Παρασκευή 14 Σεπτεμβρίου 2012

Kινήματα κατοίκων, δίκτυα αλληλεγγύης, αντιφασιστική πάλη και η στρατηγική μας αμηχανία


του Παναγιώτη Βασιλάκη*

Για τους θιασώτες των «ιστορικών κύκλων» ο μεσοπόλεμος και ειδικά η δεκαετία του ’30 παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αν και δυστυχώς οι ιστορικές αναλογίες συνήθως ερμηνεύονται με εκνευριστικά ανιστόρητο ή μάλλον «ανιστορικό» τρόπο – από αυτό ήδη υποφέρει πολύ περισσότερο η επόμενη δεκαετία του ’40… Μολαταύτα, θα ήταν ιδιαίτερα διδακτικό να προσεγγίσσει κάποιος τον πολιτικό διάλογο της εποχής σχετικά με τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης, την εκρηκτική αύξηση της ανεργίας και την άνοδο του φασισμού. Γράφει ο Π. Πουλιόπουλος για την «Οργάνωση του κινήματος των ανέργων», στο «Σπάρτακο», Αρ. 18, το 1931:
«…Η μελέτη και εφαρμογή των καλύτερων μεθόδων και μορφών για την οργάνωση και τη διεύθυνση του κινήματος των ανέργων είναι στη σημερινή περίοδο ένα από τα κεντρικά και τα πιο σπουδαία καθήκοντα που μπαίνουνε… Πρώτα απ’ όλα το καθήκον αυτό μας επιβάλλει να χαράξουμε ένα σαφέστατο και καλά μελετημένο πρόγραμμα διεκδικήσεων για τους ανέργους… Οι διεκδικήσεις αυτές, όπως πείρα διεθνής, απόδειξε, μπορούν να επιβληθούν και πραγματικά να δώσουνε μια προσωρινή και μερική ανακούφιση στη μιζέρια της άνεργης μάζας… αν γύρω απ‘ αυτές εξαπολυθούν οργανωμένες μαζικές κινήσεις που αληθινά να πιέζουν και να γεμίζουν με ταξικό δέος τα κρατικά, κοινοτικά και εργοδοτικά όργανα… Πρέπει αποφασιστικά και με σαφήνεια να χαραχτεί το γρηγορότερο ένα πλάνο οργάνωσης των ίδιων ανέργων. Οργάνωσης κατά συνοικίες στις μεγάλες πόλεις, μ’ ακριβώς καθορισμένα όρια… Αδιάφορο αν ανήκουν ή σε πιο σωματείο ανήκουν, ή αν είναι οπαδοί ή εχθροί ή ουδέτεροι προς το Κ.Κ., όλοι οι άνεργοι ανεξαίρετα πρέπει να τραβηχτούν στους οργανωτικούς σχηματισμούς των, και απεριόριστα στις συνελεύσεις τους, να αποφαίνονται για τις επιδιώξεις τους και να εκλέγουνε και ελέγχουνε τις επιτροπές τους… Ιδιαίτερη σημασία πρέπει να δοθεί από σήμερα και πέρα στην κινητοποίηση των δυνάμεών μας ενάντια στις διάφορες ψευτοφιλάνθρωπες επιτροπές… και μαζικά στις συνοικίες πρέπει να οργανώνουμε την αποδοκιμασία και το γιουχάισμα των διαφόρων πρακτόρων της, συνειδητών και ασυνείδητων θηλυκών ή αρσενικών… Επί τέλους το πρόβλημα της ανεργίας φέρνει μπροστά μας μια απ‘ τις σημαντικότερες όψεις του φασιστικού κινδύνου στη χώρα μας…»[1].

Το 1932 το ΚΚΕ συγκρότησε τις «Αντιφασιστικές Ενώσεις Αυτοάμυνας» με σκοπό την «κινητοποίηση των πλατειών στρωμάτων των εργαζομένων και η οργάνωσή των για την πάλη κατά των φασιστικών συμμοριών, κατά της διείσδυσής των στα εργοστάσια και τις εργατικές συνοικίες, κατά των επιθέσεων, των λεηλασιών, των δολοφονιών που οργανώνουν, για την υπεράσπιση των απεργιών, των συνδικάτων, των λεσχών, των συγκεντρώσεων, κλπ»[2] χωρίς όμως ιδιαίτερη επιτυχία καθώς αυτές κυρίαρχα αφορούσαν το στενό κύκλο των οργανωμένων μελών και επιρροών του κόμματος – ίσως πάλι σε μία ιστορική αναλογία με τις τρέχουσες «λαϊκές επιτροπές» – και με γνωστό το αποτέλεσμα. Η μεταξική δικτατορία και οι «μανιαδάκηδες» δώσανε το τελειωτικό χτύπημα στην δομή του ΚΚΕ και σηματοδότησαν την προπολεμική υποταγή του εργατικού και λαϊκού κινήματος στη χώρα.
Τι είναι αυτό όμως που συνδέει αλλά και διαφοροποιεί το τότε με το τώρα, ποια είναι αυτά τα στοιχεία τόσο σε επίπεδο συγκυρίας, όσο και στο επίπεδο των πολιτικών και οργανωτικών μορφών που λαμβάνει το κίνημα αλλά και της σχέσης που έχει η διάρθρωση της ελληνικής κοινωνίας του τότε με αυτή σήμερα;
Προφανώς η κρίση αποτελεί την πρώτη απάντηση. Το μεγάλο κραχ του 1929 στις Η.Π.Α. ήδη το 1932 έχει γίνει ιδιαίτερα αισθητό στον ευρωπαϊκό χώρο και στη χώρα επιφέροντας μαζική ανεργία, άνοδο των φασιστικών κομμάτων και γενικότερη αυταρχικοποίηση των αστικών δημοκρατιών του μεσοπολέμου, με τρόπο ανάλογο με το σημερινό – πέραν, πάντα, τυχόν συγκρίσεων ως προς το βάθος, την ένταση και τα χαρακτηριστικά της κρίσης ως τέτοιας. Ειδικά στην Ελλάδα, η περίοδος 1922-1936 χαρακτηρίζεται από μια παρατεταμένη και διαρκώς διογκούμενη κρίση του κοινοβουλευτικού αντιπροσωπευτικού συστήματος[3], καθώς το πρόβλημα βρισκόταν ακριβώς στο πολιτικό σύστημα και την αδυναμία του να «αντιπροσωπεύσει» τη λαϊκή κοινωνική και πολιτική δυναμική, στο πλαίσιο της διασφάλισης, σε σταθερή και μακροπρόθεσμη βάση, των μακροπρόθεσμων συμφερόντων του ελληνικού καπιταλισμού.
Το δεύτερο αφορά τη διάρθρωση της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας ως προς τα χαρακτηριστικά των πληττόμενων κοινωνικών κατηγοριών. Η ελληνική οικονομία βρισκόμενη στο μεταίχμιο της βενιζελικής εκσυγχρονιστικής προσπάθειας «υποδέχθηκε» το προσφυγικό κύμα του 1922 ως «μάννα εξ ουρανού». Τα εκατοντάδες χιλιάδες εργατικά χέρια, ως επί το πλείστον ειδικευμένα, αποτέλεσαν την νέα κινητήρια δύναμη της ελληνική οικονομίας ήδη από την άφιξή τους, τόσο στο επίπεδο της βιοτεχνικής – βιομηχανικής παραγωγής, όσο και στον αγροτικό τομέα. Η πληθώρα εργατικών χεριών και τα φθηνά μεροκάμματα της απελπισίας, η εισαγωγή τεχνολογικών καινοτομιών, οι νέοι παραγωγικοί τομείς στη βιοτεχνία, ο εκσυγχρονισμός της αγροτικής παραγωγής, όλα αυτά παράλληλα με την απολύτως αναγκαία «εθνική ομογενοποίηση» των νέων χωρών συντέλεσαν στην ταχύτατη οικονομική ανάπτυξη μετά την χρεωκοπία του 1933. Συνακόλουθα, η ελληνική κοινωνία είχε έντονη ταξική διαστρωμάτωση. Η «διπλή ταξικότητα» της προσφυγικής ενσωμάτωσης οδήγησε σε βάθεμα των πολιτικών, πολιτισμικών και κοινωνικών χαρακτηριστικών της εργασίας, της έννοιας της «λαϊκότητας» ως φυσιογνωμικού στοιχείου των υποτελών στρωμάτων, στον τρόπο ζωής, στον πολιτισμό, στην ιδεολογία, στην στέγαση… Η κυριαρχία του εργατο-λαϊκού στοιχείου ως υποκειμένου στην πολιτική φρασεολογία της αριστεράς – και ορθώς προφανώς – ολοκληρώνεται εκείνη την περίοδο και επιβεβαιώνεται συνεχώς σε όλη τη διάρκεια μέχρι την μεταπολίτευση.
Στον αντίποδα, η ελληνική κοινωνία από τη μεταπολίτευση και μετά εισέρχεται σε μία σταθερή πορεία πολιτικής διακυβέρνησης και οικονομικής ανάπτυξης, ενώ και η ένταξη στην Ε.Ο.Κ. σηματοδοτεί πλέον την προσαρμογή της στο δυτικο-ευρωπαϊκό υπόδειγμα. Η σταδιακή τριτογενοποίηση της ελληνικής οικονομίας είναι ένα γεγονός που σε συνδιασμό με τις διεθνείς οικονομικές εξελίξεις, τον μαρασμό παραδοσιακών κλάδων της ελληνικής βιομηχανίας, τον έλεγχο της αγροτικής παραγωγής με τα Μ.Ο.Π. και τις επιδοτήσεις, την ένταση των υπηρεσιών, την τουριστική ανάπτυξη κ.α. θα οδηγήσει ταχύτατα – από την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία και εντεύθεν – στην ανάδειξη ενός «μικροαστικού» προτύπου ανταποκρινόμενου τόσο στη νέα παραγωγική διάρθρωση της ελληνικής οικονομίας όσο και σε μία νέα «λαϊκή ιδεολογία», του εύκολου πλουτισμού και της κοινωνικής ανέλιξης, που λάνσαρε η σοσιαλδημοκρατία του ’80 – αρκετά ικανή να αμβλύνει τις μετεμφυλιακές μνήμες – και το ανήγαγε τελικά σε τέχνη με το «μεγάλο άλμα στο κενό», της «ισχυρής Ελλάδας σε δυνατή Ευρώπη» της μεταολυμπιακής εποχής στην Ελλάδα. Έτσι, από το «επάρατο κράτος της δεξιάς» περάσαμε στην εποχή των σπασμένων πιάτων, της βάτας – της αισθητικά επάρατης δεκαετίας του ’80 -, της έγχρωμης TV, του καταλυτικού αυτοκινήτου και πιο πρόσφατα του χρηματηστηρίου, του πλαστικού χρήματος και των «διακοποδανείων».
το εργατικό κίνημα και οι άλλοι…
Περίπου δύο δεκαετίες νωρίτερα, σε όλο το δυτικό κόσμο συντελέσθηκαν παρόμοιες μεταβολές με συγκεκριμένες επιπτώσεις στους όρους συγκρότησης του εργατικού και λαϊκού κινήματος, στις κινηματικές δομές και μορφές του, όχι μόνο ως αποτέλεσμα των διαρθρωτικών αλλαγών σε παραγωγικό επίπεδο αλλά και ως έκφραση ενός συγκεκριμένου συσχετισμού δυνάμεων στο πολιτικό επίπεδο, που επέτρεψε ακριβώς αυτές τις διαρθρωτικές αλλαγές.
Η παρατεταμένη κρίση υπερσυσσώρευσης στην οποία εισήλθε η διεθνής οικονομία από τις αρχές του 1970, με φαινόμενα αποπληθωρισμού, «αποβιομηχάνισης» και «τριτογενοποίησης» και η αδυναμία να εξασφαλιστεί η διευρυμένη αναπαραγωγή της κεφαλαιακής συσσώρευσης, με αποκορύφωμα την κατάρρευση του συστήματος ελέγχου των νομισματικών ισοτιμιών «Bretton Woods» και την πετρελαϊκή κρίση, οδήγησε στην ανάγκη ευρύτερων διαρθρωτικών αλλαγών στην παραγωγική διαδικασία (τεχνολογική καινοτομία, αναδιοργάνωση των παραγωγικών δομών και των εργασιακών σχέσεων, ιδεολογική συμπίεση παραδοσιακών τμημάτων της εργατικής τάξης και των κατώτερων μικροαστικών στρωμάτων…), την εγχάραξη νέων χαρακτηριστικών στο συλλογικό εργαζόμενο μέσω του εκπαιδευτικού μηχανισμού, τη διεύρυνση των πεδίων κερδοφορίας του κεφαλαίου, την αναβάθμιση και διεύρυνση του ρόλου του κράτους και των ιδεολογικών μηχανισμών του.
Επί της ουσίας, σηματοδότησε την έναρξη της στρατηγικής της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης στο δυτικό κόσμο, ενώ παράλληλα η οικονομική και πολιτική συγκυρία που διαμορφώθηκε σταδιακά ανέδειξε νέα πεδία στα οποία εκφράζονται οι κοινωνικές αντιθέσεις – κυρίως στο πεδίο της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης. Ήδη, στη δυτική Ευρώπη και στις Η.Π.Α. σταδιακά συντελλούνταν η αμφισβήτηση του μεταπολεμικού «κοινωνικού συμβολαίου» – που έθετε σαφή όρια στις λαϊκές διεκδικήσεις με τα πρώτα σημάδια της οικονομικής στασιμότητας από ριζοσπαστικοποιημένα κομμάτια νεολαίας και εργαζομένων και ανέδειξε σημαντικές αγωνιστικές διαθέσεις των μαζών οι οποίες εκφράστηκαν με διάφορες μορφές στις δεκαετίες του 1960 και 1970.
Έτσι, στις Η.Π.Α. συναντάμε τις μεγάλες υπερτοπικές Κοινοτικές Οργανώσεις (με πιο γνωστή την οργάνωση ACORN – Association of Community Organizations for Reform Now), οι οποίες διαμόρφωσαν σε πολλές αστικές περιοχές διαφυλετικές και διαταξικές συμμαχίες διεκδικώντας βελτιώσεις στις κοινωνικές υποδομές, στη Γερμανία πρωτοβουλίες αναδείκνυαν παρόμοιες ελλείψεις, στην Ιταλία το κίνημα «αυτο-μείωσης» των τιμολογίων στις συγκοινωνίες και τις βασικές παροχές ηλεκτρισμού και επικοινωνιών επιχείρησε να μεταφέρει στο κράτος ένα ποσοστό του κόστους της αναπαραγωγής της εργατικής τάξης, ενώ στην Ισπανία και τη Γαλλία οι διεκδικήσεις επικεντρώθηκαν στο ζήτημα της κοινωνικής κατοικίας.
Ήταν όμως, κυρίως ο γαλλικός Μάης του ’68 που έθεσε μία τομή, σε σχέση με την παρέμβαση στα ζητήματα της «καθημερινότητας», σε αντιστοιχία της τομής που έθεσε η ΜΠΠΕ στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα. Έχοντας στον πυρήνα της πολιτικής και ιδεολογικής του τοποθέτησης τα βασικά διδάγματα της πολιτιστικής επανάστασης, ο Μάης με την «απελευθέρωση της δυναμικής της πρωτοβουλίας των μαζών», σηματοδοτεί την έμπρακτη αμφισβήτηση πολλών πλευρών της «καθημερινότητας», την οικογένεια, τα στερεότυπα για το φύλο και τη σεξουαλικότητα, τη διαχείριση του χώρου και του περιβάλλοντος, τα όρια της ψυχικής ασθένειας και υγείας κ.α.
Την ίδια περίοδο το κομμουνιστικό κίνημα βρισκόταν σε μια βαθιά πολιτική και ιδεολογική κρίση που εκφραζόταν τόσο με την υποχώρηση της επαναστατικής διαδικασίας στο «σοσιαλιστικό στρατόπεδο», όσο και με την απεμπόληση της επαναστατικής επιλογής από το «δυτικό» κομμουνιστικό κίνημα και την ενσωμάτωση των ευρωπαϊκών Κ.Κ. στο επίσημο πολιτικό σκηνικό και με την γενικότερη πολιτική και ιδεολογική επικράτηση ενός «οικονομισμού» σοβιετικού τύπου.
Ήταν ακριβώς η θεώρηση κρίσιμων πλευρών της κοινωνικής οργάνωσης ως «ουδέτερων και τεχνικών», η «αποθέωση» των παραγωγικών δυνάμεων και ο κρατισμός, που οδήγησε σταδιακά στη μετατόπιση του κομμουνιστικού κινήματος στο πεδίο της αστικής ιδεολογίας, στην αποδοχή της ουδετερότητας της τεχνολογίας, της καπιταλιστικής οργάνωσης της εργασίας, της διάκρισης διανοητικής και χειρωνακτικής εργασίας, την ταξική οργάνωση και λειτουργία της εκπαίδευσης ενώ παράλληλα, η εργαλειακή προσέγγιση για το κράτος σήμαινε την αποδοχή του αστικού κράτους ως «ουδέτερου» ικανού να «χρησιμοποιηθεί» και από την εργατική τάξη. Τέλος, οδήγησε στην προβολή ενός «ανθρωπιστικού» ιδεώδους αναφορικά με τις μορφές και λειτουργίες της υπερδομής, μιας μη ταξικής, αλλά «υπερταξικής» αντίληψης της «κοινωνίας», οδηγώντας στην αποδοχή μιας σειράς αστικών ιδεολογημάτων (π.χ. αξιοκρατία, διαφάνεια, δημοκρατία κ.α.).
Επί της ουσίας, αυτού του τύπου η ιδεολογική μετατόπιση οδήγησε το επίσημο κομμουνιστικό κίνημα σε μια προφανή αδυναμία να δώσει συνολικές απαντήσεις και ένα επαναστατικό πρόταγμα απέναντι σε όλο το αναδιαρθρωτικό εγχείρημα και σηματοδότησε την υποχώρηση του διεθνούς εργατικού κινήματος όλη την επόμενη περίοδο.
Ως αποτέλεσμα, ο συνδυασμός της «τριτογενοποίησης» στην παραγωγική διαδικασία, ουσιαστικά το βάθεμα της κοινωνικοποίησης της παραγωγής και της πολιτικής διαδικασίας της ενσωμάτωσης των διεκδικήσεων των λαϊκών στρωμάτων από τη σοσιαλδημοκρατία στο δυτικό κόσμο και στη χώρα, οδήγησε σε μία αποστασιοποίηση της κομμουνιστικής αριστεράς από αυτό που κωδικά μπορεί να περιγραφεί ως «κοινωνικά κινήματα» ή «νέα κινήματα» που αναπόφευκτα συμπυκνώνουν τόσο κοινωνικές – ταξικές αντιθέσεις, όσο και μία κοινωνική ριζοσπαστικοποίηση με έντονο πολλές φορές το ιδεολογικό στοιχείο. Στην πραγματικότητα, η πολιτική αδυναμία της κομμουνιστικής αριστεράς επί δεκαετίες παραδίδει ως θήραμα στην ιδεολογική κυριαρχία του ανανεωτικού ρεφορμισμού κρίσιμα πεδία έκφρασης της ταξικής πάλης.
Δεν είναι τυχαίος και ο νεόκοπος όρος «νέα κινήματα» που επιδιώκει να προσδόσει μία «νεωτερικότητα» τόσο ως προς τις μορφές όσο και ως προς το περιεχόμενο των κοινωνικών αντιπαραθέσεων που αναδεικνύονται σε σχέση με την «καθημερινότητα», με τον τρόπο δηλαδή που γίνεται αντιληπτή κυρίως η συνάρθρωση των υλικών όρων ζωής που επιφέρει η κοινωνική θέση του κάθε ατομικού υποκειμένου αλλά και σε πεδία που προοδευτικά, αναπτύσσονται τις τελευταίες δεκαετίες νέες κοινωνικές αντιθέσεις, λόγω των μορφών που λαμβάνει η καπιταλιστική ανάπτυξη. Πρόκειται για μία εναγώνια προσπάθεια, που ταιριάζει γάντι με τον ευρωλιγούρικο ανανεωτικό «αριστερό» κοσμοπολιτισμό και θέλει να υποκρύψει την κυρίαρχη αντίθεση κεφαλαίου – εργασίας και των ειδικών μορφών ή δευτερευουσών όψεων που αυτή λαμβάνει, ανάλογα με το πεδίο έκφρασης της, που θέλει επίσης να υποκρύψει την ταξική φύση και λειτουργία του κράτους.
Σε αυτό το σημείο, έχει ενδιαφέρον να σημειωθεί και η ιδιαίτερη εμμονή στην επίκληση στην έννοια του «πολίτη», με τις διάφορες εκφορές που αυτή λαμβάνει, «κοινωνία των πολιτών», «κίνημα πολιτών», «ενεργοί πολίτες» – αντιπαραθετική ως προς την έννοια του κατοίκου συγκεκριμένου χώρου που εκλαμβάνει τις επιπτώσεις της αναδιάρθρωσης με τον ειδικό τρόπο που η κοινωνική θέση του επιβάλλει -, αποτελώντας συνήθη συστατικά μέρη της ονοματοδοσίας δημοτικών παρατάξεων της ρεφορμιστικής αριστεράς στη χώρα. Πρόκειται για μια ιδεολογική τοποθέτηση που όχι απλά εμπεριέχει όλη την προβληματική της χρήση «υπερταξικών» προσδιορισμών που υποκρύπτουν την αντικειμενική ταξική θέση των κατοίκων, αλλά κινείται και στον σκληρό πυρήνα της αστικής ιδεολογίας των δικαιωμάτων κλπ και στην ακραία της έκφραση θεωρεί τον αστ(υ)ικό χώρο σαν ανεξάρτητο και «υπερταξικό» κοινωνικό πεδίο, φορέα της κοινωνικής εξέλιξης, όπως και τις αντίστοιχες μορφές οργάνωσης του κράτους (τοπική αυτοδιοίκηση), ως «ουδέτερες», εν δυνάμει εκφραστές μιας φαντασιακής διαχρονικής πολιτικής αυτονομίας του «άστεως» απέναντι στην εκάστοτε εξουσία.
Συνακόλουθα, και οι πολιτικές διεκδικήσεις που απορρέουν από αυτές τις θεωρήσεις αδυνατούν να συνολικοποιηθούν σε μια επί της ουσίας αντικαπιταλιστική κατεύθυνση, τόσο λόγω ιδεολογικών ερμηνειών, όσο και λόγω ευρύτερων πολιτικών τοποθετήσεων. Η αδυναμία ή/και άρνηση τελικά συνολικής τοποθέτησης απέναντι στην αναδιαρθρωτική διαδικασία, το ρόλο της Ε.Ε., τη λειτουργία του κράτους και τις επιδιώξεις του κεφαλαίου επιφέρει ως αποτέλεσμα πολύ έντονες διαχειριστικές τοποθετήσεις.
Ευτυχώς από την άλλη, η ταξική πάλη, που ως γνωστό δεν καταργείται και ως ένα σημείο δεν «καναλιζάρεται», βρίσκει ικανούς τρόπους έκφρασης όχι μόνο στο πλαίσιο ενός πολιτικά συγκροτημένου εργατικού κινήματος αλλά και στα πεδία αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης και τα νέα πεδία καπιταλιστικής κερδοφορίας και αυτό όχι ως λύση ανάγκης, αλλά μάλλον ως αναγκαιότητα και συμπληρωματική δράση ως προς αυτό.
Πλέον και σε σχέση με τη συγκυρία που διαμορφώνει η εξέλιξη της αναδιαρθρωτικής διαδικασίας και η διεθνής οικονομική κρίση είναι εξαιρετικά επίκαιρο να διερευνήσουμε, στο πλαίσιο μιας αντικαπιταλιστικής οπτικής – αλλά και να οικοδομήσουμε, στο πλαίσιο μιας αντικαπιταλιστικής στρατηγικής – τη δυνατότητα παρέμβασης στα νέα πεδία έκφρασης της ταξικής πάλης που με εξαιρετική ένταση αναδεικνύονται στις μέρες μας.
η συγκυρία της χωρικής αναδιάρθρωσης
H στρατηγική της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης επέδρασε καθοριστικά στην εξέλιξη των χωρικών δομών, ιδιαίτερα στην Ευρώπη. Με τρόπο ανάλογο που η εξέλιξη της διεθνοποίησης του κεφαλαιακού ανταγωνισμού συνέβαλε στον ευρωπαϊκό χώρο στη συγκρότηση της Ε.Ε. και της οικονομικής ολοκλήρωσης που συμπυκνώθηκε με την Ο.Ν.Ε., μία υπόλογη διαδικασία σε επίπεδο χωρικής αναδιάρθρωσης[4] συντελείται στο σύνολο του ευρωπαϊκού ενιαίου οικονομικού χώρου.
Στο πλαίσιο αυτό, ειδικό βάρος έλαβε η ανάπτυξη μητροπολιτικών αστικών κέντρων και περιοχών διεθνούς εμβέλειας, ως έκφραση της έντασης της κεφαλαιακής συσσώρευσης ακριβώς στις περιοχές όπου συγκεντρώνονται οι οικονομικοί, πολιτικοί και ιδεολογικοί όροι, που εξασφαλίζουν την αύξηση της κερδοφορίας του κεφαλαίου[5]. Δηλαδή, από το βαθμό ενσωμάτωσης συγκεκριμένων διαρθρωτικών αλλαγών στις τοπικές παραγωγικές διαδικασίες, την εξειδίκευση του παραγωγικού χαρακτήρα των αστικών κέντρων αλλά και ευρύτερων περιοχών, την εξασφάλιση των αναγκαίων υποδομών, την αναπροσαρμογή των εργασιακών σχέσεων και την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας αλλά και γενικότερα τη διαχείριση του φυσικού περιβάλλοντος και των φυσικών διαθεσίμων ως πεδίων καπιταλιστικής κερδοφορίας.
Παράλληλα, κωδικοποιήθηκε η ευρωπαϊκή χωροταξική στρατηγική και οι σχετικοί κοινοτικοί μηχανισμοί, όπως το «σχέδιο ανάπτυξης κοινοτικού χώρου» (Σ.Α.Κ.Χ.), το «ευρωπαϊκό ταμείο περιφερειακής ανάπτυξης» κ.α. με σκοπό την εναρμόνιση των εθνικών αναπτυξιακών και χωροταξικών πολιτικών σε ένα ενιαίο ευρωπαϊκό πλαίσιο, αλλά και την υλοποίηση συγκεκριμένων μέτρων και δράσεων σε κάθε επιμέρους κοινωνικό σχηματισμό.
Κατ’ αντιστοιχία, την τελευταία και πλέον δεκαετία, από την περίοδο των «μεγάλων έργων» του σημιτικού εκσυγχρονισμού και της προετοιμασίας για τους ολυμπιακούς αγώνες, επιχειρήθηκε, με εξαιρετική ένταση, μια γενικότερη αναδιάρθρωση σε σχέση με τη χωρική οργάνωση των παραγωγικών δραστηριοτήτων και αντίστοιχα την οργάνωση του χώρου, των αστικών συγκεντρώσεων και ειδικότερα των αστικών – μητροπολιτικών περιοχών.
Ταυτόχρονα, εναρμονίστηκε η εθνική νομοθεσία με το ευρωπαϊκό πρότυπο (ΓΠΧΣΑΑ, ειδικά χωροταξικά σχέδια τομεακού χαρακτήρα), εξειδικεύοντας τις ευρωπαϊκές αναπτυξιακές κατευθύνσεις σε περιφερειακό επίπεδο, που παράλληλα και με τον έλεγχο των κοινοτικών χρηματοδοτήσεων (ΕΣΠΑ, ΘΗΣΕΑΣ κλπ) έθετε ως στόχο να αποτελέσει η χώρα πύλη εισόδου των ευρωπαϊκών κεφαλαίων στην νοτιοανατολική μεσόγειο και τα βαλκάνια, αλλά και να ενισχυθούν στο εσωτερικό κυρίαρχες μερίδες του ελληνικού κεφαλαίου (κατασκευές, τηλεπικοινωνίες, τουρισμός). Επίσης, η διοικητική αναδιάρθρωση της χώρας (Σχέδιο Καποδίστριας, Πρόγραμμα Καλλικράτης) συνέτεινε τόσο στο να εκσυγχρονισθούν πλευρές της λειτουργίας του κρατικού μηχανισμού που αφορούν την τοπική αυτοδιοίκηση και τις οικονομικές της λειτουργίες, ως φορέα υλοποίησης κατά τόπους των αναπτυξιακών σχεδιασμών και στην ενίσχυση των πολιτικών και ιδεολογικών λειτουργιών της, όσο και στην προσαρμογή στο κυρίαρχο ευρωπαϊκό περιφερειακό μοντέλο.
Η διαδικασία της χωρικής αναδιάρθρωσης αποτέλεσε μια εξαιρετικά επιθετική επιλογή της αστικής τάξης και του κεφαλαίου, αποτελώντας έκφραση της ακραίας όψης του φιλελεύθερου μοντέλου διαχείρισης, ακόμα και με τα θέματα διαχείρισης του αστικού χώρου του περιβάλλοντος κλπ. Αναπόφευκτα, η άμεση συσχέτιση της αστ(υ)ικής ανάπτυξης με τις διαδικασίες διεθνοποίησης του κεφαλαίου ανέδειξε και μια ομόλογη διαδικασία εσωτερικής αναδιάρθρωσης του αστικού χώρου και εντατικοποίησης των ενδοαστικών αντιθέσεων που ως τέτοια επέφερε έντονη κοινωνική και γεωγραφική πόλωση και σταδιακή κοινωνική και γεωγραφική περιθωριοποίησης μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού και της πόλης.
Ειδικά, με την ολοκλήρωση της διοικητικής μεταρρύθμισης, ακυρώθηκαν όψεις της προηγούμενης μορφής διαχείρισης, που αποτελούσαν και μηχανισμούς ενσωμάτωσης των λαϊκών αναγκών και διεκδικήσεων και είχαν κωδικοποιηθεί με διάφορες μορφές, όπως μια σχετική μέριμνα για την προστασία του περιβάλλοντος, έστω και με τη μορφή της θεσμικής κατοχύρωσης, η διασφάλιση των όρων αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης σαν κοινωνικές παροχές (δημόσια δωρεάν εκπαίδευση, εργασία, ασφάλιση, υγεία, στέγαση, δωρεάν μεταφορές, αναψυχή, έργα προστασίας του περιβάλλοντος κλπ), υπό τη σκέπη του «κράτους δικαίου», η δυνατότητα εκπροσώπησης του λαϊκού παράγοντα σε πλευρές του κρατικού μηχανισμού (τοπική αυτοδιοίκηση), που δεν είχαν ακόμα ενταχθεί σε ένα συνολικότερο σχέδιο αξιοποίησης από μέρος του αστισμού.
η συγκυρία της κρίσης και ο χώρος[6]
Σήμερα, η συγκυρία της κρίσης επαναπροσδιορίζει τις αναπτυξιακές κατευθύνσεις της προηγούμενης περιόδου. Το βάθος και η ένταση της κρίσης στο σύνολο της ευρωζώνης έχει ανατρέψει σχεδόν εκ βάθρων την προγενέστερη αναπτυξιακή στρατηγική, τουλάχιστον σε επίπεδο υλοποίησης, οδηγώντας στην αποσπασματική πλέον προσπάθεια «αξιοποίησης» των πλέον προσοδοφόρων για το κεφάλαιο περιοχών, δημόσιων επιχειρήσεων, πλουτοπαραγωγικών πηγών κ.λ.π. που συμπυκνώνεται στο «Πρόγραμμα Ιδιωτικοποιήσεων».
Το πλήρες ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας και του φυσικού πλούτου φαίνεται να αποτελεί – αν όχι το μόνο – μία από τις πλέον κρίσιμες επιδιώξεις της κυβέρνησης. Η πληρωμή του χρέους που εξελίσσεται σε μία ανεξέλεγκτη «μαύρη τρύπα», προς όφελος των τραπεζών και των ντόπιων και ξένων δανειστών και τοκογλύφων επιβάλλει την επιτάχυνση και διεύρυνση του «προγράμματος αποκρατικοποιήσεων», ώστε να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις της τρόικα για εξεύρεση 15 δισ. ευρώ μέχρι το 2015.
Ήδη, από το 2010 με την ψήφιση του 1ου Μνημόνιου, μεθοδεύεται το ξεπούλημα τόσο των κρατικών επιχειρήσεων, όσο και της ακίνητης περιουσίας του κράτους που έφερε ως αποτέλεσμα τη θεσμοθέτηση της διαδικασίας του fast track – το «μνημόνιο του φυσικού περιβάλλοντος» – μέσω του οποίου το κάθε επιχειρηματικό σχέδιο αναγορεύθηκε σε «εθνικό στόχο», ενώ με ala carte προεδρικά διατάγματα να γίνεται πλέον εφικτή η παραβίαση κάθε έννοιας περιβαλλοντικής προστασίας, ώστε να επιταχυνθεί η διαδικασία ξεπουλήματος και να εξασφαλιστεί η κερδοφορία των κεφαλαίων που επενδύονται.
Σε αυτό το πλαίσιο, προωθούνται άμεσα νομοθετικές ρυθμίσεις για την ταχύτερη αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας, ειδικές διαδικασίες συντονισμού κρατικών υπηρεσιών, υπουργείων κλπ και μία σειρά παρεμβάσεων σε πολλούς τομείς, όπως η σύσταση Ρυθμιστικών Αρχών Λιμένων, Αερολιμένων, Αυτοκινητοδρόμων, Διαχείρισης Υδάτων και Αποχέτευσης, ενώ τελικά το «Ταμείο Αξιοποίησης της Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου» (Τ.Α.Ι.ΠΕ.Δ.) μετατρέπεται κυριολεκτικά σε «βρώμικο Ίππο» αυτών των μεθοδεύσεων καθώς βρίσκεται πίσω από κάθε «βρώμικη μπίζνα» και ξεπούλημα, καθώς το πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων αφορά κατά 90% σε πώληση δικαιωμάτων γης και παραχώρηση υποδομών.
κινήματα κατοίκων: τόσο ταξικά και τόσο αναγκαία
Μόνο τυχαίο δεν ήταν λοιπόν το ξεδίπλωμα εκατοντάδων τοπικών αντιστάσεων τα προηγούμενα χρόνια, που, ανεξάρτητα από το βαθμό της πολιτικής τους συγκρότησης, αμφισβήτησαν στην πράξη τον πυρήνα του αναδιαρθρωτικού εγχειρήματος. Η συγκρότηση δεκάδων επιτροπών κατοίκων, η διεξαγωγή λαϊκών συνελεύσεων σε περιοχές που μέχρι πρότινος αποτελούσαν «πολιτική έρημο» για την αριστερά, η πολύμορφη πολιτική συγκρότηση που επιτεύχθηκε απέδειξε την προηγούμενη περίοδο ότι, μετά την ευδαιμονία του εκσυγχρονισμού, είναι υπαρκτό ένα ποτάμι λαϊκής δυσαρέσκειας που μπορεί να εκφράζεται, να διεκδικεί νίκες και έμπρακτα να αμφισβητεί κομβικές επιλογές του αστισμού στη χώρα.
Οι μάχες για κάθε μικρό ή μεγάλο ελεύθερο χώρο, ενάντια σε φαραωνικά έργα και καταστροφικές επενδύσεις για τα λαϊκά συμφέροντα έχουν αφήσει σημαντικό χνάρι που και σήμερα πρέπει να αποτελεί οδηγό για τον τρόπο πολιτικής παρέμβασης και λαϊκής οργάνωσης στο τοπικό επίπεδο. Από τις μάχες των κατοίκων ενάντια στους ΧΥΤΑ στη Λευκίμμη και στην Κερατέα, από τον παραδειγματικό κινηματικό συντονισμό των επιτροπών κατοίκων της «Πρωτοβουλίας Αγώνα» ενάντια στους αυτοκινητόδρομους στον Υμηττό, από την πρωτοπόρα δράση κινήσεων πόλης και σχημάτων όπως, μεταξύ πολλών άλλων, της «Πρωτοβουλίας Κατοίκων στα Νότια» ή της «Αριστερής Παρέμβασης Ν. Σμύρνης», όλα αυτά αποτέλεσαν πολύτιμα καύσιμα για το λαϊκό κίνημα, που με τη σειρά τους συνέβαλαν στη διατήρηση της “φωτιάς του Δεκέμβρη” για έναν ολόκληρο μήνα σε όλη τη χώρα, αλλά και στις μεγάλες κινητοποιήσεις του Συντάγματος πέρυσι.
να αναμετρηθούμε με τη «στρατηγική» μας αμηχανία
Η συγκυρία της κρίσης όχι απλά ανέδειξε ως κομβική και αναγκαία την παρέμβαση της αριστεράς στο τοπικό επίπεδο, ως ένα συμπληρωματικό πεδίο έκφρασης της ταξικής πάλης, αλλά επιπρόσθετα η κατάσταση και οι όροι συγκρότησης του εργατικού κινήματος, τα κοινωνικά και ιδεολογικά χαρακτηριστικά των κυριαρχούμενων στρωμάτων και η μορφή που λαμβάνουν τα κρίσιμα μέτωπα της περιόδου αναδεικνύουν την τοπική δράση και παρέμβαση ως κρίσιμο πυλώνα του λαϊκού – ταξικού κινήματος σήμερα στη χώρα.
Σήμερα, στο τοπικό επίπεδο συμπυκνώνονται η ένταση της φορομπηξίας και φοροκλοπής, που πυροδοτεί τα αλλεπάλληλα «κινήματα ανυπακοής», η ανάδειξη και αναζωπύρωση κρίσιμων μαχών, απόρροια του «Προγράμματος Ιδιωτικοποιήσεων», το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας (ΔΕΚΟ, υποδομές, πλουτοπαραγωγικές πηγές, φυσικό περιβάλλον κλπ), που πυροδότησε και θα πυροδοτήσει εκτεταμένες κοινωνικές συγκρούσεις, τα αποτελέσματα της υλοποίησης της αντιδραστικής μεταρρύθμισης του «Προγράμματος Καλλικράτη», που καταργεί κάθε είδους κοινωνικής παροχής και υπηρεσίας προς ώφελος των λαϊκών και εργατικών στρωμάτων, η εκρηκτική άνοδος της ανεργίας και η ανάγκη οργάνωσής τους σε μία μάχιμη κατεύθυνση πλάι στο εργατικό κίνημα, τα άμεσα προβλήματα διαβίωσης του λαού, όπου η συντελλούμενη κοινωνική καταστροφή και η επικείμενη οικονομική κατάρρευση αναδεικνύει την ανάγκη αυτοοργάνωσης, αυτοπροστασίας και λαϊκής αλληλεγγύης και τέλος ο νεοφασιστικός κίνδυνος που με τη δολοφονική δράση της συμμορίας της Χ.Α. διεκδικεί να αποτελέσει τη «σιδερένια γροθιά» του συστήματος απέναντι στις λαϊκές διεκδικήσεις.
Σήμερα, είναι αναγκαίο λοιπόν οι δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής, αντιμπεριαλιστικής, αντισυστημικής και επαναστατικής αριστεράς να χαράξουν με ενιαίο τρόπο μια στρατηγική κατεύθυνση παρέμβασης τοπικά τόσο στο πολιτικό, όσο και στο κοινωνικό επίπεδο.
Μιας στρατηγικής κατεύθυνσης που θα αντιλαμβάνεται τόσο τα μέτωπα παρέμβασης που αναδεικνύονται όσο και την ειδική μορφή της παρέμβασης στο τοπικό επίπεδο. Που θα είναι σε θέση να συνδέσει το τοπικό με το κεντρικό, το ειδικό με το γενικό, την αντιπαράθεση με το συγκεκριμένο κάθε φορά μέτωπο με τη συνολική πάλη του λαού ενάντια στα μνημόνια και την ανατροπή των αντιλαϊκών πολιτικών ΕΕ – ΟΝΕ – ΔΝΤ. Που θα λειτουργεί ως πολιτικό κέντρο και θα έχει πρωτοπόρο ρόλο στα κοινωνικά κινήματα αλλά και θα ανατροφοδοτείται από την εμπειρία που αντλεί από αυτά. Που δε θα επικαθορίζεται αλλά θα καθορίζει διεκδικώντας τον ηγεμονικό πολιτικό και ιδεολογικό ρόλο που της αντιστοιχεί μέσα στη σημερινή «χύτρα» της επερχόμενης κοινωνικής σύγκρουσης και της έντασης της ταξικής πάλης. Που θα συγκροτεί μία μάχιμη πολιτική συμμαχία στο τοπικό επίπεδο, ως αναπόσπαστο τμήμα του αναγκαίου σήμερα αριστερού μετώπου σε αντικαπιταλιστική και ανατρεπτική κατεύθυνση και που θα συνεισφέρει στην οικοδόμηση ενός ικανού κοινωνικού μπλοκ αντιηγεμονίας που θα διεκδικεί μία άλλη μορφή κοινωνικής εξουσίας.
Και αυτό σήμερα είναι ένα υπαρκτό έλλειμμα που ακυρώνει στην πράξη τη δυνατότητα μιας μάχιμης και με νικηφόρα χαρακτηριστικά παρέμβασης της αριστεράς στο τοπικό επίπεδο. Η ακύρωση του «κριτηρίου της πράξης» με την ατέρμονη πάλη γραμμών που διεκδικούν με ένα «θεωρητικό άλμα» να συγκεράσουν το πραγματικό έλλειμμα πολιτικής παρέμβασης, η αποσπασματικότητα των δομών και μορφών παρέμβασης τοπικά και η αδυναμία συγκεφαλαίωσης της κατακτημένης πολιτικής εμπειρίας και η προγενέστερη απόκλιση και υποβάθμιση ως προς τη φυσιογνωμία και το περιεχόμενο της τοπικής παρέμβασης προάγει σήμερα τα φαινόμενα είτε μιας «κεντρικοπολιτικής απεύθυνσης», είτε ενός πολιτικού βολονταρισμού του «έτσι πάμε», των στρεβλών ιεραρχήσεων των πολιτικών μετώπων και της αναπαραγωγής τελικά πλήστων όσων αντιφάσεων διέπουν το «κεντρικό πολιτικό», αλλά σε καμία περίπτωση δεν αφορούν την πραγματική ζωή οδηγώντας τελικά είτε σε μία υπερφλύαρη πολιτική λογοκοπία, είτε στον πολιτικό ετεροκαθορισμό και στην χειρότερη περίπτωση στην πολιτική απραξία και αμηχανία, με την άνευρη παράθεση καθηκόντων και τις «πυροσβεστικές» πρακτικές.
«λίγο πριν» είναι νωρίς, «λίγο μετά» είναι αργά
Στο πλαίσιο αυτό, το πρόσφατο πολιτικό αποτέλεσμα επικαθόρισε σε μεγάλο βαθμό την προσσέγγιση της αντικαπιταλιστικής αριστεράς σε ό,τι αφορά την ιεράρχηση των πολιτικών μετώπων στο τοπικό επίπεδο. Ειδικά, η εκρηκτική άνοδος του ποσοστού της Χρυσής Αυγής στο 7% έθεσε – και δικαίως – επί τάπητος το ζήτημα του τρόπου αντιμετώπισης του νεοφασιστικού φαινομένου, των αποτελεσμάτων της συμμορίτικης δράσης του και του ρόλου που ενδεχομένως θα διεκδικήσει το επόμενο διάστημα.
Συνακόλουθα, αποτελεί ζήτημα εκτίμησης τόσο το φαινόμενο αυτό καθεαυτό όσο και η πολιτική και οργανωτική μορφή που θα λάβει η απάντηση της αριστεράς απέναντι σε αυτό.
Σε σχέση με το πρώτο, το εκλογικό αποτέλεσμα δείχνει ότι η εκλογική επιρροή παρουσιάζει μία σχετική ισοκατανομή στο σύνολο της επικράτειας, ενώ την ίδια στιγμή η «εκλογική πελατεία» του νεοφασισμού έχει τρεις βασικούς πυλώνες. Τα ραγδαίως απαξιούμενα παραδοσιακά μικροαστικά στρώματα στα αστικά κέντρα, αγροτικά στρώματα που καταστρέφονται από την κρίση και τα νεότερα τμήματα της νεολαίας που υπολείπονται κοινωνικών και πολιτικών εμπειριών. Πρόκειται για ένα, ιστορικά, κλασσικό φαινόμενο που μάλλον δείχνει ότι η πολιτική συνειδητοποίηση του λαού πρέπει να αναμετρηθεί με την αναπόδραστη σκόπελο της «εύκολης λύσης». Είτε από τα αριστερά που θέλει «την πίττα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο» και λέει όχι στα μνημόνια αλλά ναι στην ΟΝΕ και την ΕΕ, είτε κυρίως της «έσχατης» ευκολίας του νεοφασισμού, της λογικής του φταίνε οι άλλοι, οι διαφορετικοί, οι μετανάστες κ.ο.κ., που φιλοδοξεί να αποτελέσει και την έσχατη λύση του συστήματος.
Η προσδοκία του απολεσθέντος ευδαιμονισμού που έχει δηλητηριάσει ιδεολογικά τις λαϊκές μάζες και είναι πολύ ισχυρότερη ακόμα και από την προσδοκία των χρηματιστηριακών αποδόσεων των μικροκαταθετών πριν μερικά χρόνια, δυστυχώς σήμερα αποτελεί μία πολιτική στενωπό από την οποία η αριστερά θα περάσει και οφείλει να σταθεί όρθια.
Δυστυχώς το «ηθικό πλεονέκτημα» της αριστεράς έχει τεθεί πλέον υπό αμφισβήτηση. Η απλή επίκληση στο επίπεδο της κοινωνικής αλληλεγγύης και στη βάση της προάσπισης των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» ή ακόμα περισσότερο στο επίπεδο ιδεολογικών αναφορών στις αντιμπεριαλιστικές διαθέσεις των λαϊκών μαζών και της «διαφώτισης» των μαζών για το φασιστικό κίνδυνο μόνο επαρκής δεν είναι πλέον.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της προβληματικής που είχε η μεθοδολογία και το περιεχόμενο της παρέμβασης της αντικαπιταλιστικής αριστεράς στην περίπτωση του Αγίου Παντελεήμονα το προηγούμενο διάστημα. Από τη μία, η «εξωτερικότητα» της παρέμβασης των «αντιφασιστών» σε μία γειτονιά που αναπαρήγαγε, επ’ ωφελεία προφανώς των νεοφασιστών, το δίπολο Ελλήνων και ξένων και από την άλλη η αδυναμία να αναγνωριστούν τα πραγματικά αίτια που ευννόησαν τη δράση της Χρυσής Αυγής στην περιοχή. Και αυτά δεν ήταν η ηγεμονία μέσω μίας εθνικιστικής και ρατσιστικής προπαγάνδας, αλλά αντίθετα τα πραγματικά κοινωνικά προβλήματα που οι συνθήκες «γκετοποίησης» παρήγαγαν στη συγκεκριμένη, αλλά και σε άλλες, περιοχή, επέτρεψαν στους φασίστες μέσω των γνωστών πρακτικών να βρουν σε πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο «ευήκοα ώτα». Ανάλογα και τα εκλογικά ποσοστά της Χ.Α. σε όλη την επικράτεια δείχνουν ότι αυτή περισσότερο ενισχύεται σε «κάστρα» της παραδοσιακής δεξιάς όπως π.χ. η Λακωνία, παρά από υψηλά ποσοστά σε ούτως ή άλλως πεπερασμένες περιοχές όπως ο Αγ. Παντελεήμονας, που θα αναμενόταν, υπό μία έννοια. Κυρίως όμως ενισχύθηκε από τη στήριξη των φτωχότερων και πιο περιθωριοποιημένων κοινωνικών στρωμάτων γεγονός που αποδεικνύει ότι η αδυναμία αριστερής απάντηση στη «φασιστική απειλή» δεν οφείλεται ούτε σε ιδεολογική ένδεια, ούτε σε υποτίμηση των «οργανωτικών απαντήσεων» αλλά κυρίαρχα σε πολιτική αδυναμία και σε άστοχες μέχρι τώρα πολιτικές πρωτοβουλίες, δράσεις και πρακτικές.
Παρόλο που η Χ.Α. καραδοκεί στη γωνία της επίσημης κρατικής διαχείρισης και έχοντας περάσει από τους μετανάστες, ακουμπάει πλέον τους εργαζόμενους που αγωνίζονται και σύντομα θα στοχοποιήσει και την αριστερά το ενδεχόμενο μιας ακραίας δεξιάς ή νεοφασιστικής εκδοχής συστημικής διαχείρισης είναι σήμερα πιθανό αλλά όχι βέβαιο, καθώς δεν έχει κριθεί ακόμα η επιλογή ή η δυνατότητα της αστικής τάξης να το επιλέξει. Για αυτό το λόγο και το επίπεδο της πολιτικής αντιπαράθεσης της αριστεράς πρέπει να εστιάζει στο «λίγο πριν» και όχι στο «λίγο μετά».
Υπό αυτό το σκεπτικό, η απάντηση της αριστεράς δεν πρέπει να συμπυκνωθεί στη συγκρότηση «αντιφασιστικών μετώπων» κεντρικά ή «αντιφασιστικών πρωτοβουλιών» επιμέρους, οι οποίες θα συγκεράζουν ταυτόχρονα τα πολιτικά μέτωπα της περιόδου έχοντας όμως ως κυρίαρχο την αντιμετώπιση της «φασιστικής απειλής» δια μέσω της οποίας θα βελτιωθούν οι όροι της πολιτικής πάλης στα υπόλοιπα μέτωπα. Αντίθετα, η πολιτική απάντηση στην κρίση πρέπει να είναι το κυρίαρχο πολιτικό στοιχείο, η ανατροπή των αντιλαϊκών πολιτικών του μνημονίου και η πάλη για έξοδο από ΕΕ και ΟΝΕ. Οι αναγκαίες σήμερα μορφές και δομές του λαϊκού κινήματος πρέπει να επικαθορίσουν τις, οπωσδήποτε αναγκαίες, ανάλογες όψεις αντιμετώπισης της φασιστικής απειλής κεντρικά και τοπικά.
Τη στιγμή που ακόμα και οι στρεβλές ελπίδες πεθαίνουν τελευταίες και τροφοδοτούν τη φασιστική απειλή, ας μην μας διαφεύγει ότι το ρήγμα της πολιτικής και ιδεολογικής ηγεμονίας του αστισμού παραμένει ανοιχτό και με αυτό το διακύβευμα πρέπει να αναμετρηθούμε. Υπάρχει ακόμα χρόνος πολιτικών νικών που υλικά θα εδραιώνουν τη δυνατότητα οικοδόμησης ενός ιστορικού μπλοκ μιας άλλης εξουσίας, γιατί αλλιώς τα «αντιφασιστικά σαλπίσματα» θα παραμείνουν στο πλαίσιο του «ηθικού καθήκοντος» της αριστεράς ή ακόμα χειρότερα της παραδοχής της πολιτικής μας αδυναμίας.
Ας στοχαστούμε λίγο και τα δυσμενή αποτελέσματα της γραμμής του «λαϊκού μετώπου» στο μεσοπόλεμο αλλά και την εκπληκτική διορατικότητα του Ζαχαριάδη το 1940 και ας επιλέξουμε…
ΕΑΜ – ΕΛΑΣ – λάστιχο
Αντίστοιχο ρόλο διαδραματίζει η προβληματική που αναδεικνύει σταδιακά η αναγκαιότητα κάλυψης υλικών αναγκών εκτεταμένων κοινωνικών στρωμάτων που η ένταση της κρίσης όχι απλά υποβαθμίζει αλλά υποσκάπτει τους όρους της επιβίωσής τους.
Σύμφωνα με μία τρέχουσα προσέγγιση, η δημιουργία «δικτύων αλληλεγγύης» βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με αυτό το, αναγκαίο σήμερα, κοινωνικό – λαϊκό μέτωπο το οποίο από τη μία θα συγκροτεί την αντίστοιχη κοινωνική συμμαχία, στο εσωτερικό της οποίας θα κατακτά την ηγεμονία η αριστερά γενικά και από την άλλη θα συγκροτεί και αυτούς τους κοινωνικούς όρους που θα αποτρέπει την παραπέρα ενίσχυση του νεοφασιστικού φαινομένου.
Περαιτέρω, αντλεί «εμπειρία» από το εαμικό παράδειγμα οργάνωσης του λαού ενάντια στη φασιστική κατοχή προχωρώντας προφανώς σε μία «ανιστορική» συσχέτιση των δύο περιόδων που εσκεμμένα υποβαθμίζει κάποιες μάλλον όχι «δευτερεύουσες» όψεις της τότε συγκυρίας, όπως τον πρωτοπόρο πολιτικό και οργανωτικό ρόλο του ΚΚΕ, το επίπεδο της ταξικής πάλης που είχε λάβει τη μορφή του ένοπλου απελευθερωτικού αγώνα και την πολιτική συνθήκη της πραγματικής κατοχής από ξένη δύναμη.
Στην πράξη αυτή η αντίληψη έχει ήδη προεξοφλήσει την ήττα του λαϊκού κινήματος την επόμενη περίοδο και σπεύδει να οχυρωθεί πίσω από την «επανοικειοποίηση» του κοινωνικού, που οδηγεί στο επίπεδο της πολιτικής συγκρότησης σε μία μεγάλη υπαναχώρηση εγκαταλείποντας το κρίσιμο πολιτικό επίδικο της πάλης ενάντια σε ΕΕ και ΟΝΕ.
Ταυτόχρονα, παραβιάζει «ανοικτές θύρες» καθώς βρίσκεται σε ευθεία αναλογία με την αντίληψη που προβάλει το υπόδειγμα της ΕΔΑ ως την αναγκαία σήμερα μορφή που πρέπει να λάβει η ενότητα της αριστεράς, υπόδειγμα που «ικανοποιεί» σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ και βρίσκει πολλούς νεόκοπους υποστηριχτές…
Τέλος, στο βαθμό – πατώντας στην υπαρκτή αδυναμία της αντικαπιταλιστικής αριστεράς να διαπραγματευθεί το «εθνικό» με ταξικούς όρους – που το ζήτημα της «κατοχής» προσεγγίζεται με πραγματικούς όρους επιχειρεί μεν να αποδώσει περιεχόμενο σε έναν «νέο πατριωτισμό» από την πλευρά της αριστεράς, από την άλλη όμως οδηγεί εμμέσως στην ηγεμόνευση της από περισσότερο «εθνικο-κεντρικές» τοποθετήσεις στο εσωτερικό του λαϊκού κινήματος.
Στον αντίποδα, η αλληλεγγύη και οι σχετικές δομές, δίκτυα αληλεγγύης κ.α. που διεκδικούν δράσεις που θα συνεισφέρουν στη λαϊκή ανακούφιση δεν μπορούν να ιδωθούν σε καμία περίπτωση ανεξάρτητα από το επίπεδο ανάπτυξης του λαϊκού αγώνα, της ταξικής πάλης και συνακόλουθα της συμμετοχής του λαού σε αυτές ή τουλάχιστον των πληττόμενων στρωμμάτων που τους αφορούν άμεσα οι δράσεις αυτές.
Κατά αναλογία, όπως το να υποστηρίζεται η δυνατότητα ύπαρξης «αριστερής κυβέρνησης» ανεξάρτητα από το επίπεδο ανάπτυξης της ταξικής πάλης οδηγεί αναπόφευκτα σε έναν αδιέξοδο και καταστροφικό για τις αγωνιστικές διαθέσεις των λαϊκών μαζών κυβερνητισμό, έτσι το να αντιμετωπίσεις την οικοδόμηση δομών αλληλεγγύης (συσσίτεια, δωρεάν μαθήματα, παντοπωλεία, ιατρεία κ.α.) χωρίς αυτό να είναι αποτέλεσμα της παρέμβασης του λαϊκού παράγοντα κατά τόπους, ουσιαστικά υλοποιώντας την πολιτική γραμμή σου που αφορά τις μάζες χωρίς όμως αυτές στο πλευρό σου, τότε αναπόφευκτα η οποιαδήποτε προσπάθεια ενσωματώνεται σε άλλα πολιτικά σχέδια απέναντι στα οποία συνολικά έχεις τοποθετηθεί αρνητικά ως προς τη δυνατότητά τους να επιφέρουν λύσεις στο συνολικό «πολιτικό ζήτημα» και συνακόλουθα της ικανοποίησης των λαϊκών αναγκών και διεκδικήσεων.
Ειδικότερα, σε σχέση με το σχετικό διάλογο που διεξάγεται αυτή την περίοδο για το ζήτημα της «αλληλεγγύης» είναι δυνατό βάση της υπάρχουσας εμπειρίας να επιχειρηθεί μία κάποια διττή «κατηγοριοποίηση».
Σε αυτές τις μορφές που έμπρακτα έχουν αποτελέσει πολιτικά επίδικα επιτροπών και λαϊκών συνελεύσεων, απόρροια της κινηματικής τους δράσης απέναντι στα μέτρα του μνημονίου. Τέτοιες είναι η μη πληρωμή των εισιτηρίων, η επανασύνδεση του ηλεκτρικού ρεύματος, ενώ σύντομα θα αποτελούν και η αντίσταση στις εξώσεις αλλά ακόμα και μορφές «απαλλοτρίωσης» αγαθών διατροφής ή καταλήψεων στέγης κόντρα στις συνθήκες εξαθλίωσης που βιώνει ο λαός και στον μάλλον επερχόμενο μαυραγοριτισμό. Αυτές οι μορφές βρίσκονται σε αναλογία με τις πραγματικές πολιτικές συνθήκες, το επίπεδο αυτοοργάνωσης του λαού και την ανάγκη αυτοάμυνας αλλά και με σχετική ασφάλεια μπορεί να υποστηριχθεί ότι την επόμενη περίοδο μπορούν να εμπλέξουν σε επίπεδο κινήματος εκτεταμένες λαϊκές μάζες.
Επίσης στις μορφές αυτές που αποτελούν περισσότερο, «κοινωνιολογικά» χαρακτηριζόμενες, «γενναίες πράξεις» ή «παραδειγματικές ενέργειες» και διεκδικούν να αποτελέσουν παραδείγματα μιας άλλης κοινωνικής οργάνωσης, μιας άλλης κοινωνικής συνθήκης, που θα μπορούν πλέρια να υλοποιηθούν σε ένα ανώτερο, επιδιωκόμενο αλλά όχι υφιστάμενο, επίπεδο της ταξικής πάλης. Είτε αυτές αφορούν «αντι-δομές» υγείας και εκπαίδευσης, είτε ζητήματα επιβίωσης του λαού, αν αποτελούν δράσεις λαϊκών δομών έχουν θετικό πρόσημο, σε ό,τι αφορά όμως την πολιτική παρέμβαση και το συνολικό πολιτικό σχέδιο της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, ακόμα και αν αυτές δεν αφορούν διαχειριστικές μορφές που καταλήγουν στο εσωτερικό του κράτους, τελικά εμπεριέχουν πολλές αντιφάσεις αλλά και κινδύνους.
Τελείως επιγραμματικά και παραδειγματικά, ούτε τα «δωρεάν μαθήματα» μπορούν να αποτρέψουν τον ταξικά επιβαλλόμενο εκπαιδευτικό αποκλεισμό ή την αναπαραγωγική λειτουργία του εκπαιδευτικού μηχανισμού, αντίθετα – οριακά – θα μπορούσαν να αποτελέσουν μία «φενάκη» για το εκπαιδευτικό κίνημα ή απλά να μετατοπίζουν τα «όρια» των ταξικών φραγμών στο εσωτερικό των λαϊκών στρωμάτων, ούτε επίσης σήμερα υπάρχουν οι όροι για επιτυχημένη υλοποίηση «λαϊκών συσιτείων» που δε θα είναι απλά «συλλογικές κουζίνες», καθώς για αυτό ξεκάθαρα προηγείται τόσο ένας σχετικός έλεγχος της παραγωγικής διαδικασίας, όσο και ένα αντίστοιχο σχέδιο – που πολιτικά θα υλοποιείται – παραγωγικής ανασυγκρότησης και οπωσδήποτε μία άλλη κοινωνική συνθήκη. Αντίθετα, μετατρέποντας τελικά τους «φορείς της πολιτικής» σε «υποκείμενα της αλληλεγγύης» ή σε «δρώντες φιλάνθρωπους» περισσότερο μεταφέρεται στρεβλά ένα «ζαπατίστικο πρότυπο» αυτόνομων παραγωγών – καταναλωτών από μία κοινωνία που ακόμα χαρακτηρίζεται από προκαπιταλιστικούς τρόπους παραγωγής στην ελληνική του εδραιωμένου καπιταλισμού και της βαθιάς τριτογενοποίησης.
Η ανάδειξη τελικά της «αλληλεγγύης», χωρίς την πολιτική μπροστά και τη λαϊκή αυτοοργάνωση πρώτα, σε κυρίαρχο πολιτικό πρόταγμα και εκ των πραγμάτων αποκομμένη από το συνολικό πολιτικό αγώνα οδηγεί στον εγκλωβισμό, το συνακολουθιτισμό και την ενσωμάτωση αντίστοιχα σε τρία ανταγωνιστικά πολιτικά σχέδια:
  1. Του αστισμού με τις διαφορετικές μορφές που αυτό μπορεί να εκφράζεται. Είτε μέσω της εκκλησιαστικής ελεημοσύνης, είτε μέσω των ΜΚΟ, που άλλοτε σώζουν τα δάση, άλλοτε τα ορφανά και πλέον τους «ατυχήσαντες» εργαζόμενους, είτε του «όλοι μαζί μπορούμε» αλά ΣΚΑΪ και κάθε παρατρεχάμενου κ.ο.κ.
  2. Της αυτονομίας, με τον «απελευθερωτικό αναχωριτισμό» των συλλογικών κουζίνων, των ανταλλακτικών παζαριών αλλά και της πιο πρόσφατης «πολιτικής κατασκευής» «αυτόνομων χώρων», «απελευθερωμένων» από την αστική κυριαρχία και προπλάσματα μιας άλλης κοινωνικής οργάνωσης «οριζόντιας δικτύωσης»[7], της «ανταλλακτικής οικονομίας» και του «αλληλέγγυου εμπορίου»…
  3. του ΣΥΡΙΖΑ, που με το «ΣΥΡΙΖΑ παντού» και το «αλληλεγγύη πρώτα» και για «αντίσταση βλέπουμε» ειδικά στο αυτοδιοικητικό επίπεδο τροχιοδεικτικά υλοποιεί «δομές αλληλεγγύης» (κίνημα της πατάτας, κοινωνικά ιατρεία, παντοπωλεία και συνεταιρισμούς) ως ειδική όψη της συνολικής του αντίληψης για την τοπική αυτοδιοίκηση αλλά και για το κράτος.
Έχει ενδιαφέρον μάλιστα να ειπωθεί εδώ ότι τρεις είναι οι καθοριστικοί παράγοντες που και στο παρελθόν αλλά και σήμερα, οδηγούν σε «σύγκλιση δυνάμεων» κατά τόπους, τόσο σε πολιτικές μορφές όσο και σε κοινωνικές πρακτικές, της αυτονομίας και του ΣΥΡΙΖΑ. Μία ιδιότυπη συναντίληψη για την ουδετερότητα του κράτους στο αυτοδιοικητικό επίπεδο, που εκφράζεται στο πλαίσιο της «πολιτικής αυτονομίας του άστεως», η υποβάθμιση της ταξικής πάλης και η υποβάθμιση, από διαφορετικές αφετηρίες, της κρισιμότητας της πολιτικής μάχης ενάντια σε ΕΕ και ΟΝΕ.
οι δύο χαμένες ευκαιρίες της αντικαπιταλιστικής αριστεράς
Είναι ξεκάθαρο ότι η παρέμβαση της αντικαπιταλιστικής αριστεράς «τοπικά» και στο πολιτικό και στο κοινωνικό επίπεδο ποτέ δεν έλαβε μία συγκεκριμενή κατεύθυνση. Και όχι απλά ως διακηρυγμένο στόχο που με τον έναν ή άλλο τρόπο περιγράφει μια μεθοδολογία και σκιαγραφώντας με περισσότερες ή λιγότερες αντιφάσεις ένα κάποιο περιεχόμενο και φυσιογνωμία ως προς αυτή αλλά περισσότερο ως πολιτική στοχοθεσία που θα εντάσσεται σε έναν σχεδιασμό υλοποίησης, θα αξιολογείται ποσοτικά και ποιοτικά και θα αποτελεί «πεδίο πολιτικής δέσμευσης» και ένταξης των μελών της με έναν οργανωμένο τρόπο.
Η ευρύτερη ανασυγκρότηση του χώρου της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής αριστεράς τη δεκαετία του ’90, σε διάφορα κοινωνικά πεδία και μέτωπα, οδήγησε και στο τοπικό επίπεδο στη συγκρότηση επιτυχημένων, αλλά αποσπασματικών, παραδειγμάτων σχημάτων γειτονιάς και κινήσεων πόλης. Αυτές όμως, ταυτόχρονα, αποτέλεσαν και ένα υπόδειγμα τόσο ως προς τη σταδιακή κωδικοποίηση ενός πολιτικού περιεχομένου που συγκροτεί μία ικανή αντικαπιταλιστική τοποθέτηση στα ζητήματα της πόλης και του περιβάλλοντος, αλλά και μία φυσιογνωμία παρέμβασης στον «κοινωνικό χώρο» της «γειτονιάς» και τις ικανές μορφές που λαμβάνει η πολιτική και κοινωνική παρέμβαση σε αυτό.
Η περίοδος του «σημιτικού εκσυγχρονισμού» και της προετοιμασίας των ολυμπιακών αγώνων σηματοδότησε, όπως έχει περιγραφεί και μία πραγματική άνθηση των «κινημάτων κατοίκων» που τόσο υπό την επέλαση του πάλαι ποτέ «εκσυγχρονιστικού οδοστρωτήρα» και τη σταδιακή άρση κάθε διάθεσης «συμβιβασμού» με τις λαϊκές διεκδικήσεις, που κυρίαρχα ενσωμάτωνε η λειτουργία της τοπικής αυτοδιοίκησης, βρέθηκαν αντιμέτωπα με κομβικά ερωτήματα για την πραγματική φύση της «ανάπτυξης» και της «χωρικής αναδιάρθρωσης», το ρόλο της «τοπικής αυτοδιοίκησης», της μορφής οργάνωσης του αγώνα κ.α., γεγονός που τα οδήγησε τόσο στις πολιτικές όσο και στις κοινωνικές εκφάνσεις τους στο σταδιακό ξεπέρασμα ενός «περιβαλλοντισμού» και μιας διαχειριστικής στάσης το προηγούμενο διάστημα.
Αυτό ήταν και το ικανό υπόβαθρο που το 2007 σχήματα και κινήσεις της αντικαπιταλιστικής και αντιδιαχειριστικής αριστεράς προχώρησαν στην απόπειρα συγκρότησης ενός «δικτύου αντικαπιταλιστικών κινήσεων πόλης και σχημάτων γειτονιάς». Έχοντας καταδείξει τη διαχειριστική λογική του τότε σχεδίου της ρεφορμιστικής αριστεράς που συμπυκνωνόταν στο «παναττικό δίκτυο κινημάτων πόλης», έχοντας ικανή εμπειρία από την εμπλοκή τους στη μάχη για να αποτραπεί η καπιταλιστική αξιοποίηση των ολυμπιακών εγκαταστάσεων, για να αποτραπούν καταστροφικές επενδύσεις, όπως οι νέοι αυτοκινητόδρομοι στον Υμηττό, έχοντας αποκαλύψει σε πάμπολες περιστάσεις την πραγματική φύση της τοπικής αυτοδιοίκησης και έχοντας τέλος συμβάλλει στην πραγματική αυτοοργάνωση του λαού, μέσα από επιτροπές και συνελεύσεις αυτή η απόπειρα αποτέλεσε και την πρώτη ευκαιρία χαμένη ευκαιρία της αντικαπιταλιστικής αριστεράς να συγκροτηθεί με ικανό τρόπο στο τοπικό επίπεδο.
Ήταν το προανάκρουσμα της κρίσης το 2008 που ενώ θα έπρεπε να αποτελέσει το λόγο ενίσχυσης και ολοκλήρωσης του συντονισμού των κινήσεων πόλης πρακτικά την τερμάτισε, θέτοντας τη στις «καλένδες» ενός ακόμα «διακηρυγμένου καθήκοντος». Η συμπύκνωση του πολιτικού χρόνου, η ένταση των καθηκόντων, οι αλλεπάλληλες κρίσιμες μάχες αλλά και η αδυναμία ισορροπίας και ιεράρχησης των «πολιτικών επιπέδων», λόγω των εξελισσόμενων διαδικασιών συγκρότησης στο κεντρικό πολιτικό επίπεδο συνέβαλλε στην υποβάθμιση της κρισιμότητας της παρέμβασης τοπικά, στην αποστοίχιση αγωνιστών, στο μαρασμό των τοπικών κινήσεων και στην αδιαφορία για την ενίσχυση κατακτημένων μορφών λαϊκής αυτοοργάνωσης όλη την προηγούμενη περίοδο.
Ακριβώς λοιπόν τη στιγμή, που η «παλέττα» της κοινωνικής αντιπαράθεσης ξεδιπλώνεται με εξαιρετική ένταση στο τοπικό επίπεδο πρέπει να γίνει παραδεκτό ότι, αν δεν είχαμε αποκλίνει από αυτό το δρόμο, σήμερα θα βρισκόμασταν σε εξαιρετικά καλύτερο επίπεδο πολιτικής και οργανωτικής κατάστασης, σε πολύ καλύτερες θέσεις μάχης για να προασπίσουμε τις λαϊκές ανάγκες, για να συμβάλλουμε πιο επιτυχημένα στην πάλη του λαού για τη συνολική ήττα των αντιλαϊκών πολιτικών.
Πρέπει επίσης να γίνει παραδεκτό, ότι η παρέμβαση της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, τοπικά, διαχρονικά «υποφέρει» από ενδογενείς πολιτικές και φυσιογνωμικές αδυναμίες που οδήγησαν, σε αδρές γραμμές:
  • στην αδυναμία εκτίμησης της κομβικής διαδικασίας που συγκροτούσε η «χωρική αναδιάρθρωση» στον αστικό χώρο για το ελληνικό κεφάλαιο και συνακόλουθα στην υποβάθμιση του τοπικού επιπέδου ως «περιβαλλοντικού»
  • στην αδυναμία εκτίμησης της κρισιμότητας της παρέμβασης στο πεδίο της «αναπαραγωγής» της εργατικής τάξης στο τοπικό επίπεδο
  • στην αδυναμία εκτίμησης της κρισιμότητας της παρέμβασης στη νεολαία, μαθητική και εργαζόμενη, αλλά και σε στρώματα εργαζομένων χωρίς δυνατότητα συνδικαλιστικής εκπροσώπησης με τυπικούς όρους εργατικού κινήματος
  • στην αδυναμία εκτίμησης της αντιδραστικής μεταρρύθμισης του επερχόμενου «Καλλικράτη», σε συνέχεια του «Καποδίστρια» – στο αυτοδιοικητικό επίπεδο – του τι τελικά σηματοδοτεί για την ελληνική αστική τάξη τόσο σε επίπεδο δημοσιοοικονομικό η εφαρμογή του, όσο και το πώς αυτή συνδέεται με συνολικές αναδιαρθρώσεις στο επίπεδο της εργασίας, της εκπαίδευσης, της υγείας και της συνολικής αναπαραγωγής της εργατικής τάξης.
Επιπρόσθετα, ενώ τα τελευταία δύο χρόνια και εν μέσω της κρίσης έχει ξεδιπλωθεί μία πρωτοφανής κοινωνική δυναμική που συμπυκνώθηκε τόσο στα «κινήματα ανυπακοής» από το «ΔΕΝ πληρώνω» των εισιτηρίων μέχρι και το χαράτσι της Δ.Ε.Η., όσο και η εμπειρία της συνέλευσης του συντάγματος – που σαφώς και «πάτησε» πάνω στη συσσωρρευμένη εμπειρία των λαϊκών συνελεύσεων και επανατροφοδότησε αντίστοιχα τη διασπορά νέων σε δεκάδες γειτονιές – υπήρξε προφανής αδυναμία της αντικαπιταλιστικής αριστεράς στο να εκπονήσει ένα πολιτικό σχέδιο, που να συνολικοποιεί τις αντιστάσεις, να βαθαίνει το πολιτικό περιεχόμενο, να συμβάλλει στον συντονισμό των «συντονισμών» που θα έδινε μία άλλη νικηφόρα προοπτική στην αγωνιζόμενη διάθεση των μαζών.
Αυτό αποτελεί και τη δεύτερη χαμένη ευκαιρία. Με εξαίρεση την επιτυχημένη «σύλληψη» του συντονισμού των «3 ΔΕΝ», η οποία δυστυχώς ακολουθεί την αμηχανία των συντονισμού των «πρωτοβάθμιων σωματείων», μόνο τυχαίο δεν είναι το γεγονός ότι, ως επί το πλείστον, μόνο στις περιοχές που υπάρχει μία συγκροτημένη πολιτική παρέμβαση έχει επιτευχθεί με διάρκεια μία κοινωνική συμμαχία που πολιτικά επιδιώκει να βαθύνει το πολιτικό πλαίσιο της αντιπαράθεσης, έχει επιτευχθεί η πραγματική κοινωνική γείωση στα μέτωπα της περιόδου, από το Δεκέμβρη του 2008, τα κινήματα ανυπακοής μέχρι και τις νέες απαιτήσεις που αναδεικνύονται.
να ανασυγκροτήσουμε την παρέμβαση της αντικαπιταλιστικής αριστεράς στο τοπικό επίπεδο
Απέναντι στο πραγματικό «πολιτικό συνεχές» από το οποίο κινδυνεύει η αντικαπιταλιστική αριστερά, αυτό της σύμφυσης της αντιφασιστικής πάλης και της αλληλεγγύης, αλλά και στην οπισθοχώρηση της παραταξιοποίησης, ως κακέκτυπο της αναγκαστικής μορφής στη δεκαετία του ’80 των ΑΣΦ στο φοιτητικό χώρο ή του σεχταρισμού και των επιμέρους πρωτοβουλιών, σήμερα, είναι αναγκαίο η αντικαπιταλιστική αριστερά να ανασυγκροτήσει την πολιτική της παρέμβαση στο τοπικό επίπεδο, στηριζόμενη πάνω στην πλούσια εμπειρία της παρέμβασής της σε πάμπολλα κοινωνικά πεδία και μέτωπα και κυρίως στα επιτυχημένα παραδείγματα και στη μεθοδολογία παρέμβασης που έστω και με μερικό τρόπο έχει κατακτήσει στο τοπικό επίπεδο.
  • Να ενισχύσουμε και να συγκροτήσουμε αντικαπιταλιστικές κινήσεις πόλης και σχήματα γειτονιάς, ως τις αναγκαίες πολιτικο-συνδικαλιστικές ενότητες που θα συγκροτούν την αναγκαία σήμερα πολιτική συμμαχία, εξασφαλίζοντας καλύτερους όρους για επιτυχημένη παρέμβαση στο τοπικό επίπεδο.
  • Να συμβάλλουμε στη λαϊκή αυτοοργάνωση, στη δημιουργία επιτροπών κατοίκων και λαϊκών συνελεύσεων ενάντια στην κρίση και τα μνημόνια, συγκροτώντας την αναγκαία κοινωνική συμμαχία που θα επιτρέψει στην κοινωνική δυναμική να βρει το δρόμο της πραγματικής λαϊκής αυτοάμυνας και αλληλεγγύης.
  • Να συμβάλλουμε στην οργάνωση του κινήματος των ανέργων κατά τόπους ως ειδικό και αναγκαίο βραχίωνα του εργατικού και λαϊκού κινήματος.
  • Να εμπλακούμε εν τέλει με όλες τις γνήσιες μορφές που λαμβάνει η κοινωνική δυναμική, συμβάλλοντας όμως στη μάχιμη έκφρασή τους.
Η συμπύκνωση του πολιτικού χρόνου που επιφέρει η κρίση και η επικείμενη οικονομική κατάρρευση δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν απλά κοιτώντας στο μέλλον της νικηφόρας κοινωνικής σύγκρουσης και της επαναστατικής προοπτικής. Αντίθετα, για να υπάρξει ακριβώς αυτή η προοπτική θα πρέπει σήμερα να επαναδιεκδικήσουμε την πολιτική ηγεμονία της αριστεράς στα κρίσιμα μέτωπα της περιόδου που παραμένουν ανοιχτά.

Παναγιώτης Βασιλάκης
μέλος της Π.Ο. ΑΡιστερή ΑΝασύνθεση
μέλος της Τ.Ε. ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. Νοτίων Προαστίων
 


[1] http://paranagnostis.blogspot.gr/2012/07/blog-post_07.html
[2] Από το βιβλίο του Α. Γκίκα “Ρήξη και ενσωμάτωση: Συμβολή στην Ιστορία του εργατικού-κομμουνιστικού κινήματος του Μεσοπολέμου (1918-1936)”, σελ.229-230, στο http://ilesxi.wordpress.com/2012/06/21/%CF%84%CE%BF-%CE%BA%CE%BA%CE%B5-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%BF%CE%B9-%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B9%CF%86%CE%B1%CF%83%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AD%CF%82-%CE%B5%CE%BD%CF%8E%CF%83%CE%B5%CE%B9%CF%82-%CE%B1/
[3] http://www.aformi.gr/2010/10/%CE%B7-%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%BA%CF%81%CE%AF%CF%83%CE%B7-%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%AC%CE%B4%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%B4%CE%B5%CE%BA%CE%B1%CE%B5/
[4] Νίκος Κομνηνός, Θεωρία της αστικότητας, Θεσσαλονίκη, Εκδ. Σύγχρονα Θέματα, 1986, σελ. 121
και Ed Soja, “The Contemporary Restructuring of Regional Development Politics, Periodicity and the Production of Space” Naxos Seminar Proceedings, 1983
[5] Νίκος Κομνηνός, Θεωρία της αστικότητας, Θεσσαλονίκη, Εκδ. Σύγχρονα Θέματα, 1986, σελ. 70
[6] prwkat.blogspot.gr/search/label/%CE%A0%CE%95%CE%A1%CE%99%CE%92%CE%91%CE%9B%CE%9B%CE%9F%CE%9D%20%2F%20%CE%94%CE%97%CE%9C%CE%9F%CE%A3%CE%99%CE%9F%CE%99%20%CE%A7%CE%A9%CE%A1%CE%9F%CE%99
[7]http://efimeridadrasi.blogspot.gr/2012/07/blog-post_12.html
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...