του Διονύση Ελευθεράτου
Θα ζούμε με χαρτζιλίκια, δεν θα αγχωνόμαστε για ένσημα και η "σωτηρία" θα μας θυμίζει ένα (τουλάχιστον) "σόκιν" ανέκδοτο των 70ς.
Α, όλα κι όλα, δεν είναι αμελητέα η προσφορά του κανιβαλικού καπιταλισμού της εποχής μας. Δεν είναι ασήμαντη η χάρη την οποία μας κάνουν τα Μνημόνια, το κηφηναριό των Βρυξελλών που θα ήταν παντελώς αμνημόνευτο αν δεν του είχε ανατεθεί το έργο της «ευρωπαϊκής κινεζοποίησης», αλλά και οι γλοιώδεις εγχώριοι «αμνήμονες», οι οποίοι έχουν ξεχάσει πόσες φορές μέχρι τώρα ...μας έσωσαν «από τα χειρότερα»: Όλοι τους μας επαναφέρουν στα νηπιακά, παιδικά, ή εφηβικά μας χρόνια!
Όπως παλιά, θα ζούμε με χαρτζιλίκια. Απλώς, τώρα θα δουλεύουμε για να τα εισπράττουμε – να μην νιώθουμε και «υποχρεωμένοι», βρε αδελφέ. Όπως παλιά, δεν θα αγχωνόμαστε για ένσημα. Κάποτε ήμασταν πολύ μικροί για να υπολογίζουμε τι θα γίνει έπειτα από μερικές δεκαετίες εργάσιμου βίου, τώρα είμαστε πολύ ... «Ευρωπαίοι» για να ελπίζουμε σε κάτι.
Θαρρείς πως γύρω μας γίνονται πράξη ακόμη και τα ανέκδοτα της δεκαετίας του ’70. «Γυναίκες δεν έχουμε, αλλά από οργάνωση σκίζουμε» ήταν η καταληκτική ατάκα ενός εξ’ αυτών, βαλμένη στο στόμα κάποιου διευθυντή πορνείου. Ε, ανάλογη ... οργάνωση δεν διέπει το οικοδόμημα του Παπαδημιστάν και των διεθνών νταβατζήδων; «Κρατιόμαστε» στην ευρωζώνη, αλλά δίχως ευρώ στην τσέπη μας. «Σώζεται και εξυγιαίνεται» το ασφαλιστικό σύστημα, για να παρέχει συντάξεις επιπέδου επιδομάτων κηδείας και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη αξιοθρήνητη. Οι καταθέσεις μας στις Τράπεζες – για όσους έχουν- είναι «εγγυημένες», μόνο που τις εξανεμίζουν τα χαράτσια.
Αλλά όχι, το ταξίδι στο χρόνο δεν σταματά στην εποχή των «σόκιν» ανεκδότων της πρώιμης εφηβείας μας. Εκτείνεται σε χρόνια ακόμη παλιότερα. Να, ας πούμε τότε που βλέπαμε κουκλοθέατρο. Τώρα βλέπουμε τηλεόραση. Αντί για τον Κλούβιο και τη Σουβλίτσα, τώρα παρακολουθούμε «ψύχραιμους» αναλυτές, με σουβλερή γλώσσα, οι οποίοι προφανώς ψάχνουν για κλούβια κεφάλια: Πρώτα αναρωτιούνται πώς θα επιβιώσει μια κοινωνία «με μισθούς Βουλγαρίας και τιμές Βρυξελλών» κι έπειτα αγωνιούν για το αν οι βουλευτές θα «αρθούν στο ύψος των περιστάσεων», εάν δηλαδή θα υπερψηφίσουν το νέο έκτρωμα.
«Να ακούτε τους μεγάλους- αυτοί ξέρουν», μας έλεγαν κάποτε με στόμφο. Τώρα θα «πρέπει» να υπακούμε τα μεγάλα καθάρματα Αθηνών, Βρυξελλών και Βερολίνου. Αυτοί, όντως ξέρουν... Ξέρουν π.χ ότι χωρίς Μνημόνια «η χώρα θα καταρρεύσει», ότι «δεν μπορεί να παράγει τίποτε», ότι, ότι, ότι... Κι ας έχει η Ελλάδα- ναι, η σημερινή, η στραγγαλισμένη Ελλάδα – κατά κεφαλήν εισόδημα 21.000 ευρώ. Εκεί όμως που αλλάζουν τα πράγματα, είναι με τον Μπαμπούλα: Οι περισσότερο παλιομοδίτικες οικογένειες επιστράτευαν τον Μπαμπούλα για να τρώνε τα παιδιά το φαγητό τους. Τώρα αντιθέτως ο Μπαμπούλας επισείεται για να αποδεχθούμε μια «τάξη πραγμάτων» που ήδη έχει «πλάσει» σχολεία με υποσιτισμένους μαθητές. Όσο για το ποιος ακριβώς είναι ο Μπαμπούλας, α, εδώ διατηρείται η παλιά ποικιλία, η δυνατότητα να επιλέξει κανείς με τι θα τρομοκρατηθεί περισσότερο. Από το ενδεχόμενο «να μην μπορούμε να εισάγουμε πετρέλαιο» μέχρι τον «τρομακτικό πληθωρισμό», η γκάμα είναι μεγάλη.
Ω, ναι, γινόμαστε πάλι παιδιά. «Παιδιά δίχως μέλλον κι όνειρα» θα πείτε, αλλά ποια επιστροφή στη νεότητα δεν απαιτεί αντίτιμο; Για κάτι τέτοια ο Φάουστ πούλησε την ψυχή του στο διάβολο, αλλά εμείς που «ξανανιώνουμε» με τρόπο άβολο είμαστε και politically correct. Έτσι μας θέλει η «ανταγωνιστικότητα», αλλά και η «σωτηρία της χώρας». Δεκαετίες κομμένες από τη ζωή μας, μόχθος παραγεγραμμένος, ελπίδες ακυρωμένες. Ξεκινάμε από το μηδέν, ή βρίσκουμε τρόπο να εκμηδενίσουμε το φόβο, την παγωμάρα, τα ατού των καθαρμάτων. Μπορούμε;
πηγή: Εφημερίδα ΠΡΙΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου