Κυριακή 3 Απριλίου 2011

Πονπόν

του Γιώργου Ρούση

Πάνε κάμποσα χρόνια από τότε. Η πτώση της χούντας ήταν πρόσφατη και μόλις είχα επιστρέψει στις Βρυξέλλες από την Αθήνα και το τρελό μεθύσι χαράς που αυτή είχε προκαλέσει.
Ενα ηλιόλουστο απόγευμα, είδος σπάνιο για τον βέλγικο ουρανό, βγήκα όπως τα σαλιγκάρια με τη βροχή να χαρώ τον ήλιο. Πήγα στο μεγαλύτερο πάρκο της πόλης στο Μπουά ντε λα Κανμπρ -πόσο ωραίο θα 'ταν να 'χε κι η Αθήνα ένα παρόμοιο- και ξάπλωσα σ' ένα λοφίσκο από γκαζόν απέναντι από τις λίμνες που βρίσκονται στη μέση του πάρκου.
Παρατηρούσα γύρω μου δεκάδες ανθρώπους κάθε ηλικίας να περιδιαβαίνουν με τα σκυλάκια τους και να τους απευθύνουν το λόγο λες και συζητούν με ανθρώπους. Μια δυο βδομάδες αργότερα, πάλι το ίδιο θέαμα, υπό ψιλόβροχο τούτη τη φορά, στους ατέλειωτους αμμόλοφους της παραλίας λίγο έξω από την Οστάνδη. Το μόνο που διέφερε πέρα από τις νιτσεράδες των πεζοπόρων ήταν ότι τα συμπαθή κατοικίδια, παντός μεγέθους και ράτσας, έτρεχαν ελεύθερα στην άμμο, οπότε οι διάλογοι ξεκινούσαν κάθε φορά που επέστρεφαν στις αγκαλιές των αφεντικών τους.
Σκηνές αδιανόητες για ένα νέο έλληνα κομμουνιστή εκείνης της εποχής που μόλις είχε φύγει από τον παράδεισο της Αθήνας, που έσφυζε από ζωή και κοινωνικότητα. Πού χρόνος για απασχόληση με κατοικίδια όταν σε ατέρμονες συζητήσεις έχεις να λύσεις ζητήματα όπως το περιεχόμενο της μελλούμενης κοινωνίας, η οποία όπου να 'ναι αναβλύζει, ή ακόμη να οργανώσεις τον φορέα που θα την έκανε πραγματικότητα. Και τα βράδια πού χρόνος, όταν μέχρι το πρωί έτρεχες από μπουάτ σε μπουάτ να τραγουδάς τραγούδια αντάρτικα και άλλα, για δεκάδες χρόνια απαγορευμένα.
Για μένα λοιπόν τούτη η σχέση με τους σκύλους ήταν δείγμα αίσχιστου ξεπεσμού, δείγμα απομονωτισμού και ακοινωνησίας.
Και να που τα χρόνια πέρασαν και η Ελλάδα δεν εξελίχθηκε όπως αφελώς περιμέναμε τότε, αλλά στην κατεύθυνση της εικόνας του μέλλοντός της, που καθρέφτιζε στις πιο αναπτυγμένες χώρες όπως το Βέλγιο.
Και να σου που βρέθηκα κι εγώ με σκυλάκι, την Πονπόν, ένα θηλυκό ανάμεσα από Πομεράνιαν και Σπιτζ που μας κράτησε πραγματική συντροφιά στην οικογένεια ως αχώριστο μέλος της για δεκαέξι χρόνια. Και όταν έφυγε δω και λίγες μέρες, η οδύνη ήταν στην κυριολεξία εφάμιλλη εκείνης που νιώθεις όταν χάνεις πρόσωπο αγαπημένο και αναντικατάστατο.
Οταν μετέφερα τη θλίψη μου στους φίλους μου μουδιασμένα, φοβούμενος ειρωνικά σχόλια τους του τύπου «ο κόσμος καίγεται και το... ξυρίζεται», διαπίστωνα ότι όλοι με κατανοούσαν απολύτως και πολλοί από αυτούς μού περιέγραφαν ανάλογες οδυνηρές για τους ίδιους εμπειρίες με σκυλιά και γατιά.
Τα ερωτήματα εύλογα. Τι συνέβη στο μεταξύ; Αποξενωθήκαμε τόσο, που καταλήξαμε σαν εκείνους τους Βέλγους που κατηγορούσα εδώ και τριάντα πέντε χρόνια; Μήπως τελικά εκείνοι ήταν οι πιο λογικοί κι η δική μας αντιδικτατορική γενιά αιθεροβάμονες;
Στην πραγματικότητα ούτε το ένα συμβαίνει ούτε το άλλο, αλλά στο πλαίσιο των κανονικών ρυθμών της ζωής μας, που για να είναι πραγματική ζωή δεν είναι δυνατόν να είναι μια διαρκής συνεδρίαση σαν κι εκείνες που τόσο μισούσε ο Μαγιακόφσκι, η λειψή από τη φύση του συστήματος κοινωνικότητα καλύπτεται σ' ένα βαθμό από τις σχέσεις με τα ζώα.
Και το θέλουν ή όχι οι διάφοροι ψευτοσκληροί επαναστάτες οι ταγμένοι στα κομματικά γραφεία και ουσιαστικά αποκομμένοι από τη ζωή, ή οι άλλοι που δεν χωνεύουν τα ζώα γιατί αν τους σκαλίσεις λίγο σε βάθος δεν χωνεύουν την ίδια τη ζωή, αυτά, όσο περίεργο κι αν φαντάζει, προσφέρουν στοιχεία που όλο και πιο δύσκολα συναντά κανείς στους αποξενωμένους ανθρώπους.
Αγάπη, αφοσίωση, στοργή, συμπόνια, ζεστασιά... αξίες απλές αλλά μεγάλες που τις καταβροχθίζει η χοάνη της ανταγωνιστικής κοινωνίας, η οποία όλο και περισσότερο κυριαρχείται από τον απάνθρωπο ατομικισμό, τις προσφέρουν άπλετα τα ζωντανά και γι' αυτό τόσο αγαπιούνται και δένονται με όσους προσπαθούν να παραμείνουν άνθρωποι.
Ευαισθησίες μικροαστού διανοούμενου, θα μου πείτε. Ναι θα σας απαντήσω, γιατί η ζωή πέρα από ιδεολογίες ή μάλλον συνάμα με αυτές, είναι και άλλα πολλά, πέρα από τα μεγάλα είναι και τα μικρά-καθημερινά, που αν τα διαγράψεις στεγνώνεις επικίνδυνα και τελικά χάνεις την ίδια την ανθρωπιά σου.
Πονπόν αγαπημένη, θα σε θυμόμαστε για πάντα με τόση πολλή αγάπη και ανθρωπιά όση μας πρόσφερες.
ΥΓ.: Εκ παραδρομής στην υποσημείωση του προηγούμενου σχολίου, το «Ανθρωπάκι» έγινε του «Ανθρωπακίου», κάτι που βεβαίως δεν είναι σωστό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...