"τώρα που τα πολυβόλα ξανάρχισαν, τώρα που ο Μπράουν, ο Φίσερ κι ο Κράφτ φτιάχνουν έξυπνα όπλα κι όχι τανκς. Τώρα που ο Τσε αφουγκράζετε το κίνημα κατά της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης. Τώρα που τα εμβατήρια που μας μαθαίνουν είναι τηλεοπτικές σκυλοτροφές.Τώρα που τον Νέγρο Τζο, τον ήρωα και κουλοχέρη, τον ξαναστέλνουν στη Γιουγκοσλαβία, στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ για το δεύτερο χέρι. Τώρα που ο μικρός καφενές έγινε "τουριστικά είδη". Τώρα που ΟΛΑ ΤΟΝ ΘΥΜΙΖΟΥΝ, απλά κι αγαπημένα.''Αυτά έλεγε ο Β.Παπακωνσταντίνου πριν από μια συναυλία-αφιέρωμα στο Μάνο Λοίζο.
Απόγευμα Παρασκευής 17 του Σεπτέμβρη του 1982. Το ραδιόφωνο ανήγγειλε πώς ο Μάνος Λοϊζος, ο ταλαντούχος, ο ασυμβίβαστος, ο ρομαντικός, ο πηγαίος δεν υπήρχε πια. Είχε αφήσει την τελευταία του πνοή, πολλά χιλιόμετρα μακριά από την Ελλάδα, σ΄ ένα νοσοκομείο της Μόσχας. Ο Μάνος, ο αγωνιστής της τέχνης, ο καλλιτέχνης του αγώνα της εργατικής τάξης, που είχε "ταξιδέψει" στα πέλαγα της μελωδίας του, είχε πλέον περάσει από τη μνήμη στην καρδιά.
Παιδί Ελλήνων της διασποράς, ο Μάνος γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου στις 22 Οκτωβρίου 1937. Με τη μουσική ήρθε σε "επαφή" από πολύ μικρός. Πήρε μαθήματα κιθάρας, πιάνου και βιολιού. Στα μέσα της δεκαετίας του ΄50, ο Μάνος ήρθε στην Αθήνα για σπουδές στη φαρμακευτική Σχολή κι αργότερα στην Εμπορική. Η αγάπη του στην μουσική, τον κάνει να τις αφήσει και τις δύο. Αφοσιώνεται στην Τέχνη του. Το "Τραγούδι του Δρόμου" του Λόρκα, που το βρήκε στο περιοδικό "Επιθεώρηση Τέχνης" (σε μετάφραση του Νίκου Γκάτσου) τον εμπνέει. Το μελοποιεί και στις αρχές του ΄62 με ερμηνευτή τον Γιώργο Μούτσιο θα κυκλοφορήσει τον πρώτο του (μικρό) δίσκο. Οι αγώνες των εργαζομένων την περίοδο 1964 - ΄65 δεν τον αφήνουν αδιάφορο. Κάθε άλλο, καθώς τα τραγούδια που έγραψε εκείνη την περίοδο είναι εμπνευσμένα από αυτούς.
Ήταν η εποχή που όπως θα θυμούνται οι παλιότεροι, οι μπουάτ γίνονταν τόπος συνάντησης των φοιτητών της γενιάς του 114 και του 15% για την παιδεία, τραγουδώντας το "Δρόμο", το "Ακορντεόν", τον "Τρίτο Παγκόσμιο". Η ιδεολογική του στράτευση στα ιδανικά του κομμουνισμού, η ευαισθησία του σε ότι αφορά τους ταπεινούς και τους καταφρονεμένους, η αλληλεγγύη του στους αγωνιζόμενους σε όλο τον κόσμο για ισότητα, αξιοπρέπεια, κοινωνική αλλαγή, βρίσκουν καλλιτεχνική έκφραση σε έργα όπως τα "Νέγρικα" σε ποίηση του Γιάννη Νεγροπόντη, τα οποία τα παρουσιάζει στη θρυλική συναυλία της ΕΦΕΕ, στις 19 Απρίλη του 1967, δύο ημέρες πριν τη δικτατορία των συνταγματαρχών. Στην συναυλία αυτή τραγούδησαν η Μ. Φαραντούρη και Γ. Ζωγράφος. "Όσο η σιωπή είναι χρυσός/ τόσο του νέγρου ο ιδρώς/ για τον λευκό ειν΄ θησαυρός/ στράγι του νέγρου ο θυμός/ ("Κι αν συ λευκός, νέγρος εγώ").
Τα τραγούδια αυτά, που αναφέρονται στον αγώνα επιβίωσης των μαύρων της Αμερικής, κυκλοφόρησαν σε δίσκο πολύ αργότερα, το 1975 καθώς οι μαύρες λίστες της δικτατορίας τα είχαν απαγορέψει. "Για μένα η μουσική είναι το μέσον", έλεγε ο Μάνος σε μια συνέντευξή του το 1966, αναφερόμενος στο μουσικό του ύφος. "Τα εκφραστικά του μέσα πηγάζουν από αυτά που θέλω να πω". Με τον ερχομό της δικτατορίας οι συλλήψεις είναι πλέον καθημερινό φαινόμενο. Ο Μάνος φεύγει για λίγο (έξι μήνες) στην Αγγλία. Επιστρέφει όμως γρήγορα, στις αρχές του ΄68 στην Αθήνα. Μέσα στην εφταετία ο συνθέτης γράφει τραγούδια που γίνονται επιτυχίες με ερμηνευτές κυρίως τους Γ. Νταλάρα και Γ. Καλατζή. Κυκλοφορεί τους δίσκους "Ο Σταθμός", "Θαλασσογραφίες", "Ευδοκία" (για την ταινία του Αλ. Δαμιανού), "Να ΄χαμε τι να ΄χαμε". Παράλληλα, όμως, συνθέτει και πολλά κομμάτια που τα τραγουδά "σε φιλικό κύκλο" και δεν ακούγονται "ποτέ έξω από τους τέσσερις τοίχους μιας κάμαρας", όπως συχνά μου έλεγε. Ανάμεσά τους ο "Τσε", ο "Μέρμηγκας", τα "Συρματοπλέγματα", το "Μη με ρωτάς". Στην περίοδο ΄74 - ΄76 ακολουθούν οι κύκλοι "Καλημέρα ήλιε", "Τα τραγούδια του δρόμου", "Τα τραγούδια μας". Τα τελευταία σε στίχους του Φώντα Λάδη (που σήμερα στην κυριολεξία πεινάει χωρίς δουλειά και χρήματα) είναι λαϊκά, πολιτικά τραγούδια με αναφορές σε καυτά προβλήματα. Ανάμεσά τους τα "Πάγωσε η τζιμινιέρα", "Λιώνουν τα νιάτα μας", "Το δέντρο". Το 1979 κυκλοφορούν τα "Τραγούδια της Χαρούλας", σε στίχους του Μανώλη Ρασούλη (τρία του Πυθαγόρα): "Τίποτα δεν πάει χαμένο", "Μες το πλήθος", "Όλα σε θυμίζουν", "Γύφτισσα τον εβύζαξε", κ.ά. Ακολουθεί ο τελευταίος του δίσκος "Για μια μέρα ζωής" και μετά το θάνατό του τα "Γράμματα στην αγαπημένη" σε ποίηση Ναζίμ Χικμέτ. Στην συνέχεια υπήρξαν πολλές ακόμη εκδόσεις τραγουδιών του, ενώ το 1995 θα δει το φως ο δίσκος με παιδικά τραγούδια του και τίτλο "Κάτω από ένα κουνουπίδι".
Ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος πίστευε πώς το μυστικό της τέχνης του βρισκόταν στο ότι κατάφερε "να πρωτοτυπεί παραμένοντας γνώριμος μέσα σε μια μουσική ατμόσφαιρα ελεγειακής πραότητας και ταυτοχρόνως πειστικής αγωνιστικότητας". Ο Μάνος Λοϊζος ήταν πρωτοπόρος συνδικαλιστής στο χώρο των δημιουργών του ελληνικού τραγουδιού και πάλεψε για τα πνευματικά τους δικαιώματα από τις εταιρίες και την κασετοπειρατεία μέσα από την ΕΜΣΕ και ήταν ο πρώτος πρόεδρος του σωματείου. Στρατευμένος αγωνιστής στα ιδεώδη του κομμουνισμού σε συνέντευξή του στην "Εβδομάδα" είχε δηλώσει: "Ο καλλιτέχνης πρέπει να είναι στρατευμένος ιδεολογικά. Το θέμα είναι να μπορείς να είσαι στρατευμένος και συγχρόνως γνήσιος καλλιτέχνης, λέγοντας αυτά που πιστεύεις. Πρέπει να υπάρχει στρατευμένη τέχνη, γιατί μέσα στον δρόμο αυτής της σχολής, μπορούν να βγουν αριστουργηματικά έργα. Αλλά το πιο σπουδαίο είναι ότι η στρατευμένη τέχνη είναι ένας ελάχιστος φόρος τιμής στις χιλιάδες των φτωχών παιδιών που πεινάνε, αγωνίζονται και σκοτώνονται καθημερινά". Μιλώντας στο περιοδικό "Τετράδιο" για το ίδιο θέμα διευκρίνισε ότι: "Αν θεωρήσουμε στράτευση τη διαρκή εξυπηρέτηση της κοινωνικής συνείδησης, τότε, σαν ένα ενεργό μέρος κι εγώ αυτής της κοινωνικής συνείδησης, θεωρώ τον εαυτό μου στρατευμένο".
πηγή: Πολιτικό Καφενείο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου