Τρίτη 21 Ιουνίου 2011

Εκδρομή στις καθημερινές “πλατείες”

της Ειρήνης Ηλιοπούλου


Όλα τα χρόνια ζω σε μια πολυκατοικία της Ανατολικής Θεσσαλονίκης. Χτισμένη το ’79 μετά το μεγάλο σεισμό, άλλο ένα τέκνο αντιπαροχής, με μόλις τέσσερις ορόφους και κατοικήσιμο ανώγειο, λόγω του τότε χαμηλού συντελεστή της περιοχής και με τέσσερα διαμερίσματα σε κάθε όροφο. Μια πολυκατοικία ανθρώπων μεσαίου και χαμηλότερου εισοδήματος που γέμισε από νεαρά, νιόπαντρα τότε ζευγάρια με ένα ή δύο παιδιά. Οικιακά, χαμηλόμισθοι και τεχνικοί στο ανώγειο, εκπαιδευτικοί, ελεύθεροι επαγγελματίες και υπάλληλοι στον πρώτο, υψηλότερα εισοδήματα στη συνέχεια και μια παράξενη εβδομηντάρα κυρία του τρίτου ορόφου για να βοηθά στις μετέπειτα παιδικές μυθοπλασίες μας γύρω από το πρόσωπό της. Η κυρία του τρίτου ήταν και η ιδιοκτήτρια του οικοπέδου. Τίποτα το πρωτότυπο με λίγα λόγια. Μια ακόμα πολυκατοικία που πήρε τη θέση μιας μονώροφης κατοικίας σε μια αλλοτινή προσφυγική περιοχή και που άφησε στο εσωτερικό της να εξελιχθεί καθ’ ύψος η ίδια ταξική διαστρωμάτωση που ίσχυε και έξω από το κατώφλι της. Και από την άλλη, άλλο ένα στοίχημα συλλογικής διαβίωσης στη σύγχρονη πόλη με δεκαέξι μικρές ιστορίες να συνδέονται με μπαλκόνια και κλιμακοστάσια.

Μέσα σε λίγα χρόνια, η σκάλα του κτιρίου είχε γεμίσει παιδικά ποδήλατα, ο ακάλυπτος μετατράπηκε σε τεράστιο εργαστήρι της φαντασίας μας, στο δέντρο του σκάλωσε χάρτινη καλύβα και οι ακακίες θέριεψαν για να παίζουμε καλύτερα κρυφτό. Πιστοί στους κανόνες συλλογικής ησυχίας και φασαρίας, περιμέναμε υπομονετικά να δώσει το ρολόι το σύνθημα για το απογευματινό ξεφάντωμα. Πέντε και μισή ακριβώς. Ταυτόχρονο άνοιγμα της πόρτα στους τέσσερις ορόφους και μετασεισμοί στη σκάλα από το λαίμαργο τρέξιμο στην αυλή. Ταυτόχρονες και οι συνεννοήσεις των μεγάλων για τον τόπο της ημι-υπαίθριας παρακολούθησης στα μπαλκόνια. Τα μπαλκόνια, περιμετρικές οριζόντιες συνδέσεις μεταξύ μας, στενότερα στην πίσω όψη του ευρύχωρου ακάλυπτου και φαρδύτερα στο ένα μέτρο και κάτι στην κύρια όψη, έμοιαζαν με μικρά ξέφωτα με ζαρντινιέρες και μοδάτους αναρριχώμενους κισσούς για τις βιαστικές συνεννοήσεις παιδιών και μεγάλων, για τους απογευματινούς καφέδες των μανάδων και το σφύριγμα λήξης του καθημερινού παιχνιδιού. Εκεί θα ξεροστάλιαζε ο άρρωστος φίλος όσο εμείς θα του φωνάζαμε να αψηφίσει βήχα και πυρετό και να έρθει στο παιχνίδι. Εκεί θα έπαιρνε λίγο αέρα το μουτρωμένο ζευγάρι μετά τον καβγά. Εκεί θα παραφύλαγε το φλύαρο μάτι για να ελέγξει ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει. Απ’ τα μπαλκόνια και το ταυτόχρονο τρίξιμο της τέντας, από κει και το γνέψιμο στο επίμονο κορνάρισμα για το ραντεβού.

Τα χρόνια περνούσαν και οι φίλοι της κυριακάτικης σκανταλιάς μεγάλωναν, μαζί κι εγώ. Τα άλλοτε νιόπαντρα ζευγάρια της δεκαετίας του ’80, έγιναν οι σαραντάρηδες του ’90. Μέσα στα δέκα αυτά χρόνια οι εξελίξεις εντός του μπετονένιου κτιρίου ήταν πιο εμφανής έξω από αυτό. Στα καινούρια παρκαρισμένα αυτοκίνητα, στα σταθμευμένα φορτηγά που έφερναν τις παραγγελίες οικιακής ανακαίνισης και στον βαλκάνιο κηπουρό που ψαλίδιζε καθημερινά τη θαμνώδη περίφραξη. Μα γιατί αυτόν τον Φλεβάρη του ’92 γέμισαν τα μπαλκόνια με τα χαλαρά διαχωριστικά ανάμεσα στα διαμερίσματα με ελληνικές σημαίες; Από το ανώγειο μέχρι τη γηραιά κυρία του τρίτου, η πολυκατοικία έγινε γαλάζια κρύβοντας την αναρριχώμενη τριανταφυλλιά που θ’ άνθιζε σε λίγο καιρό. Συναντώ τους φίλους στην είσοδο. Φεύγουν για την πλατεία… <<Δε θα επιτρέψουμε να πάρουν το όνομά μας. Την ιστορία μας. Δε φτάνει που ανοίξαμε τα σύνορά μας και γεμίσαμε κλέφτες και πόρνες, τώρα θέλουν και τον Αλέξανδρο.>>. Ξέρω για τι πράγμα μιλούν, μάθαμε το τραγούδι σήμερα στο σχολείο. Αλλά εγώ δε θα είμαι απόψε στην πλατεία, ούτε θα πάμε σύντομα οικογενειακώς επίσκεψη στους δίπλα. Δεν καταλαβαίνω γιατί, μάλλον γιατί οι δικοί μου εκνευρίζονται που τώρα τελευταία μας βάζουν να βγάζουμε τα παπούτσια μας στην είσοδο πριν τα καινούρια χαλιά. Αυτό θα πει φασίστες;
Τα χρόνια συνέχισαν να περνούν. Τα απογεύματα γίνονταν όλο και πιο ήσυχα, ο ακάλυπτος όλο και άδειαζε και οι πρώτες κούτες της μετακόμισης γέμιζαν. Τα γύρω μονώροφα σπίτια, μια μικρή βιοτεχνία και οι αλάνες του απογευματινού παιχνιδιού έδιναν σιγά σιγά τη θέση τους σε ψηλές πολυκατοικίες με πιλοτές, ακριβά τετραγωνικά μέτρα και γείτονες χωρίς ονοματεπώνυμο. Οι συναντήσεις στα παρκάκια και τις μικρές πλατείες γίνονταν πια απαγορευτικές και ξαφνικά οι καλημέρες λιγόστευαν. Έφυγαν οι παιδικές τσιρίδες από τη γειτονιά, έφυγαν και οι απογευματινοί καφέδες των μανάδων στα ενιαία μπαλκόνια. Πόρτες ασφαλείας, κλειστά παντζούρια κι ένα φωτάκι αναμμένο στο διαμέρισμα σε περίπτωση κυριακάτικης εκδρομής. Αστυνομία στα νεανικά πάρτι, συναγερμοί, τοιχοκόλληση κοινόχρηστων χρεών και η γηραιά κυρία βρέθηκε μετά από δύο μέρες νεκρή στο διαμέρισμα του τρίτου.
Τρέχω βιαστικά προς τα σκαλιά. Χαρτάκι στην πόρτα μου για το χθεσινό ξενύχτι και τα κοινόχρηστα κάτω από την πόρτα. Προηγουμένως είδα κλεφτά τα τοιχοκολλημένα χρέη και είχαμε βρεθεί ξανά όλοι μαζί σ’ εκείνο το χαρτί των ανεκπλήρωτων υποχρεώσεών μας. Χρεωμένοι.
Έχω να καθίσω στην πλατεία του Λευκού Πύργου από τότε που ήταν απογευματινό χούι το τάισμα περιστεριών με μαύρα σπόρια και νοτισμένο ψωμί. Ειδικά μετά την ανάπλαση και τα θεματικά πάρκα, ενώ η πλατεία γέμισε με πεζούλια άδειασε από μνήμη και θέα. Απόψε έχει συγκέντρωση. Δε μοιάζει με τίποτα που γνωρίζω και κοιτάζω με αμηχανία την πρωτοβουλία. Ένας χρόνος μνημόνιο έφτασε τα πράγματα με φόρα στο απροχώρητο. Απολύσεις, ανεργία, περικοπές, ιδιωτικοποιήσεις, χρέη, σύγχρονη μετανάστευση και συνάμα γκρίζα τοπία και σκυφτά πρόσωπα. Ένας χρόνος ανομολόγητης συλλογικής θλίψης μπροστά σε απλήρωτες δόσεις και αδιέξοδα.
Κατεβαίνω τη σκάλα προσπερνώντας τους παρατημένους λογαριασμούς στην άκρη της και ανοίγω το βήμα μου προς την πόρτα γιατί σα να μου φάνηκε πως άκουσα μια πόρτα να ξεκλειδώνει και δε θέλω να συμπέσω σε αμήχανα χαμόγελα και τυπικές καλησπέρες. Δεν πρόλαβα. Η φωνή της παλιάς γειτόνισσας και παιδικής φίλης δεν έδινε περιθώρια για δήθεν αφηρημάδα και προσπέρασμα, όπως τόσες άλλες φορές. Τη ρωτώ στα γρήγορα για που το’ βαλε μπας και αποφύγω τη δική μου τυπική αναφορά και το μπλέξιμο σε μια χιλιοειπωμένη κλισέ κουβέντα για αγώνες που δε βγάζουν πουθενά, για κόσμους που δεν αλλάζουν και για μοντέλα που δοκιμάστηκαν και απέτυχαν. <<Πηγαίνω στο Λευκό Πύργο>>.
Καμιά μέρα τόσα χρόνια δε σκέφτηκα την κοινή ιστορία μας σ’ αυτή τη γειτονιά. Καμιά μέρα δεν κοίταξα πίσω να θυμηθώ πάλι το κοινό μας μεγάλωμα. Κάπου στα χρόνια φύγαμε απ’ την πλατεία μας, φύγαμε απ’ τα μπαλκόνια μας, αδειάσαμε και τα σαλόνια μας και το κουδούνι δεν ξαναχτύπησε. Κρυφός πόθος να φύγουμε για γειτονιές όπου η ταμπέλα του γραφείου θα κρέμεται από πιο δημοφιλή μπαλκόνια ή για τόπους δίχως γείτονες και υποχωρήσεις. Μου ξαναθύμισες το στοίχημα συλλογικής ζωής που είχαμε βάλει, τόσο αυθόρμητα, αυτονόητα και τόσο συνειδητά.
Τούτες τις μέρες ξανασυναντιόμαστε. Ξαναβρισκόμαστε στις μικρές καθημερινές πλατείες που είχαμε ξεχάσει να εμπιστευόμαστε. Ξαναπιστέψαμε στη συλλογική έκφραση και στον κοινό αγώνα. Τα μπαλκόνια μας δεν έχουν σημαίες, ονόματα και ισχυρές Ελλάδες. Τούτες τις μέρες κάναμε την πόλη γειτονιά και δώσαμε ραντεβού στις γωνιές της. Καθίσαμε οκλαδόν, ακούσαμε και ακουστήκαμε. Κάναμε το δημόσιο προσωπικό και την ατομική αγωνία συλλογικό αγώνα. Χορέψαμε στους ρυθμούς της λίρας και της ελπίδας και καθαρίσαμε απ’ το σιντριβάνι της πλατείας τα δακρυγόνα της τρομοκρατίας. Μάζεψε ο ένας το σκουπίδι του άλλου, περάσαμε μαζί ελεύθερα τα διόδια και μπήκαμε στα λεωφορεία μας δίχως εισιτήριο. Ξαναδιαβάσαμε μέσα απ’ τη μαρξιστική σκέψη πως η πόλη στον σύγχρονο καπιταλισμό είναι το πεδίο εκείνο όπου κυρίαρχα αναπαράγονται και οξύνονται οι αντιθέσεις, αλλά ταυτόχρονα αποτελεί και το έδαφος όπου αναπτύσσονται και οι δυνάμεις για την υπέρβαση και ανατροπή τους. Τούτες τις μέρες γυρνάμε αλλιώς αργά το βράδυ στα σπίτια μας. Αυτές τις μέρες ξαναποντάρουμε στην πλατεία μας.

πηγή: http://ilesxi.wordpress.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...