της Γιώτας Ιωαννίδου
«Δε μας ένοιαζε ο θάνατος. Γιατί ήμασταν νέοι, όρθιοι και κοιτούσαμε μακριά, μπροστά στην ιστορία… Στα δεκαεννιά και τα είκοσι πηγαίναμε στο εκτελεστικό απόσπασμα τραγουδώντας… »
Έτσι μάθαινα την ιστορία, μέσα από τις αφηγήσεις του πατέρα, του θείου, του σογιού, απ’ όσο θυμάμαι τον εαυτό μου. Γνώρισα το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ, το αντάρτικο αλλά και την πείνα, τους δοσίλογους και τους ταγματασφαλίτες, τις φυλακές και τα ξερονήσια αλλά και τους κομμουνιστές κι όσους αγωνίζονταν μέσα από την μετάγγιση της εμπειρίας, των αγωνιών, των πόθων και του πόνου των δικών μου ανθρώπων.
Όταν το σχολικό εγχειρίδιο σταματούσε στο «ΟΧΙ» του Μεταξά, ένιωθα την οργή του πατέρα για το δικτάτορα της 4ης Αυγούστου, που μας τον μάθαιναν για ήρωα. Κι αν οι σχολικές διδαχές μιλούσαν για βασιλείς και αστούς πολιτικούς, που σώσανε τη χώρα, εγώ είχα ήδη την εικόνα στο μυαλό μου αυτών που την κοπάνησαν στην Αίγυπτο, μεταφέροντας εκεί τα βασιλικά τους παλάτια, ενώ ο απλός λαός πέθαινε από την πείνα.
Καταλάβαινα ότι το ΕΑΜ, κι όλοι αυτοί που πήραν τα όπλα και πάλεψαν για να λευτερωθεί αυτός ο τόπος, ήταν απαγορευμένες λέξεις στο σχολείο, αλλά ο πατέρας με είχε συνεπάρει με τις διηγήσεις του, ώστε να καταλαβαίνω, πως η αλήθεια πολλές φορές θα βγαίνει στην παρανομία, χωρίς να γίνεται ωστόσο μπορετό ολότελα να κρυφτεί. Μόνο κάθε φορά που μιλούσε για τα βασανιστήρια, τις ατελείωτες ώρες στη φυλακή, περιμένοντας την εκτέλεση, και τα μαρτύρια- μαρτυρίες στη Γυάρο, ζάρωνα στην αγκαλιά του από φόβο. Ένα φόβο όμως περίεργο, όχι με διάθεση να δεχθώ την υπογραφή δήλωσης στο άδικο για να σώσω τον εαυτό μου. Μα φόβο για το αν εγώ θα άντεχα στην προσπάθεια να γίνουν όσα εκείνοι, οι καθημερινοί (!) κατά τα άλλα άνθρωποι, υπερασπίστηκαν με τόσο πάθος.
Ο πατέρας έζησε και σε καλύτερες εποχές. Οι δάσκαλοι νικήσανε το φόβο και τις διώξεις και ξαναπήρανε το νήμα της ιστορίας να το υφάνουν, πιο ορθά στα μυαλά μας. Τα βιβλία αλλάξανε πολλές φορές, μα πάντα την ιστορία την καταλάβαιναν τα παιδιά όταν ένας δάσκαλος μετάγγιζε τη ψυχή του και έστεκε ορθός με τους αγώνες του να τη διδάξει.
Ο πατέρας έχει πια πεθάνει. Δεν έζησε κι αυτή την αλλαγή των καιρών. Όπου πάνω στην κοινωνική καταβύθιση, η καπιταλιστική κρίση ξαναφέρνει τα τάγματα εφόδου να παρελαύνουν στους δρόμους και στα μυαλά των παιδιών. Η αφήγησή του βέβαια είχε τα τελευταία χρόνια υποχωρήσει. Όχι γιατί τον κούρασε η αρρώστια. Η αγορά και ο καπιταλισμός ήταν σε επέλαση, πάνω στα ερείπια ενός Οκτώβρη που δεν μπόρεσε. Η ιστορία, έλεγαν κάποιοι πως σταμάτησε και η πλαστική ευμάρεια, των δανείων και των μάνατζερ πήρε το πάνω χέρι. Όραμα έγιναν οι γιάπις, όσοι τα κονομάνε κι όσοι κοιτάνε την πάρτη τους. Έτσι η σιωπή αντικατέστησε την αύρα της δυνατότητας μιας άλλης κοινωνίας. Αρκετοί δάσκαλοι, σώπασαν ή παραγκωνίστηκαν από τις δεξιότητες, τα προγράμματα και τα φροντιστήρια εκγύμνασης για μια καριέρα σπουδαία. Τα οράματα θεωρούνταν πια ανοησία κάποιων μη ρεαλιστών.
Η ιστορία γέμισε χρονολογίες κι άδειασε από νεύρο και συναίσθημα. Και τώρα έρχεται να ξαναγραφτεί από αυτούς που την πρόδωσαν. Ήρωες οι δοσίλογοι και οι ταγματασφαλίτες, εθνικιστές που νοιάστηκαν την πατρίδα και γι’ αυτό υπηρέτησαν πιστά τους γερμανούς και το σύστημα. Καθαρά τα χέρια που χαιρετούν φασιστικά. Το αίμα το ξέπλυναν οι θύελλες της κρίσης. Μάγκες οι νταβατζήδες της κοινωνικής απόγνωσης, που προκειμένου να μην πειραχθούν τα μεγάλα αφεντικά, την στρέφουν ανάμεσα στους εργαζόμενους, τους άνεργους, τους φτωχούς και τους κατατρεγμένους. Υποταγή στον φωτισμένο ηγέτη και καταρράκωση οποιασδήποτε αξιοπρέπειας και ελεύθερης σκέψης. Οι κομμουνιστές και οι αγωνιστές, συνδικαλιστές πάλι στο απόσπασμα, όπως τότε, ρίχνοντας πάνω τους τις ευθύνες για μια κοινωνία και ένα πολιτικό σύστημα που σαπίζει και γεννά τη φασιστική σκιά στην αποφορά του.
Ο πατέρας, πάρα πολλοί πατεράδες και μανάδες, εκείνης της εποχής αναμετρήθηκαν με το τέρας, σε καιρούς δίσεκτους. Δεν υπολόγισαν ότι ο εχθρός ήταν πιο δυνατός. Ποτέ εξάλλου το «Κούγκι» και το «Κάστρο του Υμητού», δεν μέτρησε τις δυνάμεις του με τη ρεαλιστικότητα, γι αυτό έγιναν φώτα πορείας για πολλές γενιές. Τα οράματα ψηλώνουν τις καρδιές των ανθρώπων, η αύρα τους χαϊδεύει τις επιλογές τους. Και λες και λένε όλοι: «ναί το ‘καναν, γιατί έτσι έπρεπε» κι όχι γιατί υπολόγισαν πως είχαν τη νίκη ολόφωτη να περιμένει στο δρόμο. Αυτά τα οράματα, οι επιλογές, οι πράξεις των ανθρώπων, μας έδωσαν πνοή για να διαβούμε το κατώφλι του αιώνα. Μας έμαθαν την ιστορία, παρά κι ενάντια σε όσους κυρίαρχους, πάσχιζαν να την ξαναχαράξουν στα δικά τους μέτρα. Ζήσαμε την πρώτη μας νιότη με ιδέες, δικαιώματα, απολαβές που αυτοί μας «δάνεισαν». Κι ας το αγνοούσαν οι περισσότεροι. Κι ας νόμισαν πως ηττήθηκαν γιατί δεν έφτασαν στο τέλος που ονειρεύτηκαν.
Εμείς, τι θα αφήσουμε στα παιδιά μας; Έναν κόσμο λεηλατημένο από δικαιώματα, με τις ανάγκες στην παρανομία και την ελευθερία στο απόσπασμα; Άτολμοι καν να μεταγγίσουμε όσα πήραμε; Ανίκανοι να βγούμε από το λαγούμι του φόβου, μιας καθημερινότητας που καταλύεται, κλαψουρίζοντας και γλείφοντας την ανημπόρια μας; Κι αν δεν μπορούμε να χτίσουμε ολόκληρο το όνειρο μιας άλλης κοινωνίας, θα κοιτάμε μόνο προς τα κάτω προσκυνώντας ή θα τολμήσουμε να προκαλέσουμε την ιστορία, κι ας γίνουμε ένα νέο «κάστρο του Υμηττού»; «Αν δεν καώ εγώ, αν δεν καείς εσύ, πως θα γενούνε τα σκοτάδια λάμψη»; έγραφε ο ποιητής
Ας είναι. Μέρες που είναι θέλησα να σταθώ δίπλα στους μαθητές μου, έξω από την σκουριά της συνήθειας. Κι ήρθε στο μυαλό μου η δική μου εικόνα σαν μαθήτρια. Κι έκρινα πως υπάρχει ακόμη ελπίδα να απολογίσουμε τους νεκρούς μας ενάντια στο φασισμό, όχι με άσκοπες και βαρετές νεκρολογίες, μα με αποφάσεις και επιλογές. Κοιτώντας τα παιδιά στα μάτια και φλογίζοντας ξανά τις καρδιές τους, με τις υποσχέσεις του δικού μας ξεσηκωμού. Για να μπορούμε κι εμείς να ιστορούμε αυτό τον ξεσηκωμό και να ζεσταίνουμε τις καρδιές των μελλούμενων γενιών, όπως οι πατεράδες και οι μανάδες μας.
πηγή: aristeroblog.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου