του Αλέκου Αναγνωστάκη
Το
νέο έκανε το γύρο της επικράτειας: «Καταρχήν εμείς είμαστε γενικά υπέρ
της αποδέσμευσης από την ΕΕ, η λύση έξω από το ευρώ και η δραχμή στις
παρούσες συνθήκες είναι καταστροφική. Αλλά εθελοντικά να φύγει η Ελλάδα
από την ευρωζώνη και αυτή τη στιγμή να τη διώξουν δεν το βλέπουμε...».
Μία ημέρα μετά η δήλωση επαναλήφθηκε δριμύτερη (Ριζοσπάστης 3.6.2011):
«Ξέρετε ποιοι ζητάνε επιστροφή στη δραχμή; Αυτοί που έχουν κεφάλαια στο
εξωτερικό τεράστια, που μόλις γυρίσουμε στη δραχμή, όπου η υποτίμηση θα
είναι 70%, θα αγοράσουν μπιρ παρά, επιχειρήσεις, αεροδρόμια,
λιμάνια...Αύριο μπορεί να μας διώξει και η ίδια η ΕΕ, εμείς βεβαίως δεν
θα πούμε όχι» (αντίφαση).
Οι
δηλώσεις αυτές της Α. Παπαρήγα γίνονται ακριβώς τώρα. Στη σημερινή
κυριαρχία της πιο ελεεινής ταξικής μορφής. Τώρα που χιλιάδες συνάνθρωποι
λιμοκτονούν και η κρίση αξιών και η καθημερινότητα της καπιταλιστικής
βαρβαρότητας βαθαίνουν την αναξιοπιστία και κρίση του αστικού πολιτικού
συστήματος. Συνοδεύεται δε από άλλες δύο επισημάνσεις: «Καταργείται το
Mνημόνιο. Εγώ σας λέω με μόνο αυτό, τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα.(!)
Πρέπει να βάλεις κάτι στη θέση αυτών που λες να καταργηθούν. Προς το
παρόν δεν ακούγεται αυτό το πράγμα». Η γραμματέας δεν άκουγε. Ή, αν
άκουγε άλλη πρόταση, αυτή προέρχεται από τον έτερο αντίπαλο εχθρό,
δεκανίκι του συστήματος όλη την υπόλοιπη Αριστερά. Η δεύτερη δήλωση,
εξίσου αποκαλυπτική, αφορά τη σχέση με τη θεωρία: «Δεν μας φοβίζουν
(απολογητισμός) οι γεμάτες πλατείες. Όμως, εδώ θα το πούμε καθαρά. Τούτη
την ώρα ειδικά δεν είναι η ώρα αναζητήσεων, θεωρητικών ούτε
πρακτικών.(!) Τούτη την ώρα πρέπει να υπάρχει σαφήνεια...». Υπονοεί
φυσικά την πολιτική σαφήνεια του ΚΚΕ. Καμία επίγνωση της
στρατηγικοπολιτικής ανεπάρκειας της Αριστεράς. Καμιά σεμνότητα απέναντι
σε όσους ψάχνουν αλλά δεν βρίσκουν τις απαντήσεις στην Αριστερά. Αυτοί
... αδυνατούν να καταλάβουν ευρισκόμενοι εν συγχύσει.
Η πολιτική ζημιά έγινε. Οι δηλώσεις δυσκολεύουν το κίνημα, τραυματίζουν την Αριστερά. Αντικειμενικά ενισχύουν και υπογραμμίζουν με θετικό πρόσημο τις πολιτικές αιτιάσεις συνολικά του αστικού συνασπισμού εξουσίας. Σπέρνουν αυτό που ο Μαρξ ονόμαζε «τρομοκρατία της υποψίας», το «μήπως έχουν δίκιο ανεξαίρετα όλοι όσοι ισχυρίζονται πως δεν υπάρχει ζωή εκτός ευρώ και Mνημονίου;».
Μήτρα
της δήλωσης είναι η ίδια η αδιέξοδη πολιτική του ΚΚΕ. Η τακτική του
που αυτοευνουχίζεται στο «Εμείς ευχόμαστε να έχουμε και μικρο
κατακτήσεις, δεν τις σνομπάρουμε». «Ευχόμαστε». Δεν επιδιώκει, σχεδιάζει
και διατάσσει τις δυνάμεις του για νίκες και μάλιστα στους βασικούς
νόμους λειτουργίας του καπιταλισμού. Πηγή της δήλωσης είναι η αφαιρετική
μεταπήδηση στον άμεσο πολιτικό στόχο της λαϊκής εξουσίας με την
ανάλογη διακυβέρνηση που θα χειριστεί τα ζητήματα του Mνημονίου, του
ευρώ και της ΕΕ. Χωρίς να ξέρει κανείς αν αυτή θα έρθει, πριν, μετά,
μαζί ή δίχως με τη –μηδέποτε αναφερόμενη – επανάσταση. Και έτσι με μια
τακτική ...χωρίς τακτική, χωρίς δηλαδή ουσιαστικούς πολιτικούς στόχους
ρήξης και ανατροπής, απονευρώνει το εργατικό κίνημα. Και με μια νεφελώδη
στρατηγική πρόταση εξουσίας απροσδιορίστου περιεχομένου και πολλαπλών
μεταφράσεων επιστρέφει στο κίνημα όχι για να το ενώσει αλλά να το
διχάσει στη βάση μάλιστα του πιο ευγενικού, ενωτικού και αναγκαίου
στόχου, αυτού της λαϊκής εξουσίας. Το ΚΚΕ, σε μια εποχή που γίνεται
πλέον ορατό το ανύπαρκτο της όποιας φιλολαϊκής διαφοροποίησης αστικών μη
μονοπωλιακών δυνάμεων, παραμένει στη χρεοκοπημένη πολιτική του
αντιμονοπωλιακού, αντιιμπεριαλιστικού, δημοκρατικού μετώπου. Γι’ αυτό
και οδηγήθηκε σε περιορισμένες αριστερές αναπροσαρμογές με επίκεντρο το
κοινωνικό ζήτημα. Διατήρησε όμως την ουσία της χρεοκοπημένης
μεταπολεμικής πολιτικής των κομμάτων της τρίτης διεθνούς, την
κληρονομημένη εχθρότητα απέναντι στα εγχειρήματα κομμουνιστικής
επαναθεμελίωσης καθώς και στις αναπάντεχες κοινωνικές εκρήξεις. Μάταια ο
Λένιν σημείωνε πως «όταν νομίζει κανείς ότι μπορεί να νοηθεί κοινωνική
επανάσταση χωρίς εξεγέρσεις (...) μιας μερίδας των μικροαστών με όλες
τις προλήψεις τους, χωρίς κίνημα των μη συνειδητών προλεταριακών και
μισο-προλεταριακών μαζών, όταν σκέπτεται κανείς έτσι, σημαίνει ότι
απαρνείται την κοινωνική επανάσταση...».
Την
ίδια ώρα ο Α. Τσίπρας εξαργύρωνε το κίνημα και την προοπτική του
ζητώντας «την άμεση διεξαγωγή εκλογών για να αποφασίσει δημοκρατικά ο
ελληνικός λαός, αν θέλει μια κυβέρνηση υποταγμένη στους καταναγκασμούς
μιας ατέλειωτης σειράς μνημονίων ή θέλει τον εναλλακτικό δρόμο, απαλλαγή
από το Μνημόνιο, αναδιαπραγμάτευση του χρέους και ανάπτυξη με
αναδιανομή του πλούτου». Εντός του ευρώ , της ευρωζώνης και της ΕΕ.
O
ΣΥΝ και το ΚΚΕ αποκαλύπτονται πως είναι κλειστοί σχηματισμοί ως προς
την επίλυση των ιστορικών αντιφάσεων και αδιεξόδων της Αριστεράς. Μόνο
το κίνημα και οι δυνάμεις της κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης μπορεί να
τους «ανοίγουν» και να επιδρούν εν μέρει επάνω τους. Επανέρχεται
επομένως με δραματικό τρόπο, τώρα που το ελπιδοφόρο κίνημα της νεολαίας
και των εργαζομένων δείχνει τα όρια και τις ανάγκες του, η δημιουργία
του σύγχρονου εργατικού κομμουνιστικού εγχειρήματος μαζικής κοινωνικής
επίδρασης. Ικανού να κατακτήσει και προωθήσει τελικά στην πράξη, μια
αυτοτελή, ηγεμονεύουσα στην πλειονότητα, «εφ’ όλης της ύλης»,
πρωτοποριακή, στέρεα ενωτική εργατική δράση και συγκρότηση. Το ΝΑΡ και η
ΑΝΤΑΡΣΥΑ εκεί κρίνονται.
πηγή: Εφημερίδα ΠΡΙΝ
πηγή: Εφημερίδα ΠΡΙΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου