Η ηγεσία του ΚΚΕ πήρε δημόσια θέση στην επιστολή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ προς το ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, με ολοσέλιδο άρθρο στον Ριζοσπάστη, το Σάββατο 24 Μαρτίου 2012.
H Κεντρική Συντονιστική Επιτροπή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, στην επιστολή της, ανέφερε ότι «εκτιμώντας το βάθος της επίθεσης του κεφαλαίου ενάντια στην εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα, τα τεράστια προβλήματα της εργαζόμενης πλειοψηφίας αλλά και το ότι ωριμάζουν κρίσιμες κοινωνικές και ταξικές αναμετρήσεις», ζήτησε «άμεσα συνάντηση αντιπροσωπειών, για μια ουσιαστική ανταλλαγή απόψεων πάνω στα εξής δυο ζητήματα»:
«Πρώτο: Για το συντονισμό, στον ανώτερο δυνατό βαθμό, της δράσης των δυνάμεών μας για την πολιτική υπεράσπιση, την αγωνιστική ταξική αλληλεγγύη και τη νίκη κρίσιμων αγώνων, (όπως των εργαζομένων της Ελληνικής Χαλυβουργίας, στον χώρο των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας και αλλού). Για την υπεράσπιση των δημοκρατικών ελευθεριών, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος στην διαδήλωση και την οργανωμένη περιφρούρηση της δράσης του εργατικού – λαϊκού κινήματος, από τις επιθέσεις των δυνάμεων της εργοδοσίας, της κυβέρνησης, του κράτους, των μηχανισμών τους, των αστικών μέσων ενημέρωσης και του δικαστικού συστήματος.
Δεύτερο: Για τη σταθερή κοινή δράση των δυνάμεών μας στο μαζικό κίνημα, με προοπτική να συγκροτηθεί ένα αγωνιστικό μέτωπο ρήξης και ανατροπής της επίθεσης του κεφαλαίου, της ΕΕ, του ΔΝΤ, της κυβέρνησης Παπαδήμου – ΠΑΣΟΚ – ΝΔ και κάθε διάδοχης διαχειριστικής κυβέρνησης του κεφαλαίου, από το εργατικό και λαϊκό κίνημα.»
Η Κεντρική Συντονιστική Επιτροπή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ εκτιμά σαν θετικό το γεγονός ότι για πρώτη φορά η ηγεσία του ΚΚΕ τοποθετείται με σοβαρότητα σε μια γενικότερη πολιτική πρωτοβουλία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, στα τρία χρόνια της ύπαρξής της. Ο χαρακτήρας και το ύφος του άρθρου δείχνουν ένα πρώτο μικρό βήμα υπέρβασης της προηγούμενης στείρας αντιπαράθεσης και ορισμένες φορές, της εχθρικής αντιμετώπισης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Στην ουσία, το άρθρο εγκαινιάζει, ανεξάρτητα από τις προθέσεις του, ένα είδος δημόσιου διαλόγου.
Ωστόσο, η ηγεσία του ΚΚΕ δεν απαντά γιατί αρνήθηκε «συνάντηση αντιπροσωπειών για μια ουσιαστική ανταλλαγή απόψεων», όπως καλούσε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Πιστεύουμε ότι αυτή η άρνηση δύσκολα δικαιολογείται με τις υπαρκτές «στρατηγικές διαφορές» μεταξύ των δυο αριστερών δυνάμεων. Η άρνηση γεννά ακόμη μεγαλύτερες απορίες, όταν είναι γνωστό σε όλη την ελληνική κοινωνία, ότι κορυφαία στελέχη του ΚΚΕ συναντιούνται με εκπροσώπους του αστικού κόσμου για ενημέρωση και ανταλλαγή απόψεων, όπως είναι οι Πρόεδροι της Δημοκρατίας, οι πρωθυπουργοί και οι αρχηγοί του δικομματισμού ή με συνδικαλιστές του αγωνιστικού ρεφορμισμού.
Ωστόσο, η ηγεσία του ΚΚΕ δεν απαντά γιατί αρνήθηκε «συνάντηση αντιπροσωπειών για μια ουσιαστική ανταλλαγή απόψεων», όπως καλούσε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Πιστεύουμε ότι αυτή η άρνηση δύσκολα δικαιολογείται με τις υπαρκτές «στρατηγικές διαφορές» μεταξύ των δυο αριστερών δυνάμεων. Η άρνηση γεννά ακόμη μεγαλύτερες απορίες, όταν είναι γνωστό σε όλη την ελληνική κοινωνία, ότι κορυφαία στελέχη του ΚΚΕ συναντιούνται με εκπροσώπους του αστικού κόσμου για ενημέρωση και ανταλλαγή απόψεων, όπως είναι οι Πρόεδροι της Δημοκρατίας, οι πρωθυπουργοί και οι αρχηγοί του δικομματισμού ή με συνδικαλιστές του αγωνιστικού ρεφορμισμού.
Για τα ουσιαστικά επιχειρήματα της ηγεσίας του ΚΚΕ, η ΚΣΕ σημειώνει τα εξής:
Πρώτο: η ΑΝΤΑΡΣΥΑ προτείνει κοινή δράση στο μαζικό κίνημα κι όχι «πολιτική συμμαχία από τα πάνω», όπως λαθεμένα και σκόπιμα ή όχι, αναφέρει το άρθρο της ηγεσίας του ΚΚΕ. Οι συναντήσεις «από τα πάνω» στόχο έχουν να διευκολύνουν και να οργανώσουν μια μόνιμη κοινή δράση «από τα κάτω» για να αποσπάσουμε την πρωτοβουλία από τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία των ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ-συμβιβασμένων ομοσπονδιών και να οργανωθούν νικηφόροι, ταξικά ενωτικοί αγώνες. Τα όποια θετικά παραδείγματα κοινής δράσης με Εργατικά Κέντρα κ.α., αναφέρονται στο άρθρο δεν αναιρούν, αντίθετα ενισχύουν την ανάγκη ακόμα μεγαλύτερης, σταθερής και ουσιαστικότερης κοινής δράσης της Αριστεράς μέσα στο κίνημα για την κλιμάκωση των αγώνων, την οργάνωση και το συντονισμό τους από τα κάτω, ενάντια στην συνδικαλιστική γραφειοκρατία των ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ. Επίσης, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν προτείνει ένα «ενιαίο πολιτικό κέντρο», όπως αναφέρει το άρθρο. Προτείνει ένα «δημοκρατικό, πολυτασικό αλλά πάνω από όλα ενιαίο κέντρο πάλης» του ταξικού μαζικού κινήματος «για τον πολύμορφο, πολύχρονο και περίπλοκο αγώνα κατά της επίθεσης». Κάτι τέτοιο δεν απαιτεί «στρατηγική συμφωνία διεξόδου», όπως ισχυρίζεται η ηγεσία του ΚΚΕ. Προϋποθέτει όμως, σταθερή κοινή δράση των αριστερών και ταξικών δυνάμεων και πράγματι, ένα ορισμένο, κατώτατο επίπεδο «δεσμεύσεων», το οποίο είμαστε έτοιμοι να συζητήσουμε.
Δεύτερο: στο ερώτημα του άρθρου, «τι θα έλθει μετά την ανατροπή της κυβέρνησης και της αντιδραστικής επίθεσης του κεφαλαίου», η ΑΝΤΑΡΣΥΑ απαντά ότι θα έλθει μια εκρηκτική άνοδος της υλικής δύναμης και της αυτοπεποίθησης του εργατικού και λαϊκού κινήματος, μια ανατροπή των πραγματικών συσχετισμών μεταξύ κεφαλαίου – εργασίας, σε όφελος και όλων των αριστερών δυνάμεων. Θα έλθει μια νέα ιστορική περίοδος προσέγγισης της επαναστατικής διαδικασίας από τις ίδιες τις εργαζόμενες μάζες. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πιστεύει ότι δεν θα προσεγγίσουμε την επαναστατική αλλαγή της εξουσίας και ιδιοκτησίας μέσα από τη στρατηγική του κοινοβουλευτικού δρόμου που θα οδηγήσει προς την «λαϊκή εξουσία», ούτε μόνο με την κοινοβουλευτική «ενίσχυση του κόμματος», όπως περίπου προτείνει η ηγεσία του ΚΚΕ.
Τρίτο: Οι «πολιτικοί άξονες» που προτείνει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι εκείνο το αντικαπιταλιστικό μεταβατικό πλαίσιο διεκδικήσεων που πιστεύουμε ότι πηγάζει από τις ανάγκες της ζωής, του συσχετισμού δύναμης και των συμφερόντων των εργαζόμενων. Είναι «πολιτικοί στόχοι» που συγκρούονται με το κεφάλαιο, τη στρατηγική και την ιδιοκτησία του και δεν είναι «πολιτικοί στόχοι εντός του συστήματος», όπως υποστηρίζει το άρθρο. Την ίδια στιγμή, μπορούν να ενώσουν ταξικά και αγωνιστικά τους εργαζόμενους. Υποστηρίζουμε ότι στο σύνολό τους και σταθερά μπορούν να εφαρμοστούν μόνο από μια επαναστατική εξουσία και κυβέρνηση των εργαζομένων. Ωστόσο, ριζοσπαστικές κατακτήσεις μπορεί να επιβληθούν εν μέρει και σχετικά σε αστικές ή μικροαστικές κυβερνήσεις στο έδαφος του καπιταλισμού, κάτω από το μαζικό εκβιασμό ενός ενωτικού αγωνιστικού μετώπου ρήξης και ανατροπής, με καρδιά ένα ταξικά ανασυγκροτημένο εργατικό κίνημα -όπως επιβλήθηκε για παράδειγμα το 8ωρο και μάλιστα σε συνθήκες μεγάλων καπιταλιστικών κρίσεων του παρελθόντος.
Πουθενά δεν «βγαίνει από τα συμφραζόμενα», ούτε από την επιστολή, ούτε από τις προγραμματικές θέσεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ότι απαιτείται «προφανώς μια κυβέρνηση διαχείρισης», όπως σκόπιμα διαστρεβλώνει το άρθρο του Ριζοσπάστη, επιχειρώντας να χρεώσει στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ απόψεις του ΣΥΡΙΖΑ. Όσον αφορά διαχειριστικές ή φιλο-ΕΕ θέσεις άλλων δυνάμεων, ευχής έργο θα ήταν η συμβολή και του ΚΚΕ στην ηγεμονία των αντικαπιταλιστικών αντιιμπεριαλιστικών και διεθνιστικών θέσεων μέσα στην Αριστερά και στο μαζικό κίνημα.
Τέταρτο: εκτίμηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι ότι η πρότασή της για μια κοινή αριστερή δράση στα πλαίσια ενός αγωνιστικού μετώπου ρήξης και ανατροπής δεν «ακυρώνει στην πράξη» καμία «στρατηγική για το σοσιαλισμό» και κανενός κόμματος της Αριστεράς. Αντίθετα, δηλώσαμε ότι: «…επιβάλλει την αυτοτέλεια της κάθε ξεχωριστής δύναμης. Το ΚΚΕ μπορεί να προβάλει την προοπτική της "λαϊκής εξουσίας και οικονομίας". Ο ΣΥΡΙΖΑ, την "αριστερή προοδευτική κυβέρνηση". Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα προβάλει τη δική της προοπτική: την κοινωνική επανάσταση και τη νέου τύπου εργατική εξουσία προς το σοσιαλισμό και κομμουνισμό της εποχής μας». Η εργατική τάξη και ο λαός, μέσα από την εμπειρία των αγώνων τους, θα αποφασίσουν ποια προοπτική είναι η πιο σωστή. Τέλος, υπογραμμίζουμε ότι το άρθρο της ηγεσίας του ΚΚΕ στο Ριζοσπάστη αποσιωπά το πρώτο σκέλος της πρόσκλησης για συνάντηση.
Όπως ήδη δήλωσε η ΚΣΕ, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα επιμείνει πολύμορφα στην κατεύθυνση της συμβολής και της κοινής αριστερής δράσης για τη συγκρότηση ενός αγωνιστικού μετώπου ρήξης και ανατροπής, παρά τις δυσκολίες. Πιστεύουμε ότι αυτή θα επιτευχθεί αργά ή γρήγορα κάτω από την πίεση των αναγκών του κινήματος, των πρωτοπόρων αγωνιστών και της ίδιας της βάσης όλων των αριστερών δυνάμεων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου