάλη και η δυναμική της επέτρεψαν στον καπιταλισμό μέσα από τις προηγούμενες κρίσεις να αφομοιώσει – εσωτερικεύσει πρόσκαιρα, και σε ένα βαθμό, τις αντιθέσεις ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις που ο ίδιος επαναστατικοποιούσε και τις εκμεταλλευτικές σχέσεις παραγωγής. Πιο συγκεκριμένα:
Στην πρώτη μεγάλη ιστορική κρίση του καπιταλισμού της περιόδου 1873-1895 ο ηλεκτρισμός, ο σιδηρόδρομος, οι μηχανές εσωτερικής καύσης, η μαζική παράγωγη χάλυβα που έδωσε τεράστια ανάπτυξη στην παραγωγή μέσων παραγωγής, “χωνεύτηκαν” στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής με μια σχετικά χαμηλή καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων, πρωτίστως της εργατικής δύναμης και οδήγησαν στο πέρασμα από το στάδιο του ελεύθερου ανταγωνισμού στο στάδιο του μονοπωλιακού καπιταλισμού.
Στη δεύτερη μεγάλη καπιταλιστική κρίση της περιόδου 1929-1945 ο καπιταλισμός κατόρθωσε να εσωτερικεύσει και να αφομοιώσει την ποιοτική ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνολογίας (ναυπηγική, αεροναυπηγική, επικοινωνίες κλπ). Κατόρθωσε να “εξισορροπήσει” την αντίθεση ανάμεσα στην αναζήτηση του μέγιστου κέρδους και την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους και να ξεπεράσει την κρίση προσωρινά, με τη μετάβαση από την απόλυτη στη σχετική υπεραξία, σαν κυρίαρχη μορφή εκμετάλλευσης, με την τεράστια καταστροφή των παραγωγικών δυνάμεων μέσα από το β παγκόσμιο πόλεμο και το πέρασμα στο στάδιο του ΚΜΚ. Με την νεοαποικιοκρατία και την εκμετάλλευση των πρώτων υλών των χωρών της καπιταλιστικής περιφέρειας, με την ανάδειξη του Τευλορισμού - Φορντισμου ως ηγεμονικού παραγωγικού μοντέλου. Με την εμφάνιση του Κευνσιανού μοντέλου της κρατικής παρέμβασης και το λεγόμενο κράτος πρόνοιας στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικά χώρες.
Στην τρίτη μεγάλη δομική κρίση στην ιστορία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής το 1973, η οποία ξέσπασε μετά τη λεγόμενη χρυσή εποχή του καπιταλισμού από το 1945 έως το τέλος της δεκαετίας του 1960, η θυελλώδης ανάπτυξη της επιστήμης και η μαζική είσοδος στην παραγωγή του ηλεκτρονικού υπολογιστή, η ανάπτυξη της βιοτεχνολογίας, των οπτικών ινών και άλλων επιστημονικών επιτευγμάτων προσπάθησαν να χωνευτούν στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής με αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης, μέσω της εμφάνισης νέων μορφών εργασίας (ελαστικό ωράριο, μερική απασχόληση κ.α), με νέους συνδυασμούς απόσπασης σχετικής και απόλυτης υπεραξίας, με την κατάργηση πλευρών του Τευλορισμου και την ένταξη διανοητικών ικανοτήτων της εργασίας σε ένα νέο είδος ψηφιακού τευλορισμου.
Προσπάθησαν να χωνευτούν επίσης με επέκταση και ποιοτική εμβάθυνση των καπιταλιστικών ολοκληρώσεων (βλέπε μετεξέλιξη ΕΟΚ σε ΕΕ), με την παραπέρα διεθνοποίηση του παραγωγικού κεφαλαίου, με τη μετανάστευση φτηνού εργατικού δυναμικού από τις υποανάπτυκτες στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικά χώρες. Αυτή η προσπάθεια αφομοίωσης και χωνέματος της επαναστατικοποίησης των παραγωγικών δυνάμεων στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και η εξισορρόπηση της αντίθεσης ανάμεσα στην αναζήτηση του μέγιστου κέρδους και την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους με διάφορα πολιτικά μίγματα (βλέπε νεοφιλελευθερισμός), αποτυγχάνει.
Παρά τις επιμέρους ανακάμψεις της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους για βραχέα χρονικά διαστήματα, τα στοιχεία δείχνουν ότι στον τομέα της μεταποίησης των τριών μεγάλων ιμπεριαλιστικών χωρών ΗΠΑ, Γερμανία, Ιαπωνία από το 1970 έως το 2007 το ποσοστό κέρδους μένει ουσιαστικά καθηλωμένο σε μη ικανοποιητικά επίπεδα για το κεφάλαιο. Αυτή η ανεπιτυχής προσπάθεια οδήγησε την παγκόσμια οικονομία σε ένα μακρύ κύμα καθοδικής πορείας από το 1973 μέχρι το 2007 με ενδιάμεσες αναιμικές ανακάμψεις, που διακόπτονταν από ενδιάμεσες μερικού χαρακτήρα κρίσεις όπως του 1982 (πετρελαϊκή), 1987 (χρηματιστηριακή ΗΠΑ), 1992-93 (Ιαπωνία), 1997-98 (Ρωσία-Αν. Ασία), 2000-1 (Νέα Οικονομία ΗΠΑ), φτάνοντας μέχρι την πιστωτική επέκταση του 2001-2006 και το ξέσπασμα της τέταρτης μεγάλης δομικής κρίσης στην ιστορία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής που ξέσπασε στην κτηματική αγορά των ΗΠΑ το καλοκαίρι του 2007.
Πρόκειται για κρίση σταθμό στην ιστορία των καπιταλιστικών κρίσεων. Η εκτίμησή μας αυτή, βασίζεται στην πρωτοφανή διάρκεια, την ένταση, το βάθος, αλλά και στη μετεξέλιξή της από παραγωγική, σε χρηματοπιστωτική και σε δημοσιονομική, που απειλεί με χρεοκοπία ακόμα και καπιταλιστικά κράτη. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι η καπιταλιστική κρίση και η κρίση χρέους έχουν τη σχέση γενικού-ειδικού. Η κρίση χρέους είναι ειδική μορφή εκδήλωσης της καπιταλιστικής κρίσης που προκλήθηκε από τα τρις των δολ., Ευρώ και γιεν που δόθηκαν από τους προϋπολογισμούς των κρατών για τη σωτηρία των τραπεζών. Η κρίση χρέους στο πλαίσιο της ενότητας αλλά και της σχετικής της αυτοτέλειας με την καπιταλιστική κρίση, αντεπιδρά πάνω της με αποτέλεσμα την όξυνση και το βάθεμά της.
Επομένως δεν πρόκειται για μια αυτοτελή κρίση και πολύ περισσότερο δεν είναι μόνο, η κυρίως, μια χρηματοπιστωτική κρίση, όπως διατυμπανίζουν οι αστικές δυνάμεις. Αυτή η κρίση συνιστά συνέχεια και ποιοτική αναβάθμιση των ιστορικών αδιεξόδων του καπιταλισμού, συνέχεια, τομή και κορύφωση των προηγούμενων κρίσεων. Είναι συνέχεια, αλλά και ταυτόχρονα , μια μεγάλη τομή στη δομική κρίση του 1973 που έχει τη βάση της στην διαδικασία της καπιταλιστικής παραγωγής, εκεί που δημιουργείται και αποσπάται η υπεραξία. Η τομή που γίνεται με τούτη δω την κρίση και η διαφορά με τις προηγούμενες, έγκειται στο γεγονός ότι: τίθεται σε κρίση ο νόμος της αξίας άρα και της υπεραξίας, και κατά συνέπεια της κερδοφορίας και της ασθενικής συσσώρευσης του κεφαλαίου, σε τέτοιο σημείο ώστε, να κλονίζεται η ομαλή συνέχιση της διευρυμένης αναπαραγωγής του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.
Μπαίνει σε κρίση ο νόμος της αξίας και επομένως και της υπεράξιας γιατί η έκρηξη της παραγωγικότητας της εργασίας, απ' τη μια αυξάνει το ποσοστό της σχετικής υπεραξίας, απ' την άλλη μακροπρόθεσμα προκαλεί κρίση στη δυναμική της. Πως γίνεται αυτό;Το τμήμα της υπεραξίας που επενδύεται κάθε φορά σε νέα μέσα παραγωγής (και αναπτύσσει την παραγωγικότητα της εργασίας) τείνει να είναι όλο και μεγαλύτερο απ' το τμήμα που επενδύεται σε ζωντανή εργασία, η οποία αποτελεί τη μοναδική πηγή υπεραξίας. Επομένως αυξάνεται το επενδυόμενο σταθερό κεφάλαιο ανά εργάτη. Εντείνεται δηλαδή η τάση παραπέρα μείωσης της ποσότητας της ζωντανής εργασίας σε σχέση με την ποσότητα του σταθερού κεφαλαίου που αυτή βάζει σε κίνηση.
Άρα, η παραγωγικότητα της εργασίας αυξάνει το ποσοστό της υπεραξίας λιγότερο απ’ τους ρυθμούς της δικής της αύξησης. Έτσι, μακροπρόθεσμα, η αύξηση της παραγωγικότητας προκαλεί κρίση στους ρυθμούς αύξησης και στη «δυναμική» της σχετικής υπεραξίας. Κατά προέκταση διαμορφώνει συνθήκες κρίσης στην αύξηση του ποσοστού και τελικά στη μάζα της υπεραξίας και γενικότερα των κερδών. Απ αυτό το γεγονός πηγάζει και η προσπάθεια του κεφαλαίου να αντιστρέψει τη σχέση μεταξύ σχετικής και απόλυτης υπεραξίας ρίχνοντας το βάρος στην αναβάθμιση του ρόλου της απόλυτης υπεραξίας στο πλαίσιο της διαλεκτικής τους διαπλοκής.
Η ουσιαστικότερη διαφορά ανάμεσα στην σε εξέλιξη κρίση και τις προηγούμενες έγκειται στο ότι οι παραγωγικές δυνάμεις που τείνουν να σπάσουν το καπιταλιστικό περίβλημα τους, έχουν την αντικειμενική τάση να αναπτύσσονται βαθύτερα, ταχύτερα και σε ανώτερο επίπεδο απ' τις δυνάμεις της συμφωνίας και της ενίσχυσης του εκμεταλλευτικού συστήματος.
Αυτό είναι η υλική βάση της δικής μας αισιοδοξίας. Στην ουσία ο καπιταλισμός δεν χωρά στον εαυτό του, δεν μπορεί να εσωτερικεύσει, χωρίς σοβαρές διαταραχές, τις παραγωγικές δυνάμεις που ο ίδιος επαναστατικοποιεί και γι' αυτό και τις ακρωτηριάζει. Ακρωτηριάζει κυριολεκτικά ό,τι ... περισσεύει, δηλαδή δικαιώματα, ανάγκες, σύγχρονες ιστορικά διαμορφούμενες δυνατότητες. Ακρωτηριάζει και καταστρέφει πάνω απ όλα την κύρια παραγωγική δύναμη, που αποτελεί την πηγή των κερδών του, τον εργαζόμενο άνθρωπο. Με μια πρωτοφανή βιολογική και ηθική εξόντωση της εργατικής δύναμης, με τη μαζική δομική ανεργία, τις ελαστικές σχέσεις εργασίας, την πολιτιστική υποδούλωση.
Ο καπιταλισμός για το ξεπέρασμα της κρίσης του οργανώνει πρωτοφανείς στρατηγικές αναδιαρθρώσεις στο τεχνολογικό και παραγωγικό του μοντέλο. Προωθεί μια υπερ-αντιδραστική ανασυγκρότηση όλων των κοινωνικών και εργασιακών σχέσεων με πυρήνα το δομικό κατακερματισμό και διάσπαση της εργατικής τάξης. Αναδομεί υπεραντιδραστικά τη σύγχρονη αστική δημοκρατία, το συνολικό πολιτικό εποικοδόμημα και τις διεθνείς γεωστρατηγικές σχέσεις. Οι εξελίξεις αυτές και η προωθούμενη αστική κανιβαλική πολιτική εγκυμονούν εφιαλτικές καταστροφές για την εργατική τάξη και τους λαούς.
Σ αυτά τα πλαίσια ωριμάζει μια κορυφαία αναμέτρηση στην ιστορία των ταξικών αγώνων που θα περιστρέφεται αμείλικτα γύρω από δυο βασικά αντίθετα και ασυμφιλίωτα ενδεχόμενα: Είτε μια νέα εργατική επανάσταση προς τον κομμουνισμό του 21ου αιώνα που θα ξεπερνά και θα ολοκληρώνει όλες τις προηγούμενες επαναστάσεις, είτε μια αδύνατον να υπολογιστεί σήμερα, καταστροφική πορεία της ανθρωπότητας και του κοινωνικού ανθρώπου που θα οδηγεί σε ένα νέο Μεσαίωνα.
Η ποιοτική διαφορά αυτής της κρίσης από τις προηγούμενες θέτει και το πολιτικό δι ταύτα. Κι αυτό είναι ότι η Αριστερά και ειδικά οι επαναστατικές της δυνάμεις είναι υποχρεωμένες να αναδείξουν τις νέες δυνατότητες για την οικοδόμηση της κομμουνιστικής κοινωνίας στον 21αι. Οφείλουν να την προσδιορίσουν και να την περιγράψουν με βάση τις νέες σύγχρονες δυνατότητες, οι οποίες είναι μεγαλύτερες από κάθε προηγούμενη φορά, αλλά και με βάση τα όρια που θέτει η εποχής μας. Και οφείλουν επίσης να επανεπεξεργαστούν τη σύνδεσης της επαναστατικής κομμουνιστικής στρατηγικής με την αντικαπιταλιστική τακτική.
Φέτος η ύφεση ξαναχτύπησε εντός της ευρωζώνης και της ΕΕ, ενώ καταγράφεται και πτώση της πανίσχυρης γερμανικής βιομηχανικής παραγωγής. Ταυτόχρονα, παρατηρείται λαχάνιασμα στις λεγόμενες αναδυόμενες οικονομίες (Κίνα, Ινδία, Βραζιλία). Η ευρωζώνη και η ΕΕ δοκιμάζονται συθέμελα από τη γενίκευση της ύφεσης και την όξυνση της κρίσης χρέους σε Ιταλία, Ισπανία και όχι μόνο.
Η απάντηση των ηγεμονικών δυνάμεων του ευρωπαϊκού κεφαλαίου (με κυρίαρχο το ρόλο του γερμανικού) είναι στην κατεύθυνση εμβάθυνσης της καπιταλιστικής – ιμπεριαλιστικής ολοκλήρωσης, με διατήρηση της συνοχής της ευρωζώνης .Εξ ου και οι αποφάσεις για τραπεζική ενοποίηση και έλεγχο, δημοσιονομική σταθερότητα κι επιτήρηση, πολιτική ενοποίηση, ακόμα και για ομοσπονδία μίλησε στις 11 Σεπτέμβρη ο Μπαρόζο.
Ο στόχος αυτός έχει σαφώς αντιδραστικά χαρακτηριστικά σε όλα τα επίπεδα και οδηγεί σε ακόμα μεγαλύτερη υποτίμηση της αξίας της εργατικής δύναμης, διαμόρφωση νέων πεδίων κερδοφορίας για τις πολυεθνικές και τα ισχυρότερα τμήματα του κεφαλαίου, βαθύτερη αναίρεση των δημοκρατικών ελευθεριών και του δικαιώματος της λαϊκής κυριαρχίας στην Ευρώπη. Η τάση αυτή όμως δεν κινείται απρόσκοπτα, καθώς η ένταση της ταξικής πάλης αλλά και των ενδοκαπιταλιστικών ανταγωνισμών στο έδαφος της καπιταλιστικής κρίσης, αναπτύσσει ισχυρές συγκρουσιακές ή φυγόκεντρες δυνάμεις. Η τάση καπιταλιστικής ενοποίησης υποσκάπτεται διαρκώς από τον ενδοαστικό ανταγωνισμό. Και όπως έλεγε ο Λένιν «Οι Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης, κάτω από τον καπιταλισμό, είναι είτε αδύνατες, είτε αντιδραστικές».
Σήμερα πάντως αυτό που κυριαρχεί είναι η προσπάθεια να σωθεί η ευρωζώνη (και η Ελλάδα μέσα σ αυτή) με την επιβολή και το πέρασμα των δρακόντειων μέτρων των μνημονίων και γι’ αυτό χρησιμοποιείται και η τρομοκρατία της «αποπομπής της Ελλάδας από το ευρώ». Σε αυτό το σημείο πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι άλλο πράγμα είναι η «διάλυση της Ευρωζώνης» (που προϋποθέτει συγκρούσεις αστικών δυνάμεων και στρατηγικών), άλλο αποπομπή μιας χώρας, με πρωτοβουλία του διευθυντηρίου των Βρυξελλών που θα εκφράζει και αλλαγές στη τακτική του κυρίαρχου αστικού μπλοκ στην ΕΕ, και άλλο έξοδος μιας χώρας από την ευρωζώνη και την ΕΕ, με πρωτοβουλία του λαϊκού παράγοντα εν μέσω μεγάλων εξεγερσιακών και επαναστατικών γεγονότων και για μια άλλη προοπτική .
Για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ η πάλη κατά της ΕΕ αποτελεί τη λυδία λίθο για την αριστερή πολιτική.
Γι αυτό επιδιώκουμε η πάλη κατά της ΕΕ να σφραγίζει κάθε διεκδίκηση του εργατικού - λαϊκού κινήματος. Στο πλαίσιο της αντί ΕΕ πάλης αντιμετωπίζουμε και το θέμα του ευρώ σε άρρηκτη σύνδεση με την ΕΕ και την αντιδραστική ολοκλήρωση του καπιταλισμού στην Ευρώπη. Το ευρώ δεν είναι «καταφύγιο προστασίας» από την κρίση, ούτε ένα «ουδέτερο εργαλείο», όπως υποστηρίζει ο ΣΥΡΙΖΑ. Το ευρώ και η ΟΝΕ είναι το εργαλείο επιβολής στους λαούς της «δημοσιονομικής πειθαρχίας», της υπεραντιδραστικής και βαθειά αντεπαναστατικής πολιτικής του κεφαλαίου.
Είναι κάτι παραπάνω από σίγουρο ότι τα μέτρα και του τρίτου μνημονίου θα αποτύχουν. Η εξοντωτική λιτότητα που επιβάλλεται στην τεράστια πλειοψηφία του Ελληνικού λαού θα επιδεινώσει την κρίση και θα μεγαλώσει το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ που είναι ήδη μη εξυπηρετήσιμο. Κατά την προσωπική μου εκτίμηση όσο η ελληνική καπιταλιστική οικονομία βρίσκεται υπό την επιρροή των μνημονίων του Ευρώ και της ΟΝΕ θα κινείται με αρνητικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Όρος για την με θετικούς ρυθμούς άνοδο του ΑΕΠ είναι η έξοδος της χώρας από την Ευρωζώνη.
Γι αυτό εκτιμώ ότι αργά ή γρήγορα η έξοδος από το ευρώ είναι αναπόφευκτη. Όμως ακόμα και αν φύγουμε από το ευρώ και την ΟΝΕ με τους όρους της αστικής τάξης, τότε, η όποια ανάπτυξη υπάρξει, θα είναι σαθρή και αναιμική. Το ουσιαστικό είναι πως μια τέτοια ανάπτυξη θα βασίζεται στην “κινεζοποίηση” της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων. Θα είναι μια ανάπτυξη με μισθούς, μεροκάματα και συντάξεις πείνας. Χωρίς ίχνος δημόσιας παιδείας, υγείας και κοινωνικής ασφάλισης. Μια ανάπτυξη που για τους εργαζόμενους θα σημαίνει δουλειά έως τον τάφο.
Αυτή την κανιβαλικού τύπου καπιταλιστική ανάπτυξη θα έχουμε εκτός του ευρώ και εντός της ΕΕ. Άρα λοιπόν η έξοδος από την ΟΝΕ και το ευρώ για να είναι υπέρ των εργαζομένων πρέπει να γίνει με τους όρους του λαϊκού κινήματος. Πρέπει να έρχεται σε συνολική ρήξη με την ΕΕ και να στοχεύει στην έξοδο απ αυτή σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση. Το δίλημμα “ευρώ ή δραχμή’’ είναι παραπλανητικό. Η επιλογή της εξόδου από το ευρώ δεν είναι ένα τεχνικό ζήτημα. Η νομισματική πολιτική αποτελεί ειδική μορφή, μέρος της γενικότερης οικονομικής πολιτικής που ασκείται κάθε φορά. Δε σημαίνει για μας, ένα άλλο νόμισμα με συνέχιση της ίδιας αντιλαϊκής πολιτικής.
Αντίθετα: Η Έξοδος από το ευρώ και την ΕΕ συνδυάζεται με την ανατροπή των αντεργατικών πολιτικών για να εξασφαλιστεί μια αξιοπρεπής ζωή των εργαζομένων και μια άλλη πορεία της χώρας. Υποστηρίζουμε την υιοθέτηση εθνικού νομίσματος, ανεξαρτήτως ονομασίας (δραχμή, μνα, τάλαντο, ή όπως αλλιώς και αν λέγεται) σαν μέρος μιας γενικότερης οικονομικής πολιτικής προς όφελος των εργαζόμενων και σε βάρος του κεφαλαίου και όχι για να ανασυγκροτηθεί “φιλολαϊκά” η καπιταλιστική οικονομία. Και ασφαλώς επιδιώκουμε αυτή η οικονομική πολιτική να ασκείται από την επαναστατική εξουσία της εργατικής τάξης και των συμμάχων της, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θέτουμε ως προϋπόθεση της πάλης κατά του ευρώ και της ΕΕ την επαναστατική εξουσία.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει θέσει σαν κεντρικό πολιτικό στόχο της περιόδου την αντικαπιταλιστική ανατροπή της επίθεσης του κεφαλαίου, του ΔΝΤ και της ΕΕ.
Γι αυτό το προτείνουμε στο μαζικό κίνημα ένα άμεσο αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα πάλης. Βασικοί στόχοι πάλης αυτού του προγράμματος είναι:
1) κατάργηση των μνημονίων, των δανειακών συμβάσεων και όλων των αντεργατικών νόμων. Να πέσουν όλες οι κυβερνήσεις από τα κάτω και από τα αριστερά.
2) παύση πληρωμών -διαγραφή του χρέους
3) Έξοδος από ευρώ,ΟΝΕ , ΕΕ.
4) ΑΝΑΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΜΙΣΘΩΝ – ΚΕΡΔΩΝ ΣΕ ΒΑΡΟΣ ΤΩΝ ΚΕΡΔΩΝ ΜΕΣΑ ΑΠΟ
α) Υπογραφή ΣΣΕ με αυξήσεις σε μισθούς πάνω από την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας. Αυξήσεις στις συντάξεις.
β) μείωση της άμεσης φορολογίας για τους εργαζόμενους με ταυτόχρονη μεγάλη αύξηση της άμεσης φορολόγησης του κεφαλαίου.
γ) κατάργηση της έμμεσης φορολόγησης (όπως ο φπα) στα βασικά είδη διατροφής, στα είδη πρώτης ανάγκης και στις κοινωφελής υπηρεσίες(φως,νερό,τηλέφωνο κλπ )
δ) δημόσια δωρεάν παιδεία,υγεία κοινωνική ασφάλιση.
ε) Απαγόρευση των απολύσεων.
5) Κρατικοποίηση, χωρίς αποζημίωση των καπιταλιστών, των στρατηγικής σημασίας επιχειρήσεων και στους τρεις τομείς της οικονομίας (αγροτική παραγωγή, μεταποίηση, υπηρεσίες) με προοπτική την κοινωνικοποίησή τους.
Το παραπάνω πρόγραμμα δεν είναι ένα κυβερνητικό πρόγραμμα που αναζητεί την υλοποίηση του από μια αριστερή κυβέρνηση αλά ΣΥΡΙΖΑ, η από μια λαϊκή εξουσία αλλά ΚΚΕ. Είναι πρόγραμμα πάλης που προτείνουμε στο μαζικό λαϊκό κίνημα το οποίο έρχεται σε σύγκρουση με την αστική πολιτική ηγεμονία και κυριαρχία στα ζητήματα της οικονομίας, της εργασίας,της δημοκρατίας, των διεθνών σχέσεων. Επιδιώκει άμεσα την υλική αλλαγή του συσχετισμού δύναμης υπέρ της εργατικής και σε βάρος της αστικής πολιτικής. Και ο πραγματικός συσχετισμός δύναμης ανάμεσα στην αστική και την εργατική πολιτική δεν κρίνεται από τα εκλογικά ποσοστά της αριστεράς, αλλά με βάση τη δυναμική των εργατικών αντικαπιταλιστικών τάσεων και κατακτήσεων της εποχής μας.
Με αυτή λογική για τους πραγματικούς συσχετισμούς δύναμης οι στόχοι πάλης που προτείνουμε δεν αποτελούν μόνο, ή κυρίως, στόχους «ζύμωσης», αλλά οδηγό για τη δράση και την επιβολή κατακτήσεων προς όφελος των εργαζομένων. Είναι στόχοι πάλης που αναδεικνύουν και συνδέονται με την αναγκαιότητα της επαναστατικής εξουσίας, χωρίς όμως να ταυτίζονται μηχανιστικά μαζί της.
Με ένα τέτοιο πρόγραμμα πάλης κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, με μορφές μαζικού πολιτικού εκβιασμού της αστικής τάξης και με τη δύναμη ενός πολιτικά μετασχηματισμένου μαζικού κινήματος επιδιώκουμε να επιβληθούν κατακτήσεις. Δεν αναφερόμαστε σε κάποιες “μικροκατακτήσεις” που θα “βάλουν εμπόδια” η “θα καθυστερήσουν την επίθεση” όπως υποστηρίζει το ΚΚΕ, αλλά σε πανεθνικού χαρακτήρα κατακτήσεις (π.χ υπογραφή ΕΓΣΣΕ με αυξήσεις στους μισθούς). Σε κατακτήσεις που θα δημιουργούν τακτικά, προσωρινά, και πάντα σχετικά ρήγματα σε πλευρές της αστικής κυριαρχίας, προς όφελος των άμεσων εργατικών λαϊκών συμφερόντων.
Το που θα υποχωρήσει, θα υποστεί ρήγματα, ή και σε ποια σημεία θα ανατραπεί η επίθεση του κεφαλαίου, της ΕΕ και του ΔΝΤ θα εξαρτηθεί από την ταξική πάλη και τους συσχετισμούς δύναμης. Κάθε τέτοιο τακτικό,προσωρινό, πρακτικό ρήγμα θα δημιουργεί κλονισμό σε πλευρές της αστικής κυριαρχίας θα επιδρά καταλυτικά στο σύνολο της αστικής πολιτικής και θα συνιστά μια σχετική αντικαπιταλιστική ανατροπή της συγκεκριμένης στρατηγικής του κεφαλαίου. Πρόκειται για ρήγματα που δεν θα ανατρέπουν ταυτόχρονα σταθερά και μόνιμα όλες τις εκφράσεις της αστικής στρατηγικής, που δεν ταυτίζονται με το στρατηγικό στόχο της επανάστασης.
Αυτό που θα κυριαρχεί ακόμα και σε περιπτώσεις τέτοιου είδους ρηγμάτων θα είναι η στρατηγική υπεροχή και η συνέχεια των βασικών νόμων της καπιταλιστικής κυριαρχίας, μέχρις ότου δημιουργηθούν οι συνθήκες της γενικής επαναστατικής κρίσης και η δυνατότητα άμεσης επιβολής της επαναστατικής εργατικής εξουσίας, η οποία θα αποτελέσει το πρώτο στρατηγικό ρήγμα στην αστική κυριαρχία. Επομένως δεν καλλιεργούμε αυταπάτες ότι ακόμα και ένα μετασχηματισμένο ταξικό πολιτικό εργατικό κίνημα μπορεί να επιβάλλει στην πράξη, και πριν την επαναστατική κατάκτηση της εξουσίας, το σύνολο των στόχων πάλης που προτείνουμε.
Και ασφαλώς δεν υποστηρίζουμε ότι ένα ρήγμα θα δημιουργηθεί σήμερα, ένα αύριο, ένα μεθαύριο και έτσι σταδιακά και βαθμιαία μέσα από αλλεπάλληλα ρήγματα θα φτάσουμε στην κατάκτηση της εξουσίας, χωρίς επανάσταση και μέσα από περισσότερο ή λιγότερο ήρεμες κοινοβουλευτικές διαδικασίες. Πρόκειται επί της ουσίας για ένα πρόγραμμα πάλης που θα πείθει το μαχόμενο εργατικό και λαϊκό κίνημα μέσα από την ίδια του την εμπειρία (θετική και αρνητική) να κατανοήσει την αναγκαιότητα και κυρίως την πολιτική δυνατότητα της επαναστατικής ανατροπής του καπιταλισμού.
Όμως η ταξική πάλη είναι απρόβλεπτη και δεν είναι υποχρεωτική μια τέτοια εξέλιξη. Οι κατακτήσεις τέτοιου είδους δεν είναι νομοτέλεια. Γι αυτό μπορεί να εμφανιστούν συνθήκες γενικής επαναστατικής κρίσης και να οδηγήσουν ακόμα και στη νίκης της επανάστασης, χωρίς την ύπαρξη τέτοιων κατακτήσεων. Όμως σ/φοι, η πολιτική πάλη του κινήματος για διεκδικήσεις και επιβολή τέτοιων κατακτήσεων αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την συνειδητοποίηση των εργαζομένων στο δύσκολο και επίπονο δρόμο προς την επανάσταση. Πως όμως μπορούν να επιβληθούν κατακτήσεις - ρωγμές που θα διαπαιδαγωγούν το κίνημα και την τάξη στο δρόμο για την εργατική εξουσία; Η απάντηση μας είναι: με “Αγωνιστικό μέτωπο ρήξης και ανατροπής.”
Με την πρόταση μας για τη δημιουργία του Αγωνιστικού Μετώπου Ρήξης και Ανατροπής επιδιώκουμε να συμβάλλουμε στην προσπάθεια ταξικής ανασυγκρότησης του μαζικού κινήματος, έτσι ώστε ίδιο το κίνημα να αποτελέσει το αντίπαλο δέος απέναντι στις αστικές κυβερνήσεις. Για να γίνουν οι αγώνες του ανατρεπτικοί και νικηφόροι.
Από αυτή τη σκοπιά και απέναντι στη αριστερή κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και τη λαϊκή εξουσία του ΚΚΕ εμείς προτείνουμε στις ταξικές δυνάμεις του εργατικού κινήματος να πάρουν την εξουσία και την κυβέρνηση του εργατικού κινήματος από τις αστικοποιημένες και γραφειοκρατικές ηγεσίες των ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ. Αυτό μπορεί να γίνει μέσα από τον συντονισμό και την ενοποίηση των αγώνων και των μορφών πάλης, εργατικών επιτροπών, εκατοντάδων αγωνιστικών και ταξικών πρωτοβάθμιων σωματείων, μαχόμενων ομοσπονδιών και εργατικών κέντρων.
Σε αυτά καθοριστική συμβολή πρέπει να έχει η εκλογή αιρετών και ανακλητών αντιπροσώπων σε τοπικό, περιφερειακό και Πανελλαδικό επίπεδο ανά πάσα στιγμή από τους ίδιους τους εργαζόμενους. Η πρότασή μας απευθύνεται σε μεμονωμένους συνδικαλιστές, σε εργατικά σχήματα και συσπειρώσεις, σε πρωτοβάθμια σωματεία, ομοσπονδίες και εργατικά κέντρα, στο “συντονισμό των πρωτοβάθμιων σωματείων ιδιωτικού και δημόσιου τομέα”, στο ΠΑΜΕ κ.α
Προτείνουμε οι «λαϊκές συνελεύσεις», οι “λαϊκές επιτροπές”, οι “επιτροπές δεν πληρώνω” κ.α, να ξεπεράσουν την κατακερματισμένη συσπείρωση ανά πρόβλημα (π.χ χαράτσι, διόδια κλπ), να αποκτήσουν πιο συνεκτικό και συνολικό πρόγραμμα αντιστάσεων και διεκδικήσεων. Να εντάξουν στη δράση τους την οργάνωση της λαϊκής αυτοάμυνας απέναντι στην πολύμορφη και επικίνδυνη κλιμάκωση της αστικής κρατικής βίας και καταστολής. Την άμυνα απέναντι στις ακροδεξιές, φασιστικές και ρατσιστικές προκλήσεις της Χρυσής Αυγής. Να υπερβούν θετικά και σε ανώτερο επίπεδο την πρακτική των «αμεσοδημοκρατικών» αέναων διαδικασιών και τις «κλειστές» επιτροπές αγώνα κομματικών συνεννοήσεων. Να συντονιστούν μεταξύ τους σε τοπικό, περιφερειακό και πανελλαδικό επίπεδο.
Προτείνουμε το ίδιο να γίνει και στο κίνημα νεολαίας, με κρίκο το φοιτητικό κίνημα και μια ανασυγκρότησή του με δομή αιρετών κι ανακλητών αντιπροσώπων.
Τέλος προτείνουμε οι μορφές αγώνα να περιλαμβάνουν όλη την «γκάμα», από την απλή διαδήλωση, τα μπλόκα και την απεργία, μέχρι τις καταλήψεις, τη γενική πολιτική απεργία διαρκείας και την παλλαϊκή εξέγερση. Η απόφαση, ο έλεγχος και η εφαρμογή γι αυτές, όπως και για την οργάνωση της εργατικής και λαϊκής αυτοάμυνας πρέπει να είναι έργο και πτέρυγα του ίδιου του μαζικού κινήματος. Μέσα από τις δημοκρατικές διαδικασίες του ίδιου του μαζικού κινήματος και, πάνω από όλα, των οργάνων του. Και όχι, κάποιων «πολιτικών γραφείων», συνδικαλιστικών γραφειοκρατικών «κορυφών», ούτε ανεξέλεγκτων και αυτόκλητων ομάδων, έξω και, τελικά, σε βάρος του κινήματος.
Στόχος μας είναι το ίδιο το μαχόμενο μαζικό κίνημα να κρίνει, μέσα από την αγωνιστική εμπειρία του, τα ιδιαίτερα προγράμματα και την προοπτική που δίνει η κάθε μια από τις «πρωτοπορίες»
Μέσα από το συντονισμό και την ενοποίηση σε ανώτερο βαθμό των αγώνων και των μορφών πάλης των παραπάνω “κέντρων αγώνα” μπορούμε να οικοδομήσουμε το ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ ΡΗΞΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΤΡΟΠΗΣ.
Η συγκρότηση του ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΥ ΜΕΤΩΠΟΥ ΡΗΞΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΤΡΟΠΗΣ δεν είναι μόνο μια διαδικασία από τα κάτω, αλλά και από τα πάνω. Κατά τη γνώμη μου είναι πολιτικά αναγκαίο και πρέπει τώρα η ΑΝΤΑΡΣΥΑ - με λογική αντικαπιταλιστικής επαναστατικής ηγεμονίας και όχι ηγεμονισμού και για βοηθήσει την πάλη του κινήματος - να επιδιώξει μια πολιτική συσπείρωση εκείνων των δυνάμεων που - ανεξάρτητα της γενικότερης στρατηγικής τους πρότασης - έχουν την πεποίθηση ότι στηριγμένοι στο εργατικό λαϊκό κίνημα μπορούμε να ανατρέψουμε τα μνημόνια και τις δανειακές συμβάσεις, να φύγουμε από το ευρώ και να συγκρουστούμε με την ΕΕ. Τέτοιες δυνάμεις είναι το ΜΑΑ, το ΕΕΚ, το Μ-Λ ΚΚΕ, το ΚΚΕ (μ-λ), η ΟΚΔΕ, δυνάμεις που έχουν διαφοροποιηθεί από τα αριστερά του ΕΠΑΜ, οι δυνάμεις που έχουν φύγει από το ΚΚΕ και εκφράζονται μέσω του ''εργατικού αγώνα''. Ασφαλώς σε μια τέτοια περίπτωση η ΑΝΤΑΡΣΥΑ όχι μόνο δεν πρέπει να υποστείλει τη σημαία της αυτοτελούς προώθησης των ιδιαίτερων συνολικών ιδεολογικών - πολιτικών θέσεων της, άλλα επιβάλλεται να τις προωθήσει ακόμα πιο αποφασιστικά.
Τελειώνω με ένα απόσπασμα από τον Χάουαρντ Ζιντ που νομίζω ότι ταιριάζει στην τωρινή, άλλα και στην αμέσως επόμενη φάση της ταξικής πάλης που θα ζήσουμε:
«Υπάρχει μια τάση να θεωρούμε πως αυτό που βλέπουμε στην παρούσα στιγμή είναι κι αυτό που θα συνεχίσουμε να βλέπουμε. Ξεχνάμε όμως πόσο συχνά αιφνιδιαστήκαμε από τις αναπάντεχες καταρρεύσεις θεσμών, από εκπληκτικές αλλαγές στη σκέψη των ανθρώπων, από απρόσμενες εξεγέρσεις ενάντια σε τυραννίες, από την ταχεία καθίζηση συστημάτων εξουσίας που έμοιαζαν ανίκητα»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου