του Γιώργου Βασσάλου
[To κείμενο αυτό περιέχει και μια αποτίμηση του εκλογικού αποτελέσματος. Ζητώ συγνώμη για την καθυστέρηση]
Στη σοσιαλιστική δημοκρατία οι αντιπρόσωποι του λαού θα εκλέγονται κυρίως στους χώρους δουλειάς. Η ψήφος αυτών που παράγουν τον κοινωνικό πλούτο θα βαραίνει περισσότερο στο αποτέλεσμα. Έτσι, δε θα βγάζουν κυβερνήσεις οι συνταξιούχοι, απλά επειδή αδυνατούν να αλλάξουν τις συνήθειές τους ή επειδή φοβούνται μην και πάρουν υποτιμημένα ευρώ στον τάφο.
Στη σοσιαλιστική οικονομία, μέσω του δημοκρατικού σχεδιασμού, θα αμβλύνονται οι αντιθέσεις μεταξύ μεγάλων αστικών κέντρων και περιφέρειας. Έτσι ώστε να μην επιβιώνουν στην περιφερεια μισοφεουδαρχικές κοινωνικές δομές που έχουν σαν αποτέλεσμα να ψηφίζουν όλοι για ‘να μη τους πάρουν οι κομμουνιστές τα σπίτια και τα λεφτά στην τράπεζα’, αδιαφορώντας που με τη συνέχιση της ίδιας πολιτικής θα πληθύνουν εκείνοι στις πόλεις που πεθαίνουν στην πείνα.
Δυστυχώς όμως έχουμε ακόμα αστική δημοκρατία, δηλαδή δικτατορία του κεφαλαίου, που στην κρίση αγριεύει και δε διστάζει να αξιοποιεί την έλλειψη φαρμάκων και να προκαλεί τεχνητό bank run για να απειλήσει πιο αποτελεσματικά τον κόσμο. Στην τελική, τα εκλογικά της συστήματα και όλους τους μηχανισμούς επιβολής της, όπως τη φασιστομπατσαρία, για να προστατεύεται κάτι τέτοιες ώρες ανάγκης τα έχει φτιάξει.
Έτσι δεν έγινε το ελάχιστο που πολλοί είχαμε για σίγουρο μετά από τόσο εντατικούς αγώνες την τελευταία διετία. Το να μη βγει δηλαδή πρώτο ένα από τα ξεφτιλισμένα κόμματα του μνημονίου. Έτσι ψάχνουν να βρουν υπουργούς ανάμεσα σε τραπεζίτες κι εφοπλιστές που φοβούνται, και αυτοί, να πάρουν στις πλάτες τους την καυτή πατάτα της επερχόμενης χρεοκοπίας και το χαφιεδαριό ορμάει στη χαλυβουργία. Μετά τις ανακατάξεις που προκλήθηκαν από τις εκλογές και την τεράστια επένδυση δυνάμεων (και ελπίδων) που έγινε εκεί πρέπει να ανασυνταχθούμε τώρα γρήγορα για να συνεχίσουμε την πάλη.
Η κεντρική προεκλογική υπόθεση του ΣΥΡΙΖΑ ότι μπορεί να πεισθεί η ΕΕ, να δανείζει χρήματα χωρίς την επιβολή εξοντωτικών μνημομίων, κατέρρευσε ολοκληρωτικά με την απόφαση της τελευταίας συνόδου.
Παραλίγο να πιούμε νερό;
Η ‘Αριστερά’, ή μάλλον ένα κόμμα που προέρχεται από τη μεγάλη κομμουνιστική μήτρα ή ένα κόμμα στα αριστερά της σοσιαλδημοκρατίας, σημείωσε το μεγαλύτερο ποσοστό στην ιστορία της Ελλάδας, μεγαλύτερο κι από το 24,4% της ΕΔΑ το 1958. Αν εξαιρέσουμε χώρες της ανατολικής Ευρώπης τη δεκαετία του ’40 ή μετά το 1990 τη Ρωσία, ή χώρες όπως η Κύπρος[1] και η Μολδαβία, μιλάμε για ένα από τα μεγαλύτερα εκλογικά ποσοστά ενός κομμουνιστικής καταγωγής μορφώματος σε όλη την Ευρώπη (το ξεπερνάνε το ΚΚ Γαλλίας το 1946 με 28,26% και το ΚΚ Ιταλίας με 34,4% το 1976).
Η εφαρμογή του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ, όμως, στη διαλυμένη από τα μνημόνια της ΕΕ Ελλάδα, δε θα ανέτρεπε τη μηχανή λεηλασίας των εργατικών εισοδημάτων και δικαιωμάτων και άρα του βιοτικού επιπέδου του λαού. Δε φιλοδοξούσε εξάλλου να προχωρήσει σε άμεση αντεπίθεση, αλλά υποσχόταν την ‘άμβλυνση του πόνου’, την ‘ανακούφιση’, το ‘πάγωμα’ των μειώσεων και των περικοπών. Πολλοί λένε ότι εμείς αυτά τα κοιτάμε αφ’υψηλού γιατί είμαστε αριστεροί όλο μαλλί και θεωρία, που αρνούνται να αφουγκραστούν τα βάσανα του κόσμου. Δεν είναι αλήθεια όμως. Βλέπουμε αντικειμενικά ότι χωρίς αντεπίθεση δεν υπάρχει ανακούφιση. Γιατί πλέον άμα δεν τα πάρεις από τους πλούσιους, άμα δε σταματήσεις να πληρώνεις τους τοκογλύφους, άμα δεν αποφασίσεις απειθαρχία στα όργανα της ΕΕ και σύγκρουση με αυτά, δεν υπάρχει, ούτε πρόκειται να υπάρξει, δεκάρα τσακιστή για να απαλύνεις τον πόνο των φτωχών. Ο πόνος δε μπορεί να εξαφανιστεί, πρέπει να αλλάξει στρατόπεδο.
Ένα ακόμα δεξιότερο πρόγραμμα θα έμπαινε σε εφαρμογή με μια εκλογική συνεργασία. Ακόμα και τότε όμως θα υπήρχαν εντάσεις με την Τρόικα κυρίως, γιατί αυτή θα προσπαθούσε να χρεώσει την ούτως ή άλλως επερχόμενη χρεοκοπία και νομισματική αλλαγή στην Αριστερά, ώστε να πετύχει με ένα σμπάρο δυο τρυγόνια (και να διαχειριστεί την κρίση χρέους, ευρώ κλπ., και να αποκλείσει την πιθανότητα κοινωνικοπολιτικής αλλαγής στην Ελλάδα για τις επόμενες δεκαετίες). Δεν ελπίζαμε ότι τη στιγμή που τα διλήμματα θα έμπαιναν ακόμα πιο εκβιαστικά, η ηγεσία του τεχνοκράτη Δραγασάκη θα πειθόταν να στρίψει το τιμόνι αριστερά και να δώσει προτεραιότητα στα συμφέροντα του λαού παρά στο Ευρώ. Απλά ότι θα ανοιγόταν ρήγμα μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ, και θα ανοιγόταν χώρος για το μεταβατικό πρόγραμμα προς το σοσιαλισμό και το μέτωπο που πραγματικά χρειαζόμαστε αυτή τη στιγμή.
H αναστρέψιμη αποτυχία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ
Τα πράγματα δεν ήρθαν έτσι όμως ούτως ή άλλως, και τώρα έχουμε μπροστά μας ένα ακόμα πιο περίπλοκο και κάπως μουδιασμένο παρόν. Η εκλογική εκστρατεία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για να καταγραφεί πολιτική συσπείρωση γύρω από το μεταβατικό πρόγραμμα και να παραμείνει η ίδια ορατός πολιτικός πόλος απέτυχε ξεκάθαρα. Ήταν σίγουρα μια πολύ περίπλοκη και δύσκολη εκστρατεία: να μιλάμε εμείς για προγράμματα και πόλους, και να μας απαντά ο κοντινός μας κόσμος ‘να ψηφίσουμε ΣΥΡΙΖΑ για να μη βγουν πάλι οι αλήτες και να βγει επιτέλους η αριστερά πρώτη’. Όσα επιχειρήματα κι αν είχαμε, το ρεύμα ήταν πολύ ισχυρό.
Παρόλ’αυτά, εάν είχαμε κάνει μια πιο σοβαρή προσπάθεια να αντιμετωπίσουμε τις τραγικές αδυναμίες μας σε οργανωτική συγκρότηση, αλλά και επεξεργασία γραμμής, θα μπορούσαμε να είχαμε πολύ καλύτερα αποτελέσματα, ώστε να αποφεύγαμε σημερινές επιθέσεις που υποστηρίζουν ότι η αποδοχή του προγράμματός μας είναι μηδενική. Επεξεργασία γραμμής δε σημαίνει να συμφωνούμε μόνο προγραμματικά αλλά να έχουμε κι ένα στοιχειώδη επικοινωνιακό συντονισμό, να φέρουμε στοιχειωδώς παντού το ίδιο μήνυμα. Τα σφυριά να χτυπάνε στο ίδιο καρφί γιατί μόνο έτσι έχεις αποτελέσματα στην πολιτική.
Η άμεση αντίδρασή μας στο εκλογικό αποτέλεσμα της 6ης Μάη πχ. δεν ήταν αρκούντος αποφασιστική και αυτό έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο μετέπειτα. Η συζήτηση με το ΣΥΡΙΖΑ έπρεπε να είναι πιο επικεντρωμένη στα άμεσα ζητήματα της συγκυρίας (χρέος, ευρώ, τράπεζες, μισθοί) και λιγότερο ιδεολογική, ωστέ στη συνέχεια να άρχιζε αντιπαράθεση και ζύμωση, που να έκανε τις θέσεις μας πιο εύκολα κατανοητές στον κόσμο.
Η ανακοίνωση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ βάζει πολλά ζητήματα αυτοκριτικά (και προς τιμήν της περισσότερο από τις συνιστώσες της), όπως και η εισήγηση του σ. Παναγιώτη Σωτήρη εκ μέρους του ΚΣΕ, αλλά θα ήθελα σε αυτά να προσθέσω και την ανάγκη περισσότερης επιτελικότητας, που είναι απολύτως αναγκαία σε κρίσιμες στιγμές. Την ανάγκη ύπαρξης δηλαδή ενός αιρετού καθοδηγητικού οργάνου που να μπορεί να παίρνει γρήγορες και ισχυρές αποφάσεις όταν χρειάζεται. Δε γίνεται να συμφωνούν πάντα όλοι σε όλα.
Επίσης, η θέση μας κατά της ΕΕ και του Ευρώ δεν έπρεπε να μπαίνει τόσο ως ιδεολογική θέση, αλλά ως σαφής προσανατολισμός στα πρακτικά διλλήματα που μπαίνουν από τη συγκυρία. Ήμασταν η μόνη δύναμη που έβαζε μπροστά την έξοδο από το Ευρώ ως αναγακαίο άμεσο μέτρο, για οποιαδήποτε θετική εξέλιξη παράλληλα με τη στάση πληρωμών στο χρέος και την εθνικοποίηση των τραπεζών. Η έξοδος από το Ευρώ με δικούς μας όρους είναι η μόνη λογική φιλολαϊκή θέση σήμερα καθώς ανά πάσα στιγμή μας χρεοκοπούν και μας πετάνε έξω ή διαλύεται το Ευρώ. Οι μικροκαταθέτες και οι μισθωτοί θα τα χάσουν, όποτε – ζαργά ή γρήγορα – το αποφασίσουν οι άρχουσες τάξεις. Μόνο μια αριστερή έξοδος από το Ευρώ μπορεί να εγγυηθεί τα προς το ζην τους κι ότι δε θα εξανεμιστούν οι κόποι τους μιας ζωής. Με αυτό τον τρόπο πρέπει να βάλουμε το θέμα, για να μην αντιμετωπίσει και πάλι η θέση μας την ξεκάθαρη απόρριψη από το λαό που εκφράστηκε στις εκλογές. [2] Αυτός είναι ο τρόπος να αντιμετωπιστεί ο φόβος της πλειοψηφίας του κόσμου απέναντι στην προοπτική της εξόδου. Η συζήτηση τακτικών ελιγμών σε σχέση με την έξοδο από την ΕΕ (κάνοντας όμως καθαρή τη φύση της ΕΕ) δεν πρέπει να αποκλείεται ελέω καθαρότητας.
Νομίζω μας έβλαψε ιδιαίτερα και πρέπει να σταματήσουμε να χρησιμοποιούμε τους όρους ”κυβερντητισμός” και ”κυβερνώσα αριστερά” γιατί καλώς ή κακώς ο κόσμος καταλαβαίνει με αυτά, ότι δε θέλουμε να κυβερνήσουμε αλλά μας αρέσει μόνο να είμαστε στην αντιπολίτευση για να νιώθουμε καλά με τον εαυτό μας. Πρέπει να κάνουμε ξεκάθαρο ότι δεν πρόκειται να συμμετέχουμε σε αστικές κυβερνήσεις, ούτε σε οποιαδήποτε κυβέρνηση δεν έχει ξεκάθαρα χαρακτηριστικά που εγγυώνται την ανατροπή των ταξικών συσχετισμών υπέρ της τάξης των εργαζομένων. Από την άλλη όμως, το ζήτημα της εξουσίας έχει ήδη τεθεί στην Ελλάδα. Η αστική τάξη κρατά την εξουσία χρησιμοποιόντας όλο και περισσότετη βία, έχοντας απολέσει την ιδεολογική ηγεμονία. Ορισμένοι σύντροφοι (όπως ο Βασίλής Θεοφανόπουλος της ΚΟ Ανασύνταξη ή ο Τάσος Βασιλειάδης) έχουν απόλυτο δίκιο όταν λένε ότι πρέπει να παρουσιάσουμε γραμμή που να απαντά πειστικά στο ζήτημα της εξουσίας. Η κομμουνιστική αριστερά πρέπει να είναι άνα πάσα στιγμή έτοιμη να αναλάβει την κυβέρνηση και αυτό πρέπει να το διακηρύσει σε όλους τους τόνους ξεκαθαρίζοντας ότι αυτή θα μπορεί να ασκηθεί μόνο με τη στήριξη της οργανωμένης εργατικής τάξης μέχρι τη μετάβαση της εξουσίας στην τάξη αυτή που αποτελεί την ξεκάθαρη κοινωνική πλειοψηφία.
Οι τωρινές προοπτικές μετώπου: ν’αναστραφεί η άρνηση του ΚΚΕ
Στη δικιά μας υποχώρηση, προστίθεται και
η απείρως σημαντικότερη πολιτικά του ΚΚΕ, που πήρε το μικρότερο ποσοστό του από τη δεκαετία του ’30χωρίς να καταφέρει να ψελίσει λέξη αυτοκριτικής. Η ηγεσία του έχει – κατά εγκληματικό τρόπο – εγκαταλείψει το στόχο συγκρότησης μετώπου που βάζει το πρόγραμμά του, αλλά πρόκειται για τη συμπαγέστερη δύναμη στο ταξικό εργατικό κίνημα και το κόμμα που ιστορικά πρεσβεύει στην Ελλάδα την ανάγκη αλλαγής κοινωνικο-οικονομικού συστήματος. Σε κάθε περίπτωση λοιπόν, η κάθετη πτώση του δεν ευνοεί τη συγκρότηση μετώπου. Για να υπάρξει άνοδος όμως χρειάζεται άμεσος αναπροσανατολισμός του ΚΚΕ στο ζήτημα του μετώπου.
Ποιες είναι όμως σήμερα οι προοπτικές συγκρότησης μετώπου για την ουσιαστική ανατροπή της αντιλαϊκής πολιτικής;
Είναι ο ΣΥΡΙΖΑ το μέτωπο;
Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ στοχεύει να δημιουργήσει μια ”πλατιά, ενιαία, πιο συνεκτική δημοκρατική παράταξη της Αριστεράς, με εφαλτήριο το πρόγραμμα που παρουσιάσαμε στις εκλογές και μας έδωσε το 27%”. Το πρόγραμμα αυτό ελάχιστη απόσταση το χωρίζει από αυτό της ΔΗΜΑΡ, που εισήλθε με χαρά στην εσωτερική τρόικα για να συνεχίσει τη σφαγή του ελληνικού λαού. Είναι ένα πρόγραμμα που δεν έχει κανένα στοιχείο που να μπορεί να σημάνει απόφασιστική αλλαγή στο συσχετισμό των ταξικών δυνάμεων. Που μόνο βαυκαλίζεται ότι μπορεί να απαλύνει τον πόνο των εργαζόμενων αναμένοντας την επόμενη φάση καπιταλιστικής ανάπτυξης. Από ένα τέτοιο πρόγραμμα το μόνο που θα μείνει να το θυμίζει θα είναι οι υπουργικές θητείες των εμπνευστών του.
Οι εκπρόσωποι του Αριστερού Ρεύματος από τις 6 Μάη και μετά έχουν πιει το αμίλητο νερό και σχετικά με τη φύση του Ευρώ κι ενώ αυτό συνεχίζει την πορεία του προς τη διάλυση αρνούνται να ενημερώσουν γι’αυτό το λαό που τους ψήφισε. Παρέχουν πλήρη στήριξη στην προοπτική εξέλιξης του ΣΥΡΙΖΑ σε ένα ενιαίο κόμμα. Ελπίζουν άραγε ότι θα πάρουν την πλειοψηφία μέσα σε αυτό;
Μιλάνε για ‘επικαιροποίηση, εμβάθυνση και ριζοσπαστικοποίηση του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ, αφήνοντας στο φλου τα καίρια ζητήματα [‘δημιουργική συζήτηση για ζητήματα (ευρώ, ευρωζώνη, ευρωπαϊκή πολιτική κλπ)’] και παραγκωνίζοντας το θεμελιώδες ζήτημα της οργάνωσης των εργαζομένων σε δευτερεύουσα θέση. Το μόνο που αναφέρουν είναι η ‘’συστηματική προσπάθεια για την αλλαγή των συσχετισμών στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα προς όφελος των δυνάμεων της συνδικαλιστικής Αριστεράς’’, το οποίο αποκαλύπτει όχι μια αγωνία για το πώς θα οργανωθούν κι άλλοι εργαζόμενοι κι εκεί που δεν είναι οργανωμένοι (ελάχιστες εξάλλου είναι οι δυνάμεις της Αυτόνομης Παρέμβασης που έχουν δώσει τέτοιες μάχες τα τελευταία 20 χρόνια σε αντίθεση με τις δυνάμεις της κομμουνιστικής Αριστεράς), αλλά μια αγωνία για το πώς θα θέσει ύπο τον έλεγχό του ο ΣΥΡΙΖΑ το γραφειοκρατικό μηχανισμό των ΓΣΕΕ/ΑΔΕΔΥ.
Ακόμα και τα δίκτυα αλληλεγγύης – που πολύ σωστά κάνουν και τα βάζουν σαν καίριο πεδίο πάλης – τα αντιλαμβάνονται σα μια μορφή ελεημοσύνης προς τους πιο άπορους: ”ανάπτυξη στους δήμους και στις γειτονιές δικτύων κοινωνικής αλληλεγγύης στα θύματα της οικονομικής κρίσης και των μνημονιακών πολιτικών.”
Σε κείμενα πιο αντιπροσωπευτικά του όλου ΣΥΡΙΖΑ αυτό μπαίνει ακόμα πιο πολύ σαν ένα από τα δύο βασικά καθήκοντα του κινήματος: 1) να στηρίζει την κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, 2) να βοηθά τους ‘απόκληρους’ και ‘εξαθλιωμένους’ στη γειτονιά. (‘ανάγκη για οργάνωση λαϊκών αντιστάσεων απέναντι στην εξαθλίωση, με δημοκρατικά και αυτό-οργανωμένα δίκτυα αλληλεγγύης και με την συγκρότηση μια μεγάλης και δημοκρατικής παράταξης της αριστεράς που θα δώσει τη δυνατότητα στον κόσμο που στήριξε τον αγώνα του ΣΥΡΙΖΑ να αποκτήσει ενεργό συμμετοχή στον πολιτικό αγώνα και στην άμεση ανακούφιση των απόκληρων του μνημονίου. Έτσι προδιαγράφεται και η πορεία της ριζοσπαστικής αριστεράς, η οποία πρέπει να σταθεί στο πλευρό αυτών των κινημάτων, στηρίζοντάς τα σε υλικό και πολιτικό πεδίο.’)
Λες και δεν είναι θύματα της κρίσης και των πολιτικών του κεφαλαίου η μεγάλη πλειοψηφία των εργαζομένων. Λες και τα δίκτυα παραγωγών – καταναλωτών, υλικής αλληλοβοήθειας και συλλογικής αντιμετώπισης προβλημάτων υπάρχει περίπτωση να λειτουργήσουν ως σκέτοι μηχανισμοί πρόνοιας και προσταστίας των αδυνάτων (κάτι σαν ελεημοσύνη) και όχι ως θεσμοί εναλλακτικής οργάνωσης για ζωτικά ζητήματα που το αστικό κράτος και οικονομία δε μπρούν πια να επιλύσουν.
Η απουσία στέρεας αναφοράς στο ταξικό εργατικό κίνημα είναι καραυγαλέα, όπως κραυγαλέα ήταν και η απουσία των δυνάμεων του ΣΥΡΙΖΑ από τις μαχητικές περιφρουρήσεις στη χαλυβουργία μετά τις εκλογές, η στήριξη του στο ψευτο-απεργιακό, και κατ ουσίαν εργοδοτικό, φύλλο της Ελευθεροτυπίας, το μη ‘παίξιμο’ από πλευράς του ΣΥΡΙΖΑ της απεργίας των ξενοδοχοϋπαλλήλων κα.. Καμία αριστερή εναλλακτική δε μπορεί να προχωρήσει, όμως, χωρίς σταθερά βήματα οργάνωσης στο χώρο δουλειάς και δυνατότητα αλλαγής των κοινωνικών συσχετισμών με δράση από τα κάτω. Κανένα μεταβατικό πρόγραμμα προς το σοσιαλισμό δε μπορεί να έχει πιθανότητα ευόδωσης χωρίς αυτά.
Ανάγκη για επεξεργασία νέων τακτικών
Μόνο το ΚΚΕ, στην μετεκλογική του ανακοίνωση δίνει το βάρος που αρμόζει στην οργάνωση στον τόπο δουλειάς (‘να πάρουν ενεργητικό μέρος στα πρωτοβάθμια σωματεία τα εκατομμύρια εργαζόμενοι που ως τώρα δεν μετέχουν.’). Δυστυχώς ούτε στην ανακοίνωση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ πέφτει αρκετό βάρος εκεί.
Είναι ανάγκη να αλλάξει η μορφή των συνελέυσεων των εργατικών σωματείων ώστε να ενθαρύνεται ενεργητικά η συμμετοχή όσο το δυνατόν μεγαλύτερου μέρους των εργαζόμενων, οι οποίοι πρέπει να ελέγχουν πραγματικά τις αποφάσεις και να έχει αντίκτυπο η γνώμη τους. Σε αυτό δεν ευνοεί ούτε η από τα πάνω δομημένη μορφή του ΠΑΜΕ, ούτε το συχνά φοιτητικό κλίμα των σωματείων του Συντονισμού Πρωτοβάθμιων Σωματείων. Χρειάζεται οι αντιπρόσωποι και τα συντονιστικά όργανα των συσπειρώσεων σωματείων να ελέγχονται πραγματικά από τους εργαζόμενους.
Χρειάζεται επίσης ενότητα των ταξικών δυνάμεων. Οι δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ θα κάνουν μεγάλο λάθος εάν επιχειρήσουν να πάρουν τη ΓΣΕΕ εγκολπώνοντας τον πρώην μηχανισμό της ΠΑΣΚΕ. Τα στελέχη της ΠΑΣΚΕ έχουν βάλει στην ουσία πλάτη σε όλη την αντεργατική νομοθεσία των τελευταίων 20 χρόνων και πρέπει να απομωνοθούν μέσα στο εργατικό κίνημα. Οι δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρέπει να κατακτήσουν ενιαία θέση απέναντί τους. Το ΠΑΜΕ δεν πρέπει να λειτουργήσει με λογική ”ή μαζί μας ή εναντίον μας”, γιατί μια τέτοια τακτική θα έβαζε στην ουσία πλάτη σε αρνητικές εξελίξεις. Πρέπει να υπάρξει ενιαίο ταξικό μέτωπο με διαχωριστικές γραμμές την υπεράσπιση των συλλογικών συμβάσεων και καμία υποχώρηση στους μισθούς, αλλά και την απομόνωση των ΠΑΣΚΕ – ΔΑΚΕ.
Το ενιαίο ταξικό μέτωπο πρέπει να αντιμετωπίσει και την απεργοσπαστική δράση της Χρυσής Αυγής που ήδη έχει αρχίσει να αναπτύσεται προς το παρόν συγκαλυμένα.
Περισσότερη ανάπτυξη και επεξεργασία χρειάζεται και σχετικά με τα δίκτυα αλληλεγγύης και τις λαϊκές συνελεύσεις / επιτροπές γειτονειάς αλλά και πολύ πιο ενεργή στήριξη από στελέχη της αριστεράς με αλλαγή των προτεραιοτήτων στην ενασχόληση με τα κοινά (λιγότερες ‘κεντρικές’ δουλειές και περισσότερο τοπικό ρίζωμα). Τέτοια δίκτυα, επιτροπές, συνελεύσεις θα είναι ο μόνος τρόπος να εμπλακούν στον αγώνα η μεγάλη μάζα των ανέργων που δεν έχει πλέον σχέση με κανένα συγκεκριμένο και μαζικό πεδίο εργασίας, αλλά και τμήματα των κατεστραμένων μεσαίων στρωμάτων που κάθονται πλέον άπραγα στα σπίτια ή στις επιχειρήσεις τους.
Στα πλαίσια των τοπικών επιτροπών – συνελεύσεων αλλά και ευρύτερων συνεργασιών πρέπει να ανακοπεί και η επιρροή των φασιστών της Χρυσής Αυγής, αλλά και να αντιμετωπιστεί η εγκληματική δράση τους. Η μεγάλη αντιφασιστική διαδήλωση στη Νίκαια δείχνει πραγματικά το δρόμο για το πώς μπορεί να ανακοπεί η ανοδική πορεία του φασισμού. Δίπλα στις συχνές δράσεις τέτοιου τύπου πρέπει να ερευνηθούν και οι δυνατότητες τοπικών επιτροπών εγρήγορσης με αγωνιστές, δικηγόρους, γιατρούς κα. ώστε να ματαιώνονται ή να τιμωρούνται οι εγκληματικές επιθέσεις απέναντι σε μετανάστες και ντόπιους.
Πρέπει να εξετασθούν οι δυνατότητες δημιουργίας δομών αλληλο-βοήθειας των πολιτών στις ιδιαίτερα δύσκολες γειτονειές, ανταγωνιστικών προς τα μαφιόζικα δίκτυα της Χρυσής Αυγής, αλλά και ανταγωνιστικών προς άλλες μαφίες. Πρέπει να αναδειχθεί ότι η επιβολή του σεβασμού στοιχειώδων κανόνων συμβίωσης, δεν περνά μέσα από την εκδικητικότητα και τον τυφλό διαχωρισμό με βάση το χρώμα, αλλά με περιορισμό του πεδίου δράσης του οργανωμένου εγκλήματος από την ίδια τη δράση των πολιτών.
Να προχωρήσουν γοργά προγραμματικές επεξεργασίες και συσπειρώσεις
Δίπλα όμως σε αυτά, η προγραμματική δουλειά δεν είναι πολυτέλεια ή αχρείαστη θεωρητικούρα που έχει νόημα μόνο αφού πληρωθούν οι οργανωτικές και ‘λαϊκοθεσμικές’ προϋποθέσεις. Η κατάρρευση του ΚΚΕ είναι χαρακτηριστική του πόσο μια ακραία περιφρόνηση της εκπόνησης ενός σχεδίου για το άμεσο μέλλον μπορεί να απογοητεύσει τον κόσμο.
Η τακτική (συμπεριλαμβανομένης της επικοινωνιακής) και η εκπόνηση προγράμματος είναι δύο εντελώς αλληλένδετα πράγματα. Δεν υπάρχει πλέον καθόλου χρόνος για μάχες θεωρητικής καθαρότητας. Το κάθε συγκεκριμένο πρόβλημα απαιτεί συγκεκριμένη απάντηση η οποία θα προχωρά μόνο στο βαθμό που θα μπορεί να κινητοποιεί άμεσα.
Διαθέτουμε ήδη κάποιες πολύ αξιόλογες προγραμματικές επεξεργασίες πάνω στις οποίες μπορούμε να βασιστούμε:
- Το βιβλίο των Λαπαβίτσα – Κουβελάκη ‘Κρίση και αριστερή διέξοδος’
- Το πρόγραμμα του ΚΚΕ του 1996
Είναι όλα πολύ συγκροτημένα και φωτίζουν διαφορετικές πλευρές. Πρέπει να συγκλίνουν, να ‘’συζητήσουν’’ να αλληλοσυμπληρωθούν. Χωρίς καχυποψίες περί ‘υπερτονισμού του εθνικού’ από τους μεν ή ‘υπερεπαναστατικότητας’ από τους δε.
Στο ΚΚΕ φαίνεται να υπάρχουν κάποιες θετικές διεργασίες.[3] Στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρέπει να μάθουμε από τα λάθη μας και οι αριστεροί σύντροφοι στο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να αποφασίσουν τι είδους αντιπολίτευση θέλουν να κάνουν. Στους χώρους δουλειάς με στόχο το σοσιαλισμό, ή στο κοινοβούλιο με στόχο την κυβερνητική εξουσία με ένα αδιέξοδο πρόγραμμα;
H κομμουνιστική αριστερά δε πρέπει σε καμία περίπτωση να παίξει το ρόλο του συμβούλου ή think tank του ΣΥΡΙΖΑ. Καμία υπόνοια δε πρέπει να αφήνεται ως προς αυτό (όπως δυστυχώς αφέθηκε στο άρθρο αυτό από το σ. Πέτρο Παπακωνσταντίνου)
Αν η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ θέλει να συγκροτήσει ένα ”δημοκρατικό χώρο” χωρίς ταξική οργάνωση των εργαζομένων καθώς υπονοούν σαφώς, εμείς πρέπει να επικεντρωθούμε στο δικό μας οργανωτικό έργο, ανταγωνιστικά όχι με τον κόσμο που ψήφισε ΣΥΡΙΖΑ αλλά σαφώς ανταγωνιστικά με την οπορτουνιστική ηγεσία Τσίπρα – Παπαδημούλη – Δραγασάκη.
Από τους εσωτερικούς συσχετισμούς στο ΣΥΡΙΖΑ έτσι όπως εκφράζονται και στην κοινοβουλευτική του ομάδα, δε φαίνεται να τίθεται ζήτημα επικράτησης των θέσεων του Αριστερού Ρεύματος μέσα στο υπό διαμόρφωση ενιαίο κόμμα. Αν όμως η έξοδος από το Ευρώ, η εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος και η παύση πληρωμών με προσταστία των εργαζόμενων και επίθεση στο κεφάλαιο ήταν επείγουσες μια φορά πριν τις εκλογές, τώρα είναι δέκα. Κενά εξουσίας θα παρουσιαστούν πολλά το επόμενο διάστημα και αυτή τη φορά θα πρέπει να καλυφθούν από ξεκάθαρα προγραμματικά προτάγματα. Το Αριστερό Ρεύμα λοιπόν πρέπει να το ξανασκεφτεί πριν μετετρέψει τον εαυτό του σε μια ανίσχυρη μειοψηφία μέσα σε ένα ατάλεντευτα φιλο-ΕΕ κόμμα ”υπεύθυνης αντιπολίτευσης”.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρέπει να συσφίξει γοργά τις σχέσεις της με τις δυνάμεις που ήρθε κοντά κατά τη διάρκεια της εκλογικής περιόδου (ΜΑΑ συμπεριλαμβανομένου του Αλέκου Αλαβάνου [4] , ΚΟ Ανασύνταξη, ΕΕΚ) στο βαθμό βέβαια που είναι δυνατή η επίτευξη συμφωνίας σε βασικά ζητήματα της δράσης στο κίνημα (πχ. η στάση απέναντι σε παρακρατικούς κουκουλοφόρους όπως αυτοί που έδρασαν στις 20/10/2011). Να ξανασυζητήσει με συντρόφους και αριστερό κόσμο που ματαίως επένδυσαν ελπίδες στο εγχείρημα του ΕΠΑΜ. Πρέπει να συστηματοποιήσει τις επαφές της με την ομάδα του Εργατικού Αγώνα και άλλους αποχωρήσαντες και διαγραφέντες από το ΚΚΕ που δραστηριοποιούνται σε επαναστατική κατεύθυνση. Το μέτωπο πρέπει να χτιστεί γύρω από το πρόγραμμα και την αταλάντευτη ταξική γραμμή στο εργατικό κίνημα, και όχι γύρω από θέσεις για την ιστορία.
Το επόμενο διάστημα, αν το ΚΚΕ δε καταφέρει να ανατρέψει την υπάρχουσα σεχταριστική γραμμή του και δε βάλει τη συγκρότηση του Μετώπου – πρώτα από τα κάτω στις επιτροπές και τα σωματεία – ως επείγον καθήκον, τότε η διάσπαση θα είναι το μόνο που θα απομένει στα μέλη του που πιστεύουν ακόμα ότι οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα μπορούν να νικήσουν.
Παρότι στις εκλογές, δεν έγινε κατορθωτό να προχωρήσει η υπόθεση ενός πραγματικά ριζοσπαστικού μετώπου που να μπορεί να πάρει την εξουσία για τα συμφέροντα της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας, τώρα, πρέπει να εντείνουμε τη δράση μας γι’αυτό, για να μη χαθεί για πάντα η υπόθεση αυτή.
[Σημείωση: Ήμουν υποψήφιος ''ανοίγματος'' με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Δεν ανήκω σε κάποια συνιστώσα ή τοπική επιτροπή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ λόγω και της αντικειμενικής δυσκολίας ότι κατοικώ στις Βρυξέλλες. Τοποθετούμαι λοιπόν χωρίς να έχω συμμετέχει σε συλλογικές διαδικασίες μετεκλογικά. Ελπίζω παρόλαυττα η τοποθέτηση μου να συμβάλει εποικοδομητικά στη συζήτηση]
[1] Η οποία πρώτα είχε αριστερή κυβέρνηση και μετά μνημόνιο. Απέραντη η σοφία όσων ήθελαν να μπει η Κύπρος στην ΕΕ για να λύσει το εθνικό της πρόβλημα.
[2] Εδώ είχε βάση η κριτική που μου έκανε κάποιος άγνωστος στο facebook ονόματι Grigoris Gerotziafas: ‘Νομίζω οτι υπάρχει ουσιαστικό πρόβλημα στην ανάλυση του εκλογικού αποτελέσματος οσον αφορά την αντι-ΕΕ αριστερά. Η ήττα (αν και δεν ομολογείται από καμία οργάνωση ως τέτοια – τα ιερατεία δεν ηττώνται) δεν ερμηνεύεται ως απόρριψη από τους αριστερούς ψηφοφόρους της σκληρής αντι-ΕΕ κ αντι-ευρώ γραμμής (και εδώ θα πρέπει να κάνουμε διάκριση μεταξύ του στρατηγικού στόχου που είναι η διάλυση της ΕΕ και της τακτικής, δηλαδή ποιος από τους στόχους – συνθήματα θα προωθηθεί προκειμένου να είναι κοντά στο λαϊκό αίσθημα και μέσο επίπεδο συνείδησης). Σύμφωνα λοιπόν με τα ΠΓ των οργανώσεών μας η συντριβή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι αποτέλεσμα της “λεηλασίας” ή στην καλύτερη περίπτωση ένα άτυπο “δάνειο” προς το ΣΥΡΙΖΑ ενώ από την άλλη ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κυριάρχησε της δεξιάς γιατί δεν είχε τη σαφή κ ξεκάθαρη αντι-ΕΕ κ αντιΕυρώ γραμμή (δηλαδή τη γραμμή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ή του ΚΚΕ).’’ Υπήρξε απόρριψη αυτής της γραμμής από τους ψηφοφόρους και πρέπει να αναπροσαρμόσουμε τον τρόπο που προβάλουμε τη θέση μας.
[3] Δεν έχω ιδέα ποιος έγραψε αυτό το κείμενο και γνωρίζω ότι θα αμφισβητηθεί η γνησιότητα. Εγώ δε μπορώ παρά να ελπίζω σε αυτή γιατί συμφωνώ με το περιεχόμενό του http://argird.blogspot.be/2012/06/blog-post_22.html
[4] Στιγμή δε πρέπει να ξεχνάμε ότι το Λαϊκό Μέτωπο με στόχο την κυβερνητική αρχικά εξουσία είναι τέτοιο μόνο αν κατορθώνει να συμπεριλαμβάνει και ρεφορμιστικές δυνάμεις.
πηγή: mygranma.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου