Η Εστέρ Ντυφλό γεννήθηκε στο Παρίσι το 1972. Στα 39 της είναι
καθηγήτρια των οικονομικών της ανάπτυξης στο MIT, όπου ίδρυσε και
διευθύνει το «Εργαστήρι κατά της φτώχειας», το J-PAL. Παράλληλα διδάσκει
στην Ecole d’Economie de Paris. Το βιβλίο «Η πάλη κατά της φτώχειας»
είναι το εναρκτήριο μάθημα που έδωσε στο College de France,
εγκαινιάζοντας τη διεθνή έδρα «γνώση κατά της φτώχειας».
Στο βιβλίο της «Η πάλη κατά της φτώχειας», η Esther Duflo αποφεύγει
τα οικονομετρικά μοντέλα. Της πηγαίνουν καλύτερα οι εμπειρικές μέθοδοι.
«Βάζοντας φοιτητές στα εργαστηριακά πειράματα να παίξουν το παίγνιο του
δικτάτορα ή το παίγνιο των δημοσίων αγαθών καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι
τα άτομα δεν συμπεριφέρονται με λογική homo economicus». Βέβαια, στο
εργαστήρι, ο υπεύθυνος του προγράμματος μπορεί να ελέγχει με ακρίβεια
τις συνθήκες και να ζητά από εκείνους που συμμετέχουν, να εκτελούν
παράτολμες εργασίες. Η ευελιξία όμως του εργαστηρίου λειτουργεί σε βάρος
του ρεαλισμού: τα πειράματα στην πράξη επιβάλλουν αυστηρούς
περιορισμούς, γιατί οφείλουν να υποκύψουν στους εκάστοτε ηθικούς κανόνες
της κυρίαρχης ιδεολογίας. Επίσης, διαθέτουν ανατρεπτική δύναμη και την
ικανότητα να υποχρεώνουν τους επιστήμονες να αποδέχονται την αντίρρηση
και την έκπληξη.
Η συγγραφέας είναι υπέρμαχη της μεταμοντέρνας τάσης της πολιτικής
αυτονομίας, που έχει κυριαρχήσει σχεδόν παντού. Η εν λόγω τάση παίζει
κεντρικό ρόλο σήμερα και στο επίπεδο της πολιτικής πρακτικής και σε αυτό
του θεωρητικού λόγου ακόμα και στους κόλπους της αριστεράς. Συνάδει με
την έννοια της κοινωνίας των πολιτών. Εκεί συναντάμε τρεις προσεγγίσεις:
την μαρξιστική, όπου διερευνάται η σχέση του κράτους με τις εκάστοτε
κοινωνικές τάξεις όπου ρυθμιστής της είναι ο παράγοντας του οικονομικού
συμφέροντος και το κράτος εργαλείο της άρχουσας τάξης. Στη δεύτερη
προσέγγιση διερευνάται η σχέση κράτος και οικονομίας στη σχέση
κυβερνώντων και κυβερνωμένων. Από αυτή τη σκοπιά ο όρος αναφέρεται στα
ισχυρά «ενδιάμεσα στρώματα» μεταξύ πολιτικών ελίτ και λαού, δηλαδή στην
«ισχυρή» κοινωνία πολιτών.
Η τρίτη προσέγγιση, που δυστυχώς είναι και η κυρίαρχη, βλέπει την
κοινωνία των πολιτών αυτόνομη ομάδα από το κράτος και την αγορά. Κανένας
όμως δεν αναρωτήθηκε για παράδειγμα πως μία Μη Κυβερνητική Οργάνωση που
είναι αποτέλεσμα της «αυτονομίας των πολιτών», ακόμα και στην περίπτωση
που λειτουργούν με αυστηρές δημοκρατικές διαδικασίες στο εσωτερικό
τους, έχουν «ηγέτες» που δεν εκλέγονται από τον λαό και χρηματοδοτούνται
από αυτόν. Από αυτή την άποψη, δεν εκπροσωπούν κανέναν εκτός από την
αυτονομία τους από την συνολική αυτονομία.
Στο βιβλίο παρουσιάζονται τα οικονομικά ως κοινωνική επιστήμη,
περιγράφεται η πειραματική μέθοδος και τα αποτελέσματά της. «Αν η
φτώχεια μπορεί να ξεπεραστεί με επενδύσεις πλούσιων χωρών στις φτωχές,
με αναπτυξιακή βοήθεια, με μονομερή διαγραφή υπέρογκων χρεών αλλά και με
την οικονομική ανάπτυξη αυτών των χωρών, μένει να αποδειχθεί» όπως
γράφει. «Αλλά αν δεν μπορούμε να ξεριζώσουμε τη φτώχεια, τουλάχιστον όχι
άμεσα, μπορούμε να κάνουμε πιο εύκολη τη ζωή αυτών που υφίστανται τις
συνέπειές της». Αυτή της η οπτική στα ερωτήματα για την καταπολέμησης
της φτώχειας την απέφερε το Νόμπελ οικονομικών. Ο οικονομολόγος μπορεί
να είναι, εκτός από καθαρός επιστήμονας ή θεωρητικός των μαθηματικών
μοντέλων, ένας τεχνικός που συνδυάζει την αποκτηθείσα γνώση από την
εμπειρία του παρελθόντος με την πειραματική μέθοδο, δηλαδή τη δοκιμή
νέων τρόπων για την αντιμετώπιση ειδικών προβλημάτων, όπως το «μοντέλο
Grameen» για την παροχή μικροδανείων στους φτωχούς.
Το ερώτημα παραμένει και είναι επίκαιρο όσο ποτέ άλλοτε στην σύγχρονη
ιστορία: τι θα γίνει από εδώ και πέρα; Τώρα που η παγκόσμια φτώχεια και
πείνα θα αυξηθούν σαν αποτέλεσμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και
των μέτρων δομικής προσαρμογής της ελεύθερης αγοράς υπό την εποπτεία του
Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (Δ.Ν.Τ.). Η Παγκόσμια Τράπεζα συμπέρανε
ότι ο αριθμός των ανθρώπων που ζουν με λιγότερο από 1 δολάριο την ημέρα
αυξάνεται και μπορεί να φτάσει τα 1,8 δις μέχρι το τέλος αυτού του
έτους. Περίπου 200 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν βρεθεί στην απόλυτη
φτώχεια από την τελευταία αποτίμηση του 1993. Στην Μέση Ανατολή, τη
Βόρεια Αφρική το κατά κεφαλήν ΑΕΠ είναι σχεδόν αρνητικό.
Η κρίση του καπιταλισμού χτύπησε αναμφίβολα τις φτωχές χώρες της
Αφρικής, της Μέσης Ανατολής, της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής πολύ
σκληρότερα. Ακόμα και κατά την περίοδο της «ανάπτυξης» όμως η
συντριπτική πλειοψηφία είχε λίγα ή και μηδενικά οφέλη, μεγάλο μέρος της
οποίας καλλιεργήθηκε από αυτές τις χώρες. Μένει να φανεί και τι θα γίνει
στην «ανεπτυγμένη» δύση με τις νέες κοινωνικοοικονομικές ανακατατάξεις…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου