του Κώστα Γούση
Τιμώντας την αντιφασιστική νίκη του ‘45 με τη ματιά στραμμένη στο «εδώ και τώρα»
Έζησα τη γέννηση του φασισμού στη Γερμανία και ξέρω πολύ καλά πως ένας μεγάλος αριθμός νεαρών της εποχής εκείνης παρασύρθηκε στο φασισμό από εχθρότητα προς το καπιταλιστικό καθεστώς. Η αδιαφορία και η ιστορικά αποδεδειγμένη ανικανότητα του ΚΚ Γερμανίας ν’ αλλάξει την κοινωνία και ν’ αντιστρέψει τη φορά των πραγμάτων, έσπρωξε τιμιότατους νέους στο στρατόπεδο του φασισμού. Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι οφείλουμε να κάνουμε ότι μπορούμε για να στρέψουμε αυτή τη δραστηριότητα προς μια κατεύθυνση όπου θα μπορούσε πραγματικά να είναι χρήσιμη.
Τα παραπάνω λόγια ανήκουν στο Γκέοργκ Λούκατς της δεκαετίας του ’60. Ο Ούγγρος φιλόσοφος εντόπισε τη μεγάλη αδυναμία των αριστερών κινημάτων στο γεγονός πως περιέφεραν ρητορείες χωρίς να προκαλούν τον αναγκαίο ενθουσιασμό. Η σχέση μαζικού ενθουσιασμού και ιστορικής προοπτικής είναι βέβαια πάντα αμφίδρομη, έγραφε, καθώς είναι αδύνατο να προκαλέσουμε ενθουσιασμό χωρίς να βασιστούμε σε μια μεγάλη ιστορική προοπτική που ξανοίγεται μπροστά μας. «Μόνο μέσα απ’ αυτή τη προοπτική ο άνθρωπος καταλαβαίνει ότι η προσωπική του ζωή μπορεί να αλλάξει.» Η σωστή τακτική και οι σωστές αποφάσεις δεν καθηλώνονται τότε σε απλές φράσεις ή αποσπασματικές πράξεις αλλά «δένονται» με αυτή την προοπτική που ανάβει και τον αναγκαίο για πρακτική δράση ενθουσιασμό.
Από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών στα στρατόπεδα συγκέντρωσης ανέργων.
Πόσο απέχει η Αμυγδαλέζα από τη Βουδαπέστη;
Σήμερα, η πατρίδα του Λούκατς, η Ουγγαρία, ρημάχτηκε από το ΔΝΤ, ενώ στις εκλογές του 2010 το φασιστικό και αντισημιτικό κόμμα Jobbik αναδείχτηκε τρίτο κόμμα με 16,7%. Το κόμμα αυτό έχει τάγματα εφόδου κατά τα πρότυπα των ναζιστικών Ες – Ες, τα οποία κάνουν ένοπλη επίδειξη δύναμης στους δρόμους σκορπώντας τρόμο στις μειονότητες, αλλά και σε όποιον/α σηκώνει κεφάλι και αντιστέκεται. Η φασιστική άνοδος μετατόπισε προς τ’ ακροδεξιά όλο το πολιτικό σκηνικό της Ουγγαρίας με χαρακτηριστική τη φρικιαστική πρόταση του κυβερνώντος κόμματος Fidezs ∙ οι άνεργοι να ζούνε σε τροχόσπιτα, να επιτηρούνται από συνταξιούχους αστυνομικούς και να ασκούν καταναγκαστική εργασία. Τέτοιες προτάσεις δεν εκπορεύονται από ξυρισμένους άξεστους ακροδεξιούς του δρόμου, αλλά από ευπρεπείς κυρίους με γραβάτες, αξιωματούχους κυβερνήσεων και διεθνών οργανισμών. Οι ακροδεξιοί του δρόμου απλά διασφαλίζουν την υλοποίησή τους…
Προφανώς, οι αναφορές στην Ουγγαρία «απ’ όπου κι αν προέρχονται» (sic) έχουν τα όριά τους. Μια «δικιά μας» ανάγνωση, λόγου χάριν, θα έλεγε πως στην Ουγγαρία οι φασίστες – επιβεβαιώνοντας με τραγικό τρόπο το Λούκατς τόσες δεκαετίες μετά – λόγω της συντριβής της αριστεράς εξέφρασαν έναν πρωτόγονο κι αυθόρμητο αντικαπιταλισμό δηλητηριάζοντας τον με ρατσιστικό, ανορθολογικό, μισαλλόδοξο και νεοναζιστικό δηλητήριο. Στην Ελλάδα αντίθετα υπάρχουν πολιτικές και κοινωνικές συλλογικότητες που μπορούν να ανακόψουν την πραγματική φασιστική απειλή χαράσσοντας έναν άλλο δρόμο ρήξης και ανατροπής. Προφανώς και υπάρχει αυτή η δυνατότητα! Ταυτόχρονα όμως με τη διαπίστωση υπάρχει ανάγκη να αντιληφθούμε το ευρύτερο ιστορικό διακύβευμα της περιόδου στην Ελλάδα και διεθνώς. Τι βαθύτερο παίζεται με τον κίνδυνο του «επίσημου» εκφασισμού της οικονομικής και πολιτικής ζωής και του «ανεπίσημου» νεοναζιστικού τύπου φασισμού;
Welcome back to the 30’s!
Επανάληψη της ιστορίας ή πώς να τη γράψουμε διαφορετικά…
Επανάληψη της ιστορίας ή πώς να τη γράψουμε διαφορετικά…
Η ιδιοτυπία της πολιτικής σε περιόδους κρίσης έγκειται στο ότι δεν εκδηλώνεται γραμμικά, αλλά μέσα από απότομες στροφές και άλματα, που είτε είναι άλματα προς τα μπρος είτε άλματα προς το κενό. Κανείς δεν παίζει μόνος του. Τα ιστορικά πολιτικά σχέδια που σφράγισαν τον περασμένο αιώνα εμφανίζονται εκ νέου «μ’ άλλο όνομα και μ’ άλλα ρούχα». Η εποχή μας βέβαια δεν αποτελεί copy – paste του Μεσοπολέμου και οι αναλογίες σε αυτή την περίπτωση κρύβουν σημαντικές παγίδες. Δίκαια ένας ιστορικός θα έφριττε με την ευκολία της αναλογίας, καθώς πολλές είναι οι προφανείς διαφορές σε μια σειρά επιπέδων:
τα νέα ποιοτικά χαρακτηριστικά της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης σε σχέση με την κρίση του 1929 και συνολικά τα χαρακτηριστικά του καπιταλισμού της εποχής μας, η ύπαρξη και ο ρόλος των καπιταλιστικών – ιμπεριαλιστικών ολοκληρώσεων, όπως η ΕΕ, η ιστορική μετάλλαξη της παραδοσιακής σοσιαλδημοκρατίας και η συντριβή της σχέσης της με την εργατική τάξη, η ήττα, αστικοποίηση και διάλυση του εργατικού κινήματος σε διεθνές επίπεδο, η κατάρρευση της ΕΣΣΔ και η απουσία αντίπαλου δέους, το δίπολο ενσωμάτωσης – περιθωριοποίησης της αριστεράς και ιδιαίτερα των δυνάμεων κομμουνιστικής αναφοράς, η αποδυνάμωση της κομμουνιστικής προοπτικής και των συνολικών αφηγήσεων της χειραφέτησης κ.ο.κ.
Χωρίς να υποτιμάμε λοιπόν τις ουσιώδεις διαφορές, τη νέα ποιότητα δυσκολιών αλλά και το νέο πεδίο δυνατοτήτων, υπάρχει ένα κοινό στοιχείο. Από το ξέσπασμα της καπιταλιστικής κρίσης βρισκόμαστε σε έναν ιδιότυπο αγώνα δρόμου. Αυτός ο αγώνας δε θα κριθεί σε μια ζαριά, αλλά προσδιορίζεται και προσδιορίζει τα ευρύτερα καθήκοντα της ιστορικής στιγμής.
Ποιό ρεύμα θα σημασιοδοτήσει το κενό ακόμη σημαίνον της αντισυστημικής απάντησης στην καπιταλιστική κρίση;
Ο καταστροφικός, θανατηφόρος κοινωνικός κανιβαλισμός του φασισμού που πίσω από τον αντισυστημικό του λόγο θα κρύβεται η ύστατη διάσωση του καπιταλισμού ή μια αναγεννημένη πολιτικά και πολιτισμικά αντικαπιταλιστική και νέα κομμουνιστική προοπτική της αριστεράς; Και πώς θα αντιδράσει το φιλελεύθερο κέντρο με όλες τις αποχρώσεις του απέναντι στο ξεδίπλωμα, τις δυναμικές και τη σύγκρουση των κοινωνικών μπλοκ εκπροσώπησης των δύο αυτών ρευμάτων; Υπάρχει περίπτωση επανεμφάνισης μιας νέας σοσιαλδημοκρατίας με προτάσεις νέου κοινωνικού συμβολαίου; Πόσο εφικτή είναι σήμερα μια ρύθμιση των επιπτώσεων της κρίσης με όρους νέου κεϋνσιανισμού; Μια ενδεχόμενη αρνητική απάντηση στο τελευταίο ερώτημα συνεπάγεται άραγε πως δε μπορούν να υπάρξουν σήμερα νίκες και κατακτήσεις; Και αν μπορούν σε ποιο έδαφος, μέσα από ποιο δρόμο και ποιόν τρόπο επιβολής και περιφρούρησής τους;
Τα ερωτήματα αυτά θα μας ακολουθήσουν σε όλη την ευρύτερη περίοδο και θα τίθενται με τους διαφορετικούς όρους της εκάστοτε καμπής της. Ο συγκεκριμένος τόνος και τρόπος απάντησης επικαθορίζει άλλωστε και τους προσανατολισμούς εντός των οποίων υπάγονται όλες οι πολιτικές πρωτοβουλίες, αλλά και τον τρόπο εκδήλωσης των αντιθέσεων εντός των μπλοκ πολιτικής εκπροσώπησης της κυρίαρχης αλλά και των υποτελών τάξεω.ν. Δε μπορεί να δοθούν εύκολες απαντήσεις σε τέτοια ερωτήματα. Μια βασική κεντρική εκτίμηση όμως που τις διαπερνά νομίζω πως είναι η ακόλουθη. Η δυναμική της περιόδου θα σπρώχνει αντικειμενικά είτε προς αντικαπιταλιστικές ανατρεπτικές απαντήσεις είτε προς μια επικίνδυνη αντιδραστική αναμόρφωση του συνολικού σκηνικού. Κι αυτό όχι μόνο με όρους μακροπρόθεσμου ξεδιπλώματος ενεργών αντιφάσεων, αλλά και όσον αφορά στις άμεσες απαντήσεις «εδώ και τώρα» για την επιβίωση – ανακούφιση του λαού
Επιτάσσει η εποχή μας μεγάλες ιστορικές επιλογές και επαναστατικές αποφάσεις;
Επειδή όμως μια τέτοια θέση σαν την τελευταία της προηγούμενης παραγράφου, όταν τίθεται αφοριστικά χωρίς την επιχειρηματολογία που της αναλογεί κινδυνεύει να χαθεί στην αοριστία της, ας τη σημασιοδοτήσουμε έστω και υπαινικτικά εντάσσοντας τη τουλάχιστον σε ένα τρόπο προσέγγισης της εργατικής και λαϊκής πάλης. Θα προσφύγουμε για το λόγο αυτό σε δυο ακόμη αναφορές από το έργο του Λούκατς, όχι εν είδη αυθεντίας, αλλά επιχειρώντας μια δημιουργική αξιοποίηση μιας παραμελημένης μεγάλης σκέψης του 20ου αιώνα. Η πρώτη αναφορά έρχεται από το μακρινό 1924 και το έργο Η σκέψη του Λένιν και η δεύτερη από το πολύ μεταγενέστερο έργο του 1968, Αστική και σοσιαλιστική δημοκρατία:
«Για ένα ψευτομαρξιστή τα θεμέλια της αστικής κοινωνίας είναι τόσο ακλόνητα, ώστε και όταν ακόμα είναι ολοφάνερο ότι κλονίζονται, αυτός όλο και ελπίζει και προσεύχεται για επιστροφή στην «ομαλότητα». Βλέπει τις κρίσεις της αστικής τάξης σαν προσωρινά επεισόδια και θεωρεί έναν αγώνα, ακόμα και σε τέτοιες εποχές, σαν παράλογη και ανεύθυνη εξέγερση ενάντια στο αιώνια αήττητο καπιταλιστικό σύστημα. Γι’ αυτόν, οι αγωνιστές στα οδοφράγματα είναι τρελοί.»«Τις μεγάλες ιστορικές επιλογές, τις επαναστατικές αποφάσεις δεν τις σοφίζονται ποτέ, «καθαρά θεωρητικά», κάποιοι λόγιοι στα σπουδαστήρια τους. Είναι, αντίθετα, απαντήσεις σε εναλλακτικές επιλογές που επιβάλλονται, στην πραγματικότητα, από έναν λαό που έχει μπει σε κίνηση, στην καθημερινότητα αλλά μέχρι και τις ύψιστες πολιτικές αποφάσεις των κομμάτων και των ηγετών τους.»
Ποια οφείλει να είναι η στάση των κομμουνιστών
απέναντι στην αντιφατική ριζοσπαστικοποίηση του λαού;
Χωρίς να υποπέσουμε σε μια χυδαία γραμμική ερμηνεία – κακοποίηση του φιλοσόφου για να προσδώσουμε εχέγγυα πολιτικής ή θεωρητικής ορθότητας στους παρακάτω συλλογισμούς, δηλώνεται απ’ την αρχή πως αφετηρία τους είναι μια ορισμένη ανάγνωση των παραπάνω τσιτάτων.
Η αντικαπιταλιστική πολιτική που ποντάρει όχι στα κοινοβούλια αλλά στους δρόμους και τη Βουλή των κάτω, σε περιόδους κρίσης δεν είναι καταδικασμένη να είναι ούτε μειοψηφική ούτε εσωστρεφής. Το αντίθετο μάλιστα! Η περίοδος της κρίσης ξετυλίγει δυναμικές που ανεξαρτήτως αφετηρίας μπορούν να γίνουν εν δυνάμει επαναστατικές με καθοριστική την παρέμβαση του επαναστατικού ρεύματος και των επιπέδων συγκρότησής του. Η τακτική των κομμουνιστών οφείλει να μην υποτάσσεται στο σημερινό επίπεδο της ριζοσπαστικοποίησης του λαού, αλλά να σπρώχνει αποφασιστικά προς τα μπρός τη συνείδηση και την πράξη του. Για το λόγο αυτό το να στέκονται οι κομμουνιστές στη γωνία περιγελώντας το λαό για να του υποδείξουν την εκ των υστέρων αυτοεπιβεβαίωση του «εγώ στα λεγα», είναι εκληματικό λάθος.
Μια εσωστρεφής ελιτίστικη τοποθέτηση που στέκεται με περιφρόνηση απέναντι στους πόνους, τις αγωνίες ακόμη και τις αυταπάτες της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων σφραγίζεται αντικειμενικά, όπως κι αν βαφτίζεται, από την υποτίμηση της ίδιας της δυναμικής της αντικαπιταλιστικής πρότασης αλλά και της δυναμικής του λαού και της πάλης του.
Η ηγεμονία της αντικαπιταλιστικής τακτικής δεν έρχεται με μεταφυσικές φαντασιώσεις ενός a priori διαμορφωμένου ιδεατού λαού, αλλά μέσα από τον απότομο μετασχηματισμό αυτού με βάση πρώτον τα αμείλικτα ερωτήματα που θέτει η εκάστοτε συγκυρία και δεύτερον την πείρα του πραγματικού αγώνα και τη συνειδητή παρέμβαση του υποκειμενικού παράγοντα πρώτα και κύρια στο πεδίο της ταξικής πάλης, αλλά και σε όλες τις μορφές διαμεσολαβημένης εκδήλωσής της. Σε αυτά τα συμφραζόμενα εντάσσεται και η αυτοπεποίθηση – εκτίμηση πως η δυναμική της περιόδου θα σπρώχνει αντικειμενικά είτε προς αντικαπιταλιστικές ανατρεπτικές απαντήσεις είτε προς μια επικίνδυνη αντιδραστική αναμόρφωση του συνολικού σκηνικού, παροξύνοντας τις αντιθέσεις των ενδιάμεσων τοποθετήσεων.
Το σταυροδρόμι μιας πραγματικής δυναμικής ανατροπής
με διακύβευμα την πάλη για πραγματική ανατροπή.
με διακύβευμα την πάλη για πραγματική ανατροπή.
Γράφηκε ήδη πως η κεντρική αυτή εκτίμηση δεν αφορά μόνον τις μακροπρόθεσμες δυναμικές, αλλά και τις άμεσες απαντήσεις «εδώ και τώρα». Ας προσπαθήσουμε να σκιαγραφήσουμε τι σηματοδοτεί αυτό για πραγματικές προοδευτικές και αριστερές δυναμικές που γεννιούνται με αντιφάσεις και αυταπάτες στο έδαφος μιας βίαιης υποβάθμισης του βιοτικού επιπέδου και μιας προσπάθειας εξεύρεσης λύσης. Ορισμένες φορές φαντάζει δύσκολο να κατανοηθεί το γιατί ο ριζοσπαστισμός έχει τα βαρίδια αυταπατών που στην ιστορία πολλές φορές έμελε να έχουν τραγικές συνέπειες. Δεν πρόκειται για κάποιο τρικ επιδέξιων σοσιαλδημοκρατικών ηγεσιών που γεμίζουν το λαό με αυταπάτες. Αντίθετα, αντανακλούν τάσεις που διαπερνούν το ίδιο το σώμα της εργατικής τάξης και κυρίως των μικροαστικών στρωμάτων που είτε βίαια προλεταριοποιούνται ή περιθωριοποιούνται είτε ζουν με το φόβο και την ανασφάλεια αυτής της ανά πάσα στιγμή πιθανής εξέλιξης..
Πάντοτε, στις εποχές των τεράτων, όπου το παλιό πεθαίνει και το καινούργιο δεν έχει γεννηθεί, είναι υπαρκτό το κοινωνικό ρεύμα που επιθυμεί, παραφράζοντας το Σλαβόι Ζίζεκ, μια ανατροπή «ντεκαφεϊνέ» ∙ μια ανατροπή χωρίς τη γεύση της ανατροπής. Σε άλλους διεθνείς συσχετισμούς και σε άλλο στάδιο του καπιταλισμού η σοσιαλδημοκρατία γιγαντώθηκε πατώντας στη ντεκαφεϊνέ ανατροπή κι ενσωμάτωσε τις τάσεις της πραγματικής ανατροπής με όρους παραχωρήσεων στα πλαίσια του κοινωνικού συμβολαίου.Το ότι στον καπιταλισμό της σημερινής περιόδου για μια σειρά λόγων – που δε μπορούν να μελετηθούν εδώ – οι κατακτήσεις μπορούν να επιβληθούν μόνο με το πιστόλι στον κρόταφο του συστήματος και όχι με διαπραγματευτικά μέτωπα συμβολαϊκού τύπου, δε σημαίνει πως δε θα γεννιούνται κοινωνικά ρεύματα που επιζητούν – ευελπιστούν σε αυτή τη διαπραγμάτευση, όπως και οι αντίστοιχες πολιτικές τους εκπροσωπήσεις. Σημαίνει όμως πως αυτές οι πραγματικές δυναμικές θα διαπερνώνται πιο άμεσα και πιο βίαια από τις αντιφάσεις και τις αμείλικτες εναλλακτικές επιλογές της εκάστοτε συγκυρίας.
Ποιοι δρόμοι ανοίγονται μπροστά στους νέους ριζοσπαστισμούς;
Η τραγωδία της ιστορίας είναι ότι το μαζικό κίνημα δεν είναι προϋπόθεση μόνον των λαμπρών στιγμών του κομμουνιστικού κι εργατικού κινήματος, αλλά και του φασισμού. Ο φασισμός δεν είναι μόνο αντιδραστική λύση «από τα πάνω» αλλά κίνηση και «από τα κάτω». Ο πρώτος επικίνδυνος και καταστροφικός δρόμος έγκειται λοιπόν στο να πάρει προβάδισμα ο φασισμός μέσω μιας ιστορικής συσσώρευσης αρνητικών προϋποθέσεων. Υπάρχει ήδη ένα συγκροτημένο υπόστρωμα υποδοχής μπροστά στο οποίο δεν πρέπει να κλείνουμε τα μάτια μας. Είναι το εκρηκτικό μείγμα απελπισίας, μικραστικής αίσθησης ταπείνωσης, ιστορικού αναλφαβητισμού, πολιτικής και πολιτισμικής καθυστέρησης, συνολικής υπανάπτυκτης μιντιακής διαπαιδαγώγησης, ξενοφοβίας και ηθικής εξαχρείωσης. Ας μη γελιόμαστε, η επικοινωνία μ’ αυτό τον κόσμο δε θα’ ναι εύκολη υπόθεση και δεν επιλύεται με ασκήσεις επί χάρτου. Σε κάθε περίπτωση το ρεύμα αυτό μπορεί να κερδηθεί πάνω στο συνδυασμό μιας συλλογικής απάντησης στο ερώτημα της επιβίωσης σε συνδυασμό με αυτό που ο Γκράμσι αποκαλούσε πολιτική και πολιτισμική πάλη που αποβλέπει στο να μεταμορφώσει τη «λαϊκή νοοτροπία».
Σε απότομες στροφές το ρεύμα αυτό υπάρχει κίνδυνος να γιγαντωθεί με μια αντιδραστική στροφή ρευμάτων που στην προηγούμενη καμπή είχαν προοδευτική και ριζοσπαστική τοποθέτηση. Η ιστορική εμπειρία και ιδιαίτερα αυτή της Γερμανίας καθιστούν πολυτέλεια τη μη επισήμανση αυτού του κινδύνου που διαπλέκεται άμεσα με πιθανά λάθη της αριστεράς. Η στροφή σε αντιδραστικά ρεύματα μπορεί να προκύψει από την απογοήτευση μιας βίαιης ακύρωσης προσδοκιών ή της πιθανής αίσθησης προδοσίας γύρω από έναν εύκολο δρόμο προς τον επίγειο παράδεισο. Η κόλαση απ’ τον παράδεισο δυστυχώς δεν απέχουν και τόσο πολύ όσο το ρεύμα που ζητά άμεσα λύσεις δε μετασχηματίζει μια παθητική στάση ανάθεσης και αναμονής του σωτήρα σε μια πραγματική κίνηση που καταργεί την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων και ταυτόχρονα περιφρουρεί με τα όργανα του ίδιου του λαού τις κατακτήσεις σε μια πορεία ανατροπής.
Αν αυτή η τελευταία πρόταση διαβαστεί ανάποδα μπορούμε να βρούμε τη βασική προϋπόθεση του άλλου δρόμου που πασχίζουμε να περπατήσουμε. Το κλειδί βρίσκεται στην αμφίδρομη σχέση πολιτικού ριζοσπαστισμού και κοινωνικών – ταξικών αντιστοιχήσεων με κρίκο τον πολιτικό ρόλο του μαζικού κινήματος. Τι πάει να πει όμως αυτό; Το θέμα δεν είναι μόνον οι δρόμοι που αναπνέουν διψασμένοι, ανοιχτοί να στείλουν μηνύματα στην κάλπη, αλλά και τα μηνύματα να επιστρέψουν δυνατότερα στους δρόμους και σε μεγάλες κοινωνικές και πολιτικές πρωτοβουλίες ανατροπής. Με αυτή την έννοια, όταν ένας λαός μπαίνει σε κίνηση στην καθημερινότητα αλλά μέχρι και τις ύψιστες πολιτικές αποφάσεις των κομμάτων και των ηγετών τους, όταν βιώνει όχι μόνο τη σκληρή υλική ανάγκη των κατακτήσεων της ανατροπής, αλλά και τον ενθουσιασμό αυτής της προοπτικής, τότε ακόμη και οι «ντεκαφεϊνέ» αυταπάτες μπορούν να μας εκπλήξουν ευχάριστα και να δώσουν τη θέση τους σε ένα μαζικό πολιτικό ρεύμα αντικαπιταλιστικής ανατροπής.
Αυτές οι διεργασίες δε θα είναι προϊόν θεωρητικών σχημάτων, ιδεολογικών ιδεοληψιών, κομματικών εμμονών ή από καθέδρας νουθετήσεων προς το λαό να διορθώσει τη στάση του, αλλά παραπροϊόν της ίδιας της ταξικής πάλης, της εμπειρίας του αλλά και της πολύπλευρης αυτοτελούς και ανεξάρτητης συγκρότησης του πολιτικού και κοινωνικού υποκειμένου, της συσπείρωσης κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων γύρω από υο πρόγραμμα ανατροπής και της δημοκρατικής πάλης για την ηγεμονία μέσα στη φωτιά της μάχης. Η ίδια η πείρα ενός αγωνιζόμενου λαού είναι ο καταλύτης τέτοιων διεργασιών όχι βέβαια από μόνη της, αλλά με τα μέτρα που θα πάρουμε κι εμείς, που έλεγε κι ο αγαπημένος Μαγιακόφσκι. Οι ουσιαστικές προϋποθέσεις μιας τέτοιας ευρύτερης απόπειρας συγκρότησης ηγεμονικού σχεδίου είναι η ταξική ανασυγκρότηση ενός εργατικού κινήματος άξιου του ονόματός του, η οργάνωση της λαϊκής πρωτοβουλίας με κέντρο τη συμβολή της αριστεράς και η μεταμόρφωση της νοοτροπίας όλης της αριστεράς που οφείλει να ενωθεί με το σκοπό της και τους προγραμματικούς πολιτικούς στόχους της ανατροπής.
Κι αυτό προφανώς δε θα είναι στοίχημα που θα κριθεί σε μια μόνο χώρα. Θα κριθεί σε διεθνή κλίμακα, αλλά μπορεί και πρέπει να ξεκινήσει από μια χώρα (κι ο κλήρος στην Ευρώπη πέφτει στην Ελλάδα!). Επειδή όμως τέτοιες εκτιμήσεις είναι σα να παραβιάζουν ανοικτές θύρες, θα κλείσω αυτές τις πρόχειρες σημειώσεις τονίζοντας κάποιες συντεταγμένες ενός εν δυνάμει ηγεμονικού σχεδίου.
Ο νεοφασισμός φωλιάζει στην ακροδεξιά συγκρότηση της ΕΕ
και τον οικονομικό ολοκληρωτισμό του Ευρώ
και τον οικονομικό ολοκληρωτισμό του Ευρώ
Δεν πρέπει να υποτιμήσει κανείς τις επιπτώσεις της κυριαρχίας της μεταμοντέρνας λογικής και των συμπαρομαρτυρούντων της τις τελευταίες δεκαετίες. Ας ξαναδιαβάσουμε με προσοχή την προειδοποίηση με την οποία τελειώνει το βιβλίο του Οι αυταπάτες της μετανεωτερικότητας ο Τέρυ Ιγκλετον εν έτει 1996!:
«Φοβάμαι ότι πρέπει να τελειώσω με μια προειδοποίηση. Η μεταμοντέρνα λογική του «τέλους της ιστορίας» δεν οραματίζεται το μέλλον μας πολύ διαφορετικό από το παρόν, και μάλιστα, κατά περίεργο τρόπο, θεωρεί ότι αυτή είναι μια προοπτική για την οποία πρέπει να πανηγυρίζουμε. Κι όμως, υπάρχει ένα τέτοιο μέλλον, ένα από τα πολλά πιθανά και ακούει στο όνομα φασισμός. Η μεγαλύτερη δοκιμασία για το μεταμοντερνισμό, όπως άλλωστε και για κάθε άλλη πολιτική θεωρία, είναι πως θα αντιμετωπίσει το ενδεχόμενο ενός φασισμού.»
Ο Ίγκλετον καταλήγει πως ο μεταμοντερνισμός είναι πιο πολύ μέρος του προβλήματος παρά μέρος της λύσης του. Νομίζω πως έχει νόημα να εντάξουμε τη διεισδυτική του εκτίμηση στις συνθήκες που συντέλεσαν στον εκφασισμό της οικονομικής και πολιτικής ζωής στα χρόνια της επέλασης του νεοφιλελευθερισμού και κυρίως μετά το ξέσπασμα της κρίσης στη γεωγραφική ζώνη της Ευρώπης.
Το ξαναγράψιμο της ιστορίας, η εξίσωση φασισμού – κομμουνισμού, η πολιτισμική ισοπέδωση που γέννησε το συντεταγμένα προωθούμενο lifestyle του τέλους της ιστορίας και των happy 90’s, οι βόμβες του ευρωπαϊκού «πολιτισμού» στην πονεμένη πρώην Γιουγκοσλαβία, το Ιρακ και το Αφγανιστάν, ο πολιτικός και ηθικός σχετικισμός, η υποβάθμιση των εννοιών της αλληλεγγύης σε κρατικές επιχορηγήσεις, κοινοτικά κονδύλια και ΜΚΟ, η ανισότιμη σχέση μεταξύ οικονομιών πολύ διαφορετικού επιπέδου ανάπτυξης συνιστούν κάποια μόνο επιμέρους κομμάτια του πάζλ. Η καπιταλιστική κρίση ήρθε να επισφραγίσει και να επιταχύνει τις εξελίξεις οδηγώντας σε μια νέα ποιότητα αντιδραστικής τομής. Προφανώς, η πορεία από το Μάαστριχτ μέχρι τους δοτούς τραπεζίτες Πρωθυπουργούς και τη δικτατορία του χρέους, του ΔΝΤ και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας οφείλει να μελετηθεί σε βάθος.
Το βασικό συμπέρασμα όμως, εάν προεκτείνει κανείς τους παραπάνω συλλογισμούς, έγκειται στο ότι η άνοδος του φασισμού σήμερα σε μια Ήπειρο με την ιστορική εμπειρία του 20ου αιώνα φωλιάζει στην ακροδεξιά συγκρότηση της ίδιας της ΕΕ και τον οικονομικό ολοκληρωτισμό του Ευρώ. Από τη συνθήκη του Μάαστριχτ και τις ελευθερίες για το κεφάλαιο – ανελευθερίες για τους λαούς και τις Ευρωσυνθήκες συνταγματικής κατοχύρωσης της επέλασης του κεφαλαίου μέχρι τις εκατοντάδες Οδηγίες, τα πράσινα, μπλε, κίτρινα βιβλία αντεργατικών, αντιδημοκρατικών και αντιλαϊκών κατευθύνσεων, ο ζουρλομανδύας της ΕΕ ενώνει τους τραπεζίτες και χωρίζει τους λαούς. Στα απόνερα αυτού του πολιτικού και οικονομικού ολοκληρωτισμού ο νεοφασισμός καλλιεργήθηκε ή βρήκε εύφορο πεδίο σε μια Ευρώπη – φρούριο απέναντι σε εξωτερικούς κι εσωτερικούς εχθρούς. Μια Ευρώπη όπου το προοδευτικό της φορτίο κατάντησε κενό γράμμα ή μετατράπηκε στο αντιδραστικό κατοπτρικό του είδωλο.
Άλλωστε στη Ευρώπη του μεταμοντερνισμού όλα ήταν σχετικά εκτός από την εντεινόμενη εκμετάλλευση και τις βόμβες με το σήμα της ΕΕ που διεκδικούσαν το μονοπώλιο του απόλυτου. Το παιχνίδι με τη μετανάστευση είναι ενδεικτικό. Η ΕΕ αφότου εκμεταλλεύτηκε ως φθηνό εργατικό δυναμικό τους μετανάστες, προερχόμενους από χώρες χτυπημένες από πολέμους, φτώχεια και αυταρχικά καθεστώτα για τα οποία η ΕΕ δεν είναι καθόλου άμοιρη ευθυνών, έπειτα επέβαλε τη Frontex, προώθησε την ξενοφοβία και έστρωσε το έδαφος για καταβύθιση καραβιών, ναρκοπέδια και λοιπά φασιστικά παραληρήματα. Μετά το ξέσπασμα της κρίσης, ο παροξυσμός των αντιθέσεων και η βαθιά κρίση της Ευρωζώνης οδήγησε σε νέα ακροδεξιά παραληρήματα. Αυτή τη φορά δεν εκπορεύονταν από περιθωριοποιημένους γερμανούς σκίνχεντς, αλλά από τα επίσημα έδρανα της Καγκελαρίας, αντανακλώντας τον ιδιαίτερο ρόλο του γερμανικού κεφαλαίου εντός της λυκοσυμμαχίας.
Οι αξιωματούχοι των διεθνών οργανισμών, των νεοαποικιοκρατικών εταιρειών υπεράσπισης τοκογλύφων, ξεπουλήματος δημόσιας περιουσίας κ.ο.κ. μπορεί να φρίττουν απέναντι στην άνοδο της ακροδεξιάς. Στην πραγματικότητα όμως διανύουμε μια περίοδο, όπου οι σκίνχεντς με δημοκρατικοφανείς γραβάτες δε διαφέρουν και πολύ από δημοκρατικοφανείς γραβατωμένους με λόγο σκίνχεντ. Αυτή η επικίνδυνη ιδιοτυπία αποκρυσταλλώνεται σήμερα όχι μόνο στην εκλογική άνοδο της ακροδεξιάς αλλά και στη «θεσμική», οικονομική, πολιτική και ιδεολογική αναμόρφωση της ΕΕ. Η φασιστικού τύπου ενοχοποίηση των λαών του Ευρωπαϊκού νότου, μαζί με τη διαμόρφωση του νέου πλαισίου (ρόλος Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Σύμφωνο για το Ευρώ) και το βάθεμα της κρίσης της Ευρωζώνης, καθιστούν σήμερα την ΕΕ θερμοκήπιο του φασισμού.
Με αυτή την έννοια η πάλη για έξοδο από το Ευρώ και την ΕΕ αποτελεί, συν τοις άλλοις, βαθιά διεθνιστικό αλλά και αντιφασιστικό καθήκον, καθώς μπορεί τηρούμενων προφανώς και άλλων προϋποθέσεων να ανοίξει το δρόμο για μια άλλη ένωση των λαών. Σε κάθε περίπτωση θα είναι η καθοριστική κόκκινη γραμμή που θα διαπεράσει όλες τις πολιτικές προτάσεις της περιόδου και θα καθορίσει τις δυναμικές της σύγκρουσης και των νέων ριζοσπαστισμών.
Οι ακραίες μικρές αφηγήσεις του φιλελεύθερου κέντρου
και η μεγάλη αφήγηση που λείπει. Ό,τι λείπει λείπει;
και η μεγάλη αφήγηση που λείπει. Ό,τι λείπει λείπει;
Σε ένα μεταγενέστερο βιβλίο του, το Μετά τη Θεωρία (2003), ο Ίγκλετον μας εφιστά την προσοχή στην πιθανότητα να μπορέσουμε στο μέλλον να δούμε, αναδρομικά, το μεταμοντερνισμό ως μία από τις μικρές αφηγήσεις που τόσο θερμά υποστήριξε. Ίσως! Αυτό όμως που προέχει και ανακύπτει σήμερα ως σκληρό όριο ενός σχεδίου αριστερής αντικαπιταλιστικής και αντιιμπεριαλιστικής ηγεμονίας έγκειται στην ήττα και απαξίωση της μεγάλης αφήγησης της κομμουνιστικής χειραφέτησης. Επηρεάζει αυτή η απαξίωση την τακτική της αντικαπιταλιστικής και κομμουνιστικής αριστεράς στην περίοδο; Νομίζω πως όποιος/α δεν αντιλαμβάνεται τις συνέπειες του στρατηγικού ελλείμματος «διαβάζει» πολύ λάθος τη συγκυρία. Προφανώς, το κύριο είναι το ποιο πολιτικό ρεύμα θα πείσει και θα μπει μπροστάρης στην πάλη για την επιβίωση του λαού. Ο δυναμισμός όμως αυτής της πάλης και η υπεράσπιση της δυνατότητας του άλλου δρόμου μένει στα μισά όσο δε δείχνει προς τον προορισμό.
Προφανώς, είναι γνωστό πως οι ιδέες γίνονται υλική δύναμη μονάχα όταν κατακτούν τις μάζες. Με το δεδομένο όμως μιας εν κινήσει υλικής δύναμης, ο ευρύτερος ορίζοντας αυτών των ιδεών θα κρίνει πολλά και κυρίως τις ζαριές που αλλάζουν τους όρους του παιχνιδιού. Γιατί το ιστορικό προβάδισμα στη νέα περίοδο θα κατακτηθεί σε τελική ανάλυση με όρους προοπτικής. Με αυτή την έννοια ένα ευρύτερο σχέδιο ηγεμονίας θα κριθεί σήμερα και από ένα άμεσο αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα πάλης και από την επαναθεμελίωση μιας νέας κομμουνιστικής προοπτικής. Ενός κομμουνισμού ως ρυθμιστική στρατηγική υπόθεση (hypothèse stratégique régulatrice) με τους όρους που το έθετε σε ένα από τα τελευταία του κείμενα ο Ντανιέλ Μπενσαΐντ. Πρόκειται για την ανάγκη ανασυγκρότησης της μεγάλης αφήγησης χωρίς απόλυτες βεβαιότητες, πεπρωμένα και συμβόλαια νίκης, χωρίς μεταφυσικά περιτυλίγματα και ιστορικούς συμβιβασμούς. Μια αυτοκριτική και αναστοχαστική μεγάλη αφήγηση που θα βασιστεί στη θετική κι αρνητική εμπειρία του 20ου αιώνα, αλλά θα αντλήσει την ποίησή της από το μέλλον.
Για το λόγο αυτό, ο κοινωνικός μετασχηματισμός της κοινωνίας, ο σοσιαλισμός – κομμουνισμός του 21ου αιώνα ή θα συζητηθεί με σύγχρονους όρους (όχι ως αντίγραφο του παρελθόντος, πόσο μάλλον των εκφυλισμών του παρελθόντος) ή πίσω από τη σιωπή θα κρύβεται η σιωπηρή παραδοχή μιας ήττας που ανοίγει το δρόμο στον εκφασισμό του φιλελεύθερου κέντρου και την ανοικτή φασιστική απειλή.
Η Ελλάδα είναι η Ισπανία του 1936! Έρχεται η δική μας εποχή;
«Η Ελλάδα είναι σήμερα η Ισπανία του 1936! Η τυχοδιωκτική περιπέτεια του Φράνκο είχε ανοίξει τότε το δρόμο στη φασιστική πλημμυρίδα σε όλη την ήπειρο. Εδώ, η κρίση του χρέους χρησιμεύει σαν προπέτασμα για καθεστωτική αλλαγή. Στο χέρι μας να επιστρατεύσουμε τις νέες «διεθνείς ταξιαρχίες»!
Αυτή ήταν η δήλωση του Γενικού Γραμματέα του συνδικάτου Εργατών Μετάλλου Βαλονίας-Βρυξελλών Nico Cué πριν δυο μήνες. Ποιες νέες «διεθνείς ταξιαρχίες» εύλογα θα αναρωτιόταν κανείς; Αλλά ακόμη και στην Ελλάδα που είναι τα εργατικά συμβούλια, τα όργανα επιβολής της λαϊκής θέλησης και συνολικά οι μορφές που προσιδιάζουν σε προεπαναστατικές καταστάσεις; Είναι γεγονός πως πρέπει να έχουμε συνείδηση του που βρισκόμαστε και ποιος είναι ο συσχετισμός δύναμης σε διεθνές επίπεδο. Η εποχή μας όμως εγκυμονεί εν δυνάμει επαναστατικά γεγονότα, όπως και φασιστικούς εφιάλτες. Το χειρότερο είναι ότι σε πολλούς φαντάζει πιο πιθανή η καταστροφική δεύτερη εκδοχή παρά η απελευθερωτική πρώτη. Και δεν αναφέρομαι σε αυτούς που θεωρούν ευκταία αυτή την εκδοχή, αλλά σε αυτούς που τη θεωρούν απλά μοιραία . Ίσως έχουμε να κάνουμε με το παράδοξο που είχε επισημάνει ο Ζίζεκ να θεωρείται πιο εύκολα κατανοητό και πιθανό το ενδεχόμενο του τέλους του ανθρωπίνου πολιτισμού παρά το τέλος του καπιταλισμού. Από το ντετερμινισμό της νίκης περάσαμε στο ντετερμινισμό της καταστροφής. Κοινός παρονομαστής το μοιραίο… Η ιστορία όμως διδάσκει στους δύσπιστους φορμαλιστές, πως σε περιόδους αναταραχής υπάρχει μια έκρηξη της δημιουργικότητας και της πρωτοβουλίας των μαζών που δε χωράει σε κανένα καλούπι οποιασδήποτε κομφορμιστικής προσέγγισης που έχει μέτρο την παντοδυναμία του παρόντος ή το μοιραίο της χειροτέρευσης του.
Οι πλατείες, οι εκατοντάδες επιτροπές, η κινητικότητα στα σωματεία, οι ηρωικοί Χαλυβουργοί, η Κερατέα και οι πολιτικές δονήσεις των εκλογικών αποτελεσμάτων είναι ίσως μόνο το προανάκρουσμα των μελλούμενων γιγαντιαίων σεισμών, καθώς σείονται οι τεκτονικές πλάκες του συστήματος. Άλλωστε, η Αραβική άνοιξη, το κίνημα occupy ή οι λατινοαμερικάνικοι ριζοσπαστισμοί μας θυμίζουν πως η Ελλάδα δεν έχει το μονοπώλιο στον κύκλο της εξέγερσης.
Και η αστική τάξη όμως δε θα μείνει με σταυρωμένα να τα χέρια! Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ο Λένιν είχε διπλό μέτωπο και σε όσους υποτιμούσαν τη μεγάλη κρίση μιας περιόδου, αλλά και σε όσους θεωρούσαν πως δεν υπάρχει καμιά διέξοδος για την αστική τάξη. «Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα όπως μια απόλυτα απελπιστική κατάσταση». έγραφε. «Το να προσπαθήσει να το αποδείξει αυτό θεωρητικά θα ήταν καθαρός σχολαστικισμός, ή παιχνίδι με τις έννοιες και συνθηματολογία. Μόνο η πράξη μπορεί να χρησιμεύσει σαν μια αληθινή «απόδειξη» σ’ αυτό και σ’ άλλα παρόμοια ζητήματα». Στις εναλλακτικές της περιόδου δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις.
Θα υπάρξει μάχη και σύγκρουση και η ίδια η ταξική πάλη είτε θα σφραγίσει τη νέα περίοδο με τη λύση της ανατροπής είτε με την αντιδραστική λύση. Μπορούμε να νικήσουμε αλλά θέλει υπομονή, επιμονή, σχέδιο, ενθουσιασμό, καρδιά και νου. Θέλει εμπιστοσύνη στη λαϊκή πρωτοβουλία αλλά και πάλη για τον προσανατολισμό της.
Θέλει γερά στομάχια η νίκη. Μπορούμε;
Υγ. Επειδή υπάρχει μια τάση τις τελευταίες μέρες σε κάθε κείμενο να ψάχνουμε το πολιτικό διά τάυτα, κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να βρεθεί στις παραπάνω γραμμές. Προφανώς, οι μέρες που διανύουμε απαιτούν συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης (κατά τας γραφάς …) και άμεσες κινηματικές και πολιτικές πρωτοβουλίες. Ωστόσο, η άποψη μου είναι πως η δημοκρατία της μπλγκόσφαιρας δε μπορεί να υποκαταστήσει την πρωταρχική πλατιά συζήτηση και απόφαση των ίδιων των face to face πολιτικών διαδικασιών. Ακόμη κι έτσι να μην ήταν όμως, το έκτακτο των πολιτικών περιστάσεων είναι επικίνδυνο να ακυρώνει ένα θεωρητικό προβληματισμό, ακόμη κι αν αυτός ξεφεύγει της άμεσης πολιτικής διαμεσολάβησης…
πηγή: ilesxi.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου